Κάθε που ανοίγεις τον Κωστή Παπαγιώργη σε βρίσκει μια συνάντηση. Ακούς τη φωνή του κειμένου σε σένα και γίνεσαι ένα με τη σκέψη. Γυρνάς τις σελίδες και ψάχνεις ν’ αλλάξεις τα νοήματα και να μπορέσεις ένα χάσιμο στον κόσμο που κανείς άλλος δεν κατάφερε να σου διαβάσει.
Είναι λες –έτσι ακούς– και οι διεπαφές σε αγγίζουν όσο βυθίζεσαι στις σελίδες· αρχίζει να μοιάζει κοινός ο τόπος. Σηκώνεις το μολύβι και σημειώνεις, σημειώνεσαι, πλησιάζεις το χαρτί –να δεις καλύτερα, να διαβάσεις πιο κοντά– και μυρίζεις τον φρεσκανοιγμένο πολτό. Οι λέξεις όμως τρέχουν και σε τραβούν μαζί τους με σκόλπο.
«το σώμα μιλάει έστω κι αν δεν αρθρώνει· τα όργανα είναι προικισμένα με αρχέγονη αισθαντικότητα»
Αλλάζεις σελίδα, αλλάζεις και το εγώ σου. Το αναζητάς σε έναν εαυτό που κανείς δεν σου εξήγησε και αναλογίζεσαι όσα έχεις βιώσει. Ξεκινάς από την αρχή, ή έστω και λίγο πιο πίσω απ’ το τώρα, για να σκουντήσεις μύρια άλλα και να προσπεράσεις πάλι μέχρι το τώρα. Ταυτίζεσαι με το είναι σου δίχως να μιλάς και στις σκέψεις φτιάχνεις όσα δεν… «δεν ξέρουμε επακριβώς πώς παράγεται η σκέψη». Εκεί σε σταματά και πάλι ο Παπαγιώργης. Σε φράσεις που επαναφέρουν την ορμή σου.
Ξεκινάς απ’ την αρχή και είσαι πιο κοντά στο κείμενο – έτσι λες, έτσι πιστεύεις. Σε ξεκινά όμως και το κείμενο και σε βρίσκει έξω από το εγώ σου. Αλλάζεις αράδες και ο νους σου ζορίζεται. Έτσι είναι ο Παπαγιώργης, έχει αυτόν τον τρόπο. Κατεβάζεις το μολύβι, ακουμπάς το ανοιχτό βιβλίο πάνω σου και το δέρμα ανοίγει τους πόρους. Το αισθάνεσαι, έτσι είναι.
«δέρμα… το πιο βαθύ σημείο του σώματος» (Βαλερύ)
Είναι αυτή η απραγματικότητα που στήνεται και εσύ αναρωτιέσαι πόσα έχεις σκεφτεί, πόσα απέρριψες, πόσα εν τέλει δεν σε σκέφτηκαν ακόμα.
Και ξεκινά πάλι το κείμενο για το εγώ και τον εαυτό του. Για το εγώ και το εσύ, για το εσωτερικό σώμα, την εικόνα του σώματος και ένα ακόμα ερώτημα: είναι δικό μου;
«πάντως υπάρχει η αδιευκρίνιστη σωματικότητα της ψυχής, όπως υπάρχει και εξίσου η αδιευκρίνιστη ψυχικότητα του σώματος»
Διαβάζεις και χαμογελάς πραγματικά τυχερός.
«Ουσιαστικά δεν έχουμε καμιά δυνατότητα να αλλάξουμε στο παραμικρό το σώμα μας. Το αποδεχόμαστε όπως είναι, όσο κι αν οι εγχειρήσεις, οι παρεμβάσεις των αισθητικών, οι ατυχίες της ζωής ενδέχεται να αφήσουν ανεξάλειπτα ίχνη. Ισχύει, με άλλα λόγια, ένα αόρατο συμβόλαιο ανάμεσα στη συνείδησή μας και τη σαρκική ύπαρξη που αποδεικνύεται μοίρα, ιδιωτικό πεπρωμένο και γρίφος αμετάθετος. Άλλωστε πρόκειται για ένα περικαλλές συγκρότημα που ταχέως μπολιάζει τον ψυχισμό, συνταυτίζεται μαζί του καταλήγοντας άθροισμα άνευ προσθέσεως. Πάσα ψυχική κατάσταση ενδοπροβάλλεται στη σωματικότητα με τα γνωστά επαμφοτερίζοντα συμπτώματα. Ο νέος που εμφανίζεται στην ομήγυρη έχει ερυθροφοβία, γίνεται παντζάρι από την αμηχανία του, τρέμει σχεδόν αποφεύγοντας να κοιτάξει τους παρισταμένους. Τι διαβάζουμε τότε στο πρόσωπό του;»
Κ.Π.