[punica-dropcap]Η [/punica-dropcap]Βουδαπέστη δεν αποτελεί παρά τον τόπο εκτόνωσης της λατρείας του πρωταγωνιστή Ζοζέ Κόστα για τον λόγο και τη συγγραφή. Ο Ζοζέ εργάζεται ως Ghostwriter, ως ανώνυμος συγγραφέας. Γράφει για άλλους και αρέσκεται στο να τρέφει το ματαιόδοξο Εγώ του μέσα από την επιτυχία των έργων που δεν φέρουν το όνομά του, αλλά εκείνο των επίδοξων συγγραφέων που τον προσλαμβάνουν, ώστε να καρπωθούν τη φήμη και τη δόξα των κειμένων που δεν έγραψαν οι ίδιοι. Ο Ζοζέ βρίσκεται σε επαγγελματικό και συναισθηματικό τέλμα και έτσι αποφασίζει να ταξιδέψει μόνος στη Βουδαπέστη, όπου πρόκειται να ζήσει και να διαπρέψει στο πλάι της Κρίσκα, η οποία ζει με τον γιο της και θα αποτελέσει την παράλληλη σχέση στη ζωή του Ζοζέ. Στη Βραζιλία είναι παντρεμένος με τη Βάντα και πατέρας ενός παιδιού.
Τα «ουγγρικά» αποτελούν σημείο αναφοράς του κειμένου, καθώς ο Ζοζέ Κόστα, προκειμένου να ξεχάσει όσα διχάζουν τη σκέψη του, δεν αρκείται μόνο στην πράξη «εξορίας», στην οποία επέβαλε τον εαυτό του, αλλά επιδιώκει να επαναπροσδιορίσει ακόμη και τη μητρική του γλώσσα, αυτή με την οποία σκέφτεται, και να την αντικαταστήσει με την ουγγρική. Μάλιστα, στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, η οποία περιγράφεται ενδελεχώς στη Βουδαπέστη, μας γνωστοποιεί την αποξένωση που μπορεί να αισθάνεται κανείς σε σχέση με το κοινωνικό γίγνεσθαι, όταν δεν γνωρίζει τη γλώσσα, με την οποία αυτό μιλά και σκέφτεται. Στις περιγραφές του φροντίζει να εξυμνεί το γυναικείο φύλο και ψυχογραφεί συχνά τόσο τη Βάντα όσο και την Κρίσκα. Σε πολλά σημεία η αφήγηση του Μπουάρκε είναι αναδρομική, κάτι που πετυχαίνει έντεχνα με την περιγραφή ονείρων που βλέπει ο πρωταγωνιστής. Σε αρκετά σημεία ένιωθα πως διαβάζω ήδη κάτι που πρόκειται να συμβεί σε μελλοντικό χρόνο, κάτι που επιτυγχάνεται μέσω της αναφοράς στη συγγραφική διαδικασία με τα γράψε-σβήσε του Ζοζέ να μας κάνουν μέρος της δημιουργίας.
Εμφανής στη Βουδαπέστη είναι η αναφορά του συγγραφέα Σίκο Μπουάρκε στον νομπελίστα Πορτογάλο Ζοζέ Σαραμάγκου. Σε ένα σημείο του κειμένου ο Ζοζέ Κόστα αναφέρει πως αν είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο τυφλότητες, θα διάλεγε να είναι τυφλός στη λαμπρότητα της θάλασσας. Διαβάζοντάς το θυμήθηκα την ανάγνωση του Περί τυφλότητας και το μυαλό μου συνειρμικά έφερε στο προσκήνιο τη «λευκότητα» που «αντίκρυζαν» οι τυφλοί του Σαραμάγκου.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Σίκο Μπουάρκε ντε Ολάντα γεννήθηκε το 1944 στο Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου ζει και δημιουργεί έως και σήμερα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έζησε ως πολιτικός εξόριστος για λίγα χρόνια στην Ιταλία. Είναι συνθέτης και τραγουδιστής αναγνωρισμένος διεθνώς και έχει χαρακτηριστεί ως ζωντανός θρύλος της βραζιλιάνικης μουσικής. Έχει συγγράψει θεατρικά έργα, ποίηση, πεζογραφία και έχει λάβει πολλά βραβεία για το έργο του. Η Βουδαπέστη (2003) αποτελεί το τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημά του, έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες και τον έκανε παγκοσμίως γνωστό ως σπουδαίο λογοτέχνη. Μεταφράζεται και εκδίδεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα (Εκδόσεις Καστανιώτη, Νοέμβριος 2018).
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΑