Απ’ όλες τις κωμωδίες που έχω σκαρώσει ως τώρα, θα τολμούσα να πω ότι αυτή είναι η πιο ηθική, η πιο χρήσιμη, η πιο μορφωτική.
Αυτά δήλωσε ο Ιταλός δραματουργός, Κάρλο Γκολντόνι, στον πρόλογο του έργου του Η Λοκαντιέρα. Ο Γκολντόνι αφιέρωσε το έργο στον Φλωρεντίνο Πατρίκιο, Συγκλητικό και Ιππότη, Τζούλιο Ρουτσελάι, κάτι καθόλου παράλογο καθώς κατά την Αναγέννηση, οι διανοούμενοι και οι συγγραφείς είχαν ανάγκη από κοινωνικές γνωριμίες και ισχυρούς φίλους, οι οποίοι αναλάμβαναν συχνά το ρόλο του προστάτη – μαικήνα. Η Λοκαντιέρα λαμβάνει χώρο στη Φλωρεντία, επίσης ως ένδειξη τιμής στο Ρουτσελάι.
Το έργο παραστάθηκε για πρώτη φορά στο Καρναβάλι της Βενετίας, το 1753.
Κεντρικός χαρακτήρας είναι η Μιραντολίνα, μία νέα γυναίκα, η οποία κατά την έναρξη του έργου έχει πρόσφατα κληρονομήσει το πανδοχείο του πατέρα της και προσπαθεί να αποφέρει κέρδη στην επιχείρηση, εργαζόμενη μαζί με τον υπάλληλο της, Φαμπρίτσιο. Ταυτόχρονα, η εξωτερική της εμφάνιση και ο δυναμικός της χαρακτήρας προσελκύουν στην επιχείρηση δύο ευγενείς, έναν Μαρκήσιο κι έναν Κόμη, οι οποίοι επιθυμούν να την παντρευτούν. Παράλληλα καταφτάνει ένας Ιππότης, με τον οποίο η κεντρική ηρωίδα αποφασίζει να παίξει το παιχνίδι του έρωτα και της κυριαρχίας – από καθαρό βέβαια εγωισμό – ενώ την κατάσταση ολοκληρώνει η άφιξη δύο γυναικών ηθοποιών, οι οποίες έχουν ως στόχο την εξαπάτηση των προαναφερθέντων. Η κατάληξη της ιστορίας είναι η απόφαση της ηρωίδας να επιλέξει η ίδια τη μοίρα της, προτείνοντας γάμο στον υπάλληλο και πιστό φίλο της Φαμπρίτσιο και επιλέγοντας να συμμαχήσουν σε εργασία και ζωή για τη διατήρηση του πανδοχείου.
Η ερωτική αυτή ιστορία δεν είναι παρά αφορμή για το σχολιασμό κοινωνικών φαινομένων , τα οποία είχε παρατηρήσει ο συγγραφέας. Μέσα από μία απλή και δημοφιλή – για τη δραματουργία της Αναγέννησης – συνθήκη κωμικών παρεξηγήσεων που λαμβάνουν χώρο αποκλειστικά στο πανδοχείο της ηρωίδας, ο Γκολντόνι αποφασίζει να ασκήσει σφοδρή κριτική στα νέα ήθη της εποχής του και κυρίως στην υποκρισία κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχική στην αστική τάξη.
Η Θέατρο εν θεάτρω τεχνική, η οποία εμφανίζεται με τις δύο ηθοποιούς, οι οποίες αποφασίζουν να υποδυθούν τις γαλαζοαίματες και συναναστρέφονται με τους ευγενείς άνδρες του πανδοχείου, είναι ενδεικτικό στοιχείο σάτιρας του Γκολντόνι. Οι δύο άνδρες βέβαια δεν αποτελούν μεγάλη εξαίρεση και ο συγγραφέας τους τοποθετεί να μην απέχουν πολύ από τις “απατεώνισσες” γυναίκες που προαναφέρθηκαν. Ο ένας δεν ήταν παρά ένας πολίτης, ο οποίος αγόρασε τον τίτλο ευγενείας του και ο άλλος παρά την καταγωγή του είναι φτωχότερος και από την εργαζόμενη Μιραντολίνα! Τέλος ο Ιππότης δεν είναι παρά ένας άξεστος και δίχως τρόπους ή παιδεία άνθρωπος. Με αυτόν τον τρόπο ο Γκολντόνι προτείνει μία απομυθοποίηση των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων, θέτοντας το πρόσημο των χρημάτων και για να δείξει την ευτέλεια των δήθεν “ευγενικών καταγωγών” αλλά και για να σηματοδοτήσει τη νέα εποχή, όπου το χρήμα θα κινεί τα νήματα. Θα ορίζει τον κόσμο και της σημασίες του αποκλειστικά!
Σε σχέση με το γυναικείο στοιχείο, δεν είναι παράλογο πως το κείμενο αυτό του Γκολντόνι αποτελεί μέχρι και σήμερα δημοφιλέστατη πρώτη ύλη στο δραματολόγιο!
Η Μιραντολίνα είναι γυναίκα, νέα, επιχειρηματίας, δίχως κηδεμόνα. Παρά την περιουσία της δεν επαναπαύεται και εργάζεται η ίδια χειρωνακτικά στο πανδοχείο εκτελώντας ακόμη και χρέη καμαριέρας, δίχως να είναι απαραίτητο. Έχει τη δυνατότητα να μετακινηθεί, να γνωρίσει τον έξω κόσμο, να απομακρυνθεί από τον κόσμο που μέχρι τότε είχε γνωρίσει. Δε το επιλέγει, όχι από ανασφάλεια, αλλά άκρως συνειδητά! Φλερτάρει απελευθερωμένα αλλά εν τέλει αποφασίζει μόνη της εάν, πότε και ποιον θα παντρευτεί. Πραγματοποιεί την πρόταση ως επαγγελματική συμφωνία καθώς ενδιαφέρεται μέσα από αυτή, να διατηρήσει τη μοναδική πηγή της δύναμής της, την επιχείρησή της. Η σύγκρουσή της με τον Ιππότη έχει καθαρά φεμινιστική έκβαση, καθώς η Μιραντολίνα αδιαφορεί για την πιθανή ολοκλήρωση μιας σχέσης αλλά θίγεται με την αυτοπεποίθηση του ήρωα και την αλαζονική συμπεριφορά του απέναντι στην αξία της. Θίγεται το φύλο της. Ο Γκολντόνι προβλέπει τη νέα θέση της γυναίκας, μακριά από την τοποθέτηση της σε κοιτώνες, βάθρα ή φυλακές. Η αστική τάξη ήρθε να αποθεώσει το άψυχο χρήμα και όχι το ανδρικό ή το γυναικείο φύλο.
Σήμερα η ηρωίδα θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε εργαζόμενη γυναίκα, η οποία οδηγείται από τον κοινωνικό μηχανισμό προς μία χορογραφία ισορροπίας ανάμεσα σε καριέρα, οικογένεια, αυτοεκτίμηση και πάλη ενάντια στις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει καθημερινά εξαιτίας του βιολογικού της φύλου.
Carlo Goldoni
Πηγή εικόνας: sansimera.gr