Ο Αντρέα Καμιλλέρι είναι ένας Ιταλός συγγραφέας που έγινε διάσημος στα 60 του χρόνια, ξεκινώντας μια σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο. Πρόκειται για έναν από τους πιο αναγνωρισμένους και δημοφιλείς Ιταλούς συγγραφείς. Η γραφή του απλή και κατανοητή, ελκυστική για τους λάτρεις των βιβλίων, ακόμα κι αν δεν προτιμούν την αστυνομική λογοτεχνία.
Μετά από δυο ανεπιτυχείς προσπάθειες στον κόσμο της λογοτεχνίας το 1978 με δυο ιστορικά μυθιστορήματα και επηρεασμένος από την αγάπη του πατέρα του για τα αστυνομικά μυθιστορήματα, βρέθηκε στα χέρια του Καμιλλέρι το βιβλίο «Ο πιανίστας» του Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν. Προς τιμήν αυτού του Ισπανού συγγραφέα, ο Καμιλλέρι έδωσε το όνομα του στον ήρωα που είκοσι χρόνια μετά πρωταγωνιστεί σε καθεμία από τις αστυνομικές ιστορίες του, Σάλβο Μονταλμπάνο.
Το ερέθισμα αυτό πυροδότησε την παραγωγή μιας τηλεοπτικής σειράς για τη RAI με περιπέτειες του επιθεωρητή Μεγκρέ που ήταν κι εκείνο που καθόρισε οριστικά την πορεία του Καμιλλέρι ως αστυνομικό συγγραφέα και έτσι, ακολούθησαν οι ιστορίες με ήρωα τον Μονταλμπάν, είκοσι χρόνια μετά.
Στον κλέφτη της μεσημβρίας, τα γεγονότα εξελίσσονται ξανά στο «φανταστικό μέρος της παραδοσιακής Σικελίας», τη Βιγκάτα. Η Βιγκάτα που επινόησε ο Καμιλλέρι του δίνει τη δυνατότητα να περιγράψει την Ιταλική πραγματικότητα, την καθημερινότητα που ένας άσημος αστυνομικός –που κι όμως με δική του φήμη στο χώρο της εξιχνίασης του εγκλήματος και της υπηρέτησης του κράτους- μπορεί να απολαύσει σε ένα τυπικό ιταλικό προάστιο.
Όπως ο ίδιος ο Αντρέα Καμιλλέρι διευκρινίζει στο επιμύθιο του βιβλίου, «Αναφέρω αυτή την πρόταση ως αναγκαία προϋπόθεση για να δηλώσω ότι τα ονόματα, οι πόλεις και τα γεγονότα αυτού του βιβλίου είναι φανταστικά. Ακόμα και η πινακίδα του αμαξιού είναι φανταστική. Αν τύχει η φαντασία να συμπέσει με την πραγματικότητα, η ευθύνη, κατά τη γνώμη μου, καταλογίζεται στην πραγματικότητα».
Πάντοτε με καυστικό χιούμορ –όχι προς τον αναγνώστη, αλλά με τους ανθρώπους που αλληλεπιδρά ο ήρωας, ο Μονταλμπάνο, μας παρουσιάζει τη ροή των γεγονότων με έναν λιτό και κατανοητό τρόπο. Μέσα από το χιουμοριστικό κι ανάλαφρο ύφος, η ομαλή εξέλιξη των γεγονότων, στημένα έτσι ώστε να μην κουράζεται ο αναγνώστης, τον παρασέρνει συγχρόνως σε μια δίνη γεγονότων.
Οι κινήσεις του επιθεωρητή Μονταλμπάνο τείνουν να εξηγούνται διακριτικά από το συγγραφέα, χωρίς να αποκαλύπτονται οι σημαντικές, ηθικές αξίες που επηρεάζουν την κρίση του, καθώς και τα παράλληλα γεγονότα που αντιλαμβάνεται ή και διαισθάνεται ο ίδιος, που είναι κι αυτά που θα καθορίσουν την εξέλιξη της ιστορίας. Με τον τρόπο αυτό, το ενδιαφέρον του αναγνώστη παραμένει αμείωτο, χωρίς μπερδεμένα συμπεράσματα, καθώς δεν υπάρχει κανένα συμπέρασμα μέχρι να δοθεί από τον ίδιο τον Μονταλμπάνο.
