
Η ταινία
Στις 17 Δεκεμβρίου 1964 προβάλλεται για πρώτη φόρα, σε παγκόσμια πρεμιέρα στην Αμερική, η ταινία Zorba the Greek. Η ταινία αποτελεί κινηματογραφική διασκευή του μνημειώδους έργου του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» σε σενάριο, παραγωγή και σκηνοθεσία του- ήδη διεθνώς αναγνωρισμένου, λόγω της ταινίας «Ηλέκτρα»- ελληνοκύπριου σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, φωτογραφία του Walter Lassally και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αναλαμβάνουν οι ηθοποιοί Anthony Quinn (Ζορμπάς) και Alan Bates (αφεντικό). Οι υπόλοιποι ρόλοι διανέμονται ανάμεσα σε καταξιωμένους ηθοποιούς τόσο του ελληνικού όσο και του ξένου υποκριτικού στερεώματος, όπως η Λίλα Κέντροβα στο ρόλο της Μαντάμ Ορτάνς– ερμηνεία για την οποία τιμήθηκε με όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου- και τους έλληνες: Ειρήνη Παπά (χήρα), Γιώργο Φούντα (Μαυραντώνης), Σωτήρη Μουστάκα (Μιμηθός), Τάκη Εμμανουήλ (Μανόλακας), Ελένη Ανουσάκη (Λόλα). Τη διεθνή διανομή της ταινίας αναλαμβάνει η αμερικανική εταιρεία παραγωγής 20th Century Fox.
Παγκόσμια πρεμιέρα
Η παγκόσμια πρεμιέρα θα πραγματοποιηθεί στον Κινηματογράφο Sutton της Νέας Υόρκης μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού και γρήγορα θα λάβει διθυραμβικές κριτικές από τον αμερικανικό τύπο. Από την πρώτη κιόλας στιγμή φάνηκε πως η ταινία του Κακογιάννη θα αποτελούσε μείζον κινηματογραφικό γεγονός, κάτι που αποδεικνύεται απ’ την αρχή ως πρόθεση του ελληνοκύπριου σκηνοθέτη (λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη σκηνοθετική του ματιά όσο και την επιλογή των συντελεστών σε κρίσιμες θέσεις –Διευθυντή φωτογραφίας καθώς και των δύο πρωταγωνιστικών προσώπων).

Η κριτική
Ακολουθεί η προβολή της ταινίας Zorba the Greek σε Γαλλία και Αγγλία ώσπου να φθάσει στις ελληνικές αίθουσες στις 15 Μαρτίου 1965. Βεβαίως και οι εφημερίδες της εποχής δεν απέχουν απ’ το σημαντικό γεγονός, γράφονται εκτενείς κριτικές- αρκετές που επευφημούν την ταινία- ενώ εμπλέκεται και μέρος του πολιτικού κόσμου, παίρνοντας θέση για ορισμένες σκηνές του φιλμ και κρίνοντάς τες «εθνικά αναξιοπρεπείς» ή προσβλητικές απέναντι στον Κρητικό λαό[1].
Ακόμη και σήμερα, πενήντα επτά χρόνια μετά την πρώτη προβολή της ταινίας και παρά την σαφή τοποθέτησή της στη «θυρίδα» των κλασικών ταινιών εγείρονται πολλά ερωτήματα. Ίσως το σημαντικότερο να είναι εάν ανταποκρίθηκε στην υψηλή αισθητική και την αιώνια, πανανθρώπινη ιδεολογία του βιβλίου του Καζαντζάκη ή αποτέλεσε μια φολκλορική αναπαράσταση ενός ελληνικού στερεοτύπου, με έναν Ζορμπά «που μαζί με την ντασσενική Ίλυα, συνθέτουν το δίπτυχον της γελοιογραφίας της Ελλάδας» όπως είχε γράψει στην κριτική της, στην εφημερίδα Καθημερινή, η προσφάτως αποθανούσα κριτικογράφος Ροζίτα Σώκου[2]. Φυσικά μπορεί να μην είναι απόλυτα ακριβές τίποτα από τα δύο.
Ένα είναι σίγουρο· πως ο πιο ασφαλής δρόμος για να κριθεί μια ταινία τέτοιου βεληνεκούς, όπως το Zorba the Greek απαιτεί να την κρίνουμε με αυστηρά κινηματογραφικούς όρους και βεβαίως να κατανοήσουμε την όποια διακαλλιτεχνική ρευστότητα απαιτείται για την μεταπήδηση απ’ το ένα είδος στο άλλο (λογοτεχνία-κινηματογράφος).
