Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι, κατέθεσε η Σιμόν Ντε Μποβουάρ κατακρίνοντας έτσι ένα σφιχτοδεμένο σύστημα που διανέμει τίτλους και καθήκοντα στους ανθρώπους, γαλουχώντας τους σε με τυποποιημένες συμπεριφορές που καταλήγουν να αποτελούν την κοινωνική κανονικότητα.
Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ σε νεαρή ηλικία κατάλαβε πως δεν ήταν μία συμβατική γυναίκα που θα ακολουθούσε τις νόρμες και τα πρότυπα που αναγκαστικά της υποδεικνύονταν. Όταν σε εφηβική ηλικία αποφάσισε να γίνει καλόγρια είχε ήδη διαγραφεί η πορεία της ενάντια στον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο. Όμως η καλόγρια είναι και αυτή μία νύφη, αφοσιωμένη ολότελα και με καρτερική πίστη σε κάτι πνευματικό, το οποίο έχει εκτός των άλλων και ανδρική υπόσταση, τουλάχιστον σε νομιναλιστικά επίπεδα. Η βαθιά της ανάγκη για αναζήτηση διεξόδου την οδήγησε στη μελέτη της Φιλοσοφίας και την κατάκτηση ακαδημαϊκού τίτλου σε ηλικία μόλις 21 ετών. Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, αφού χάνει την πανεπιστημιακή της έδρα από το ναζιστικό καθεστώς, οργανώνεται πολιτικά υιοθετώντας αντιστασιακή δράση και γίνεται συνεκδότρια του περιοδικού ‘Les Temps Modernes’. Της ασκείται οξεία κριτική για τη ζωή, τις ασχολίες και τα ήθη της. Τίθεται στο στόχαστρο ως “γυναίκα”.
Το 1949 εκδίδεται το Δεύτερο Φύλο, έργο που έως και σήμερα θεωρείται η βίβλος του φεμινισμού και απαραίτητο πολιτικό εργαλείο για τη μελέτη του φεμινιστικού κινήματος – και όχι μόνο. Η Μποβουάρ μιλά για τη γυναίκα σε όλες τις κοινωνικές αλλά και πολιτισμικές εκφάνσεις της. Η γυναίκα ως αλληγορία στο μύθο αλλά και ως σύμβολο στη θρησκεία αποτελεί μια προσπάθεια του άνδρα να την καθορίσει, να της δώσει λειτουργίες που η ίδια δεν επέλεξε. Οι πολιτικές ιδεολογίες προσπαθούν να την εντάξουν στη στρατηγική και τα επιχειρήματα τους και μόνο ο σοσιαλισμός επιτελεί με κάποια επιτυχία την ουσιαστική ισότιμη αντιμετώπιση της με τον άνδρα. Παρόλα αυτά, σε όλες τις ερμηνείες, οι οποίες ως επί το πλείστον αποτελούν ανδρικά νοητικά δημιουργήματα η γυναίκα αποτελεί το Άλλο. Η ύπαρξη της αντιμετωπίζεται ως η αντίθετη του άνδρα, συνεπώς πάντα καθορίζεται με βάση την υπόσταση του αρσενικού.
Η Μποβουάρ ως ερωτική σύντροφος ποτέ δεν υιοθέτησε στάση κάλπικης φεμινιστικής καρικατούρας. Δεν επιβράβευσε την καταναγκαστική γυναικεία ταυτότητα αλλά αντί να την αποδομήσει ευτελίζοντας την, νοηματοδότησε την προσωπική της ζωή με μία αυθεντική αλλά και άκρως γοητευτική στάση απέναντι στον έρωτα. Αρνήθηκε την πρόταση γάμου του Σαρτρ και απέφυγε συνειδητά το δρόμο της μητρότητας με στόχο όχι μόνο αυτό που ονομάζεται “καριέρα” αλλά και για να ζήσει απενοχοποιημένα την κάθε στιγμή με τον εκάστοτε σύντροφο που η ίδια επέλεγε. Η προσήλωση της στο μεδούλι της φεμινιστικής δράσης και θεωρίας ήταν ειλικρινής χωρίς να χρειαστεί επιφανειακά περιτυλίγματα. Σίγουρη για την προσωπικότητά της δε φοβήθηκε ούτε τον έρωτα ούτε τη συντροφικότητα, πράγμα που προσθέτει απερίγραπτη γοητεία στη δυναμική ιδιοσυγκρασία της.
Ο γάμος είναι περιορισμός, αστικοποίηση, αλλά και θεσμοθετημένη παρέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών, ήταν η απάντηση της στην πρόταση γάμου του Σαρτρ επειδή η Μποβουάρ είχε ανακαλύψει την απόλυτη ουσία των ερωτικών σχέσεων, στις οποίες δινόταν με σύνεση και πάθος ταυτόχρονα. Τα ερωτικά της γράμματα στον Κλοντ Λανζμάν, αποτελούν απόδειξη της θαρραλέας της προσωπικότητας. Η σχέση της με τον Σαρτρ, η φεμινιστική της ταυτότητα και η κοινωνική της θέση δε στάθηκαν ούτε στιγμή τροχοπέδη στο να πραγματώσει μία σχέση με τον Λανζμάν και με αυτοπεποίθηση να εκφράσει τα αισθήματά της για εκείνον.
«Μέσα στα χέρια σου και θα μείνω εκεί για πάντα. Είμαι η γυναίκα σου, για πάντα».
«Αγαπημένο μου παιδί, είσαι η πρώτη, απόλυτη αγάπη μου, αυτή που συμβαίνει μόνο μία φορά (στη ζωή) ή ίσως ποτέ. Νομίζω ότι δεν θα έλεγα ποτέ αυτά τα λόγια, τα οποία τώρα έρχονται φυσικά σε μένα όταν σε βλέπω – σε λατρεύω. Σε λατρεύω με όλο μου το σώμα και την ψυχή … Είσαι το πεπρωμένο μου, η αιωνιότητα μου, η ζωή μου».
Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ έζησε και πάλεψε για τη γυναικεία αυτοδιάθεση και την απελευθέρωσή της από την άμεση και αναγκαστική σύνδεση με το αντίθετο φύλο. Έμεινε σύντροφος ζωής και επιστήθια φίλη με τον Σαρτρ μέχρι το θάνατο του και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών έχοντας χαράξει ριζοσπαστική τομή στην αντιμετώπιση του γυναικείου φύλου. Ενέπνευσε μια σειρά κυμάτων της φεμινιστικής θεωρίας και δράσης, ενώ το έργο της μελετάτε, κρίνετε και ερμηνεύεται στο σήμερα μέσα από το πεδίο των Women’s, Queer, και Gender Studies.