Ο χαρακτήρας του Μονταλμπάνο είναι παράξενος κι ιδιόρρυθμος, τον οποίο ο Καμιλλέρι καταφέρνει να τον ισορροπήσει με το χιούμορ του, την όρεξη του για καλό φαγητό –όπως μόνον εκείνος ορίζει το καλό φαγητό και την ανέλπιστη διάθεση να παρθούν πάντοτε οι πιο σωστές αποφάσεις, είτε αυτές αφορούν την αστυνομική του έρευνα, είτε την προσωπική του ζωή.
Η ιστορία ξεκινάει από δυο δολοφονίες που μοιάζουν ασύνδετες μεταξύ τους: μια υπόθεση ενός αγνώστου ταυτότητας Τυνησίου που μπάρκαρε παράνομα στα χωρικά ύδατα της πόλης και βρέθηκε νεκρός από οπλοπολυβόλο και ενός μεσήλικα που βρέθηκε δολοφονημένος με ένα μαχαίρι κουζίνας στο ασανσέρ της πολυκατοικίας που διέμενε.
Ωστόσο, μερικές σελίδες μετά, γίνεται ξεκάθαρο ότι η σημαντική υπόθεση που χρήζει έρευνας και κινητοποίησης γίνεται η εξαφάνιση της νεαρής εκδιδόμενης μητέρας του Φρανσουά. Από το πρώτο λεπτό, το ένστικτο του αστυνόμου Μονταλμπάνο βεβαιώνει τον αναγνώστη ότι η εξαφανισμένη Καρίμα είναι νεκρή και η προσοχή του θα έπρεπε να υφίσταται στο ποιος κρύβεται πίσω από αυτή τη δολοφονική σκευωρία.
Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, ο Καμιλλέρι κατορθώνει, θα έλεγε κανείς ίσως και με έναν ύπουλο τρόπο, να αποτυπώσει τις καταστροφικές προεκτάσεις που μπορεί να πάρει η απληστία και η φιλοχρηματία, η διαφθορά των σχέσεων όταν δε βασίζονται σε συναισθήματα αλλά σε σκοπούς και συμφέροντα, καθώς και η διαφθορά που υπάρχει σε μια μεσογειακή πόλη που λειτουργεί στα προάστια της γραφειοκρατικής Ιταλίας.
Παράλληλα, έρχεται να εξισορροπήσει την αδικία των θανάτων και του πολιτειακού συστήματος, αναλαμβάνοντας να αποκαταστήσει και τις προσωπικές του σχέσεις, αναλαμβάνοντας να πράξει όπως θα υπαγόρευε η άμεμπτη λογική και ηθική, ακόμα κι αν υπήρξαν στιγμές που παρουσιάστηκε στον αναγνώστη ανώριμος, εγωιστής ή ακόμη και σκληρός.
Η ιστορία τελειώνει μέσα σε ένα ευχάριστο και συνάμα, κυνικό κλίμα, κατευθύνοντας τον αναγνώστη να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χειρότερη διαφθορά όλων είναι εκείνη των προσωπικών σχέσεων, μεταξύ πατέρα και γιου ή μητέρας και γιου, μεταξύ γυναίκας κι άντρα, μεταξύ συζύγων, αλλά κι όταν πρόκειται για συναδέλφους, ανωτέρους κι υφισταμένους, μεταξύ γειτόνων, ακόμη-ακόμη μεταξύ «υπηρετών του κράτους», όπως τους περιέγραψε κωμικά ο Καμιλλέρι.
Υπόθεση από το οπισθόφυλλο
Έπειτα από το Σχήμα του Νερού και το Σκύλος από Τερακότα, αυτό είναι το τρίτο αστυνομικό μυθιστόρημα του Αντρέα Καμιλλέρι με πρωταγωνιστή τον Σάλβο Μονταλμπάνο, αστυνόμο στη Βιγκάτα, «μέρος φανταστικό της παραδοσιακής Σικελίας». Αυτή τη φορά, ο Μονταλμπάνο –που προσπαθεί να αποφύγει την προαγωγή του σε υποδιοικητή, κάτι που θα σήμαινε ότι ο ρόλος του θα περιοριζόταν στη γραφειοκρατική διεκπεραίωση των υποθέσεων κι έτσι θα έμενε ανικανοποίητη η μανία του για έρευνα- υποψιάζεται ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε δυο βίαιους θανάτους: ενός Τυνησίου που είχε μπαρκάρει σε κάποιο ψαράδικο από τη Ματζάρα ντελ Βάλλο και ενός εμπόρου από τη Βεγκάτα που βρέθηκε μαχαιρωμένος σε ασανσέρ.