Συζήτηση με τον πανεπιστημιακό Θανάση Αγάθο
Με αφορμή, λοιπόν, την 57η επέτειο της πρώτης προβολής της ταινίας, μιλά αποκλειστικά στο Maxmag ο επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και συγγραφέας Θανάσης Αγάθος. Ο κος Αγάθος με πλούσιο ερευνητικό έργο, μεταξύ άλλων, και γύρω από το φαινόμενο «Ζορμπάς» απαντά σε ορισμένες ερωτήσεις μας και φωτίζει άγνωστες πτυχές του διάσημου φιλμ. Έργα του που καταπιάνονται με το παραπάνω φαινόμενο, είναι η χαρακτηριστική μονογραφία του Από το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» στο Zorba the Greek (Αιγόκερως, 2007) καθώς και το σύγγραμμα του Ο Νίκος Καζαντζάκης στον Κινηματογράφο (Gutenberg, 2017).

Κύριε Αγάθο, ποιες θα λέγατε, επιγραμματικά, πως είναι οι βασικές διαφοροποιήσεις μεταξύ βιβλίου και ταινίας και πως θα αξιολογούσατε τις επιλογές του Κακογιάννη στο Zorba the Greek;
Η ταινία του Κακογιάννη αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη. Η μεγαλύτερη διαφοροποίηση είναι ότι η ταινία του Κακογιάννη μετατρέπει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του μυθιστορήματος σε τριτοπρόσωπη, παρακάμπτει τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή του μυθιστορήματος του Καζαντζάκη και άρα υποβαθμίζει τον χαρακτήρα του Αφεντικού και εξοβελίζει οτιδήποτε σχετίζεται με τον εσωτερικό του κόσμο, τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του, τα διαβάσματά του. Επιπλέον, το Αφεντικό στο φιλμ είναι μισός Άγγλος, μισός Έλληνας, άρα παρατηρεί τα πράγματα με μεγαλύτερη αποστασιοποίηση και με μια περισσότερο έντονη δυτικοευρωπαϊκή ματιά σε σχέση με τον χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Καθοριστική είναι, επίσης, στην ταινία η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στη στενή πνευματική και ψυχική σχέση του Αφεντικού με τον Γιάννη Σταυριδάκη, εξιδανικευμένο χαρακτήρα του μυθιστορήματος και φορέα του μεγαλοϊδεατισμού, που κινείται στον ιδεολογικό χώρο του Ίωνος Δραγούμη και βρίσκεται μονίμως στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, αλλά και στον αντίποδα τόσο του Ζορμπά όσο και του Αφεντικού. Επιπρόσθετα, το τέλος της ταινίας, με την υπέροχη σκηνή του χορού των δύο αντρών, σκηνή που έχει προσλάβει πλέον μυθικές διαστάσεις, είναι ένα τέλος πολύ πιο ανοιχτό και αισιόδοξο από αυτό του μυθιστορήματος, που παρουσιάζει τον χωρισμό των δύο αντρών και τον θάνατο του Ζορμπά.
Όλες οι παραπάνω επιλογές του σεναριογράφου-σκηνοθέτη φαίνονται, σε μεγάλο βαθμό, δικαιολογημένες, όταν φτάσει κανείς στο –άριστα χορογραφημένο φινάλε– της ταινίας με τον χορό των δύο αντρών: μοιάζει σαν όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις του Κακογιάννη από το καζαντζακικό μυθιστόρημα να αποσκοπούν στη λυτρωτική αυτή τελική σκηνή, που όχι μόνο επισφραγίζει τη φιλία των δύο ηρώων και την πλήρη αποδοχή από την πλευρά του Αφεντικού των κωδίκων επικοινωνίας του Ζορμπά, αλλά και υπογραμμίζει ότι όλη η ταινία νοείται από τον Κακογιάννη όχι μόνο σαν ένα ταξίδι στην Κρήτη, αλλά σαν ένα ταξίδι αυτογνωσίας όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν, όπου η θλίψη και η χαρά, ο θάνατος και η ζωή συνυπάρχουν, όπου το πένθος διαδέχεται ο χορός.

Πως παρουσιάζεται η κριτική υποδοχή της ταινίας τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό; Υπήρξε γενικότερα σύμπνοια ή παρατηρούμε αντικρουόμενες απόψεις;
Η ταινία του Κακογιάννη διχάζει τους Έλληνες κριτικούς, που χωρίζονται σε τρία «στρατόπεδα»: αυτούς που επαινούν ανεπιφύλακτα την ταινία, αυτούς που επισημαίνουν περισσότερες αρετές και λιγότερες αδυναμίες και αυτούς που είναι κατακεραυνωτικοί. Στα Νέα η Παπαδοπούλου, η πλέον διθυραμβική από τους Έλληνες κριτικούς, μιλάει για έργο «ανθρώπινο και βαθύ σαν δημοτικό, βουνήσιο τραγούδι». Αναγνωρίζονται από αρκετούς κριτικούς η εικονογραφική δύναμη, η ένταση της σκηνοθεσίας και οι θαυμάσιες ερμηνείες του Quinn και της Kedrova. Επαινούνται, επίσης, το παίξιμο της Παπά, η φωτογραφία του Lassally και η σκηνογραφία του Φωτόπουλου. Παραδόξως, διχάζει η μουσική του Θεοδωράκη: αν ο Μοσχοβάκης στην Αυγή μιλάει για «θαυμαστή μαεστρία», ορισμένοι επικρίνουν το γεγονός ότι αποτελεί απάνθισμα γνωστών μοτίβων του συνθέτη και η πολύ κακή κριτική της Εστίας τη βρίσκει «αναξία λόγου». Επικρίνεται η ερμηνεία του Bates, στάση που συνδυάζεται με αμφισβήτηση (από τον Πλωρίτη) της μεταμόρφωσης του συγγραφέα σε Άγγλο. Επιπλέον, ο σκηνοθέτης κατηγορείται για τουριστική απόδοση του μυθιστορήματος, στα χνάρια της ταινίας Ποτέ την Κυριακή. Έντονη συζήτηση προκαλούν οι σκηνές της δολοφονίας της χήρας και της σκύλευσης της νεκρής Ορτάνς. Η Παπαδοπούλου αναγνωρίζει τη δύναμή τους και εντοπίζει μπουνιουελικές αποχρώσεις στη δεύτερη, η Μητροπούλου στην Αθηναϊκή υποστηρίζει ότι, παρά τις διαφορές τους από το βιβλίο, έχουν αποδοθεί συγκλονιστικά. Ωστόσο, η Σώκου της Καθημερινής τις θεωρεί μισογυνικές, η Καλκάνη της Απογευματινής χαρακτηρίζει απαράδεκτη και προσβλητική για την Κρήτη την περιγραφή του λυντσαρίσματος της χήρας, που στο μυθιστόρημα αποδίδεται ελλειπτικά, χωρίς τη φρικιαστική έκταση της εικόνας, ενώ ο αριστερός Μοσχοβάκης εντοπίζει στο βιβλίο τη ρίζα του κακού για τον αποτροπιασμό που προκαλούν οι συγκεκριμένες σκηνές.
Στις αμερικανικές κριτικές η ταινία χαρακτηρίζεται «συναρπαστική τραγικωμωδία», εκθειάζονται η «θριαμβευτική» ερμηνεία του Quinn, η φωτογραφία και η βακχική διάσταση της σκηνοθεσίας. Αδυναμίες που εντοπίζονται είναι η έλλειψη μιας καθοριστικής σύγκρουσης με τον κεντρικό χαρακτήρα και το χαλαρό μοντάζ.
Στη Γαλλία οι κριτικοί επαινούν το ομοιογενές ύφος, την πυκνότητα της αφήγησης,την επινοητική σκηνοθεσία και τις επιρροές από την τραγωδία και υμνούν τους Quinn, Kedrova και Παπά. Υπάρχουν, πάντως, και ελάχιστες αρνητικές κριτικές, που χαρακτηρίζουν το φιλμ χυδαίο ή ταπεινωτικό και επιδειξιομανές.
Στην Αγγλία οι κριτικοί σημειώνουν ότι το μυθιστόρημα κινηματογραφήθηκε με το πάθος και τη μεγαλοπρέπεια της αρχαίας τραγωδίας, επαινούν τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών και αναφέρονται διεξοδικά στην πληθωρική προσωπικότητα του Ζορμπά-Quinn.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης χαρακτήρισε την ταινία του με τον όρο «αναρχική κωμωδία». Γιατί πιστεύετε πως χρησιμοποίησε αυτό τον όρο;
Πιθανόν γιατί ο χαρακτήρας του Ζορμπά εμφανίζεται να αμφισβητεί την έννοια της πατρίδας και να απεχθάνεται οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, οποιαδήποτε πολιτική ιδεολογία, οτιδήποτε μπορεί να καταