Σαν σκυλί να φεύγεις. Και σαν σκυλί να ζεις.
Αυτό που σου ’μαθαν να το ζεις και να το αφήνεις μέσα σου να σε κερδίζει. «Μα όταν κάνεις λάθη, φρόντισε να είναι δικά σου», σου είχαν πει και μετά φύγε έστω και με μπουσούλισμα. Χαμήλωσε τον εαυτό σου να χωρέσεις, μήπως και τους ξεφύγεις· κάποιοι σε έμαθαν και κάποιοι άγνωστοι σε περιμένουν απ’ έξω.
Σπάσε ό,τι βρεις, όμως. Κάν’ το κομμάτια κι ας αχνίζει το φρέσκο κόκκινο σαν στάξει. Γίνε ένα με τη βιτρίνα τους, ένα με τη λάμψη και μην τολμήσεις να βγεις, παρά μόνο ξάπλωσε. Εκεί δεν θα σε καταλάβουν. Αντίκρυσε εσένα στα διάφανα χνώτα για τ’ όνειρο της ζωής και όταν τους δεις να στέκουν σκιές του βάθους, σπάσε και φύγε. Εκείνοι θα χτυπούν να μείνεις, να τους μείνεις, να σε ξεκάνουν.
Έχει κόσμο έξω και διαλέγει πολύτιμα. Έχει κόσμο που δεν σε περιμένει – μόνο στις κόρες των ματιών τους λαμπυρίζουν τιμές και νούμερα. Πριν βάλουν το χέρι στην τσέπη, κρέμασε κι εσύ ένα, κάτι να τους κοστίσεις αν σ’ επιλέξουν. Μα όταν δεις τη ζωή στο όριο, ράγισέ τα όλα και τόλμα να ζήσεις.
Κι αν οι τσέπες σου είναι άδειες είναι γιατί δεν τις γέμισε κανείς, είναι γιατί δεν τις άδειασες εσύ και τώρα κάτι ήθελες να πεις. Κάτι σε σπρώχνει ν’ αλλάξεις τον τρόπο που περπατάς και να ξεφύγεις.
— Πού πας, ρε;
Όσοι σε αδειάσαν, τώρα κοιτούν βιτρίνες. Αυτό ξεχνάς και τους κερνάς ευκαιρίες για ακόμα μια φορά. Ραγίζεις το όριο του φευγιού και κάθε που τους χαλάς τη ροή έχουν λόγο να κλωτσούν.
Στην πρώτη δυνατή δεν νιώθεις. Σπας γυαλιά στον τετραποδισμό σου και προχωράς. Στην δεύτερη δική τους δεν σταματάς. Γυρνάς στο πλάι τον σβέρκο να σε βρει εκεί – και τα παπούτσια τους μυρίζουν βρόμα και πιτσιλιές από κάτουρα. Στην τρίτη τους είσαι ακόμα δυνατός. Χτυπούν και τραβιούνται· καρκινοβατούν. Εσένα θέλουν, εσένα φοβούνται. Και στο σκυλί, μια που του ρίχνεις και μια που κάνεις πίσω. Μα εσύ δεν έχεις δόντια, δεν σου αφήσαν κάτι. Μόνο ρωγμές στο κρανίο και έναν λόγο να σβήσεις πονερά. Ας βρουν ρωγμές οι σκέψεις, ας γίνουν ένα με το αερικό σου.
Μετά όλα θολώνουν, γίνονται πολλοί –όσοι κι εκείνοι που σου πήραν τις τσέπες– και φτύνουν λέξεις, κατάρες και ιδρώτα. Συνεχίζεις βραδυβάμων, πλέον, και τα χρώματα έχουν σβήσει. Τρεκλίζεις-σε χτυπούν-σκοντάφτεις-σε χτυπούν-παραπατάς-σε χτυπούν-κυκλοδρομείς-σε χτυπούν-παραπέφτεις-σε χτυπούν-ποδοσέρνεσαι-σε χτυπούν-παραλύεις-σε χτυπούν-τους κοιτάς-σε χτυπούν-ζητάς-σε χτυπούν-φτύνεις αίμα-σε χτυπούν-γαβγίζεις παράλυτος-σταματούν.
Πεθαίνεις ανάσκελα όπως τόλμησες να φύγεις· σαν σκυλί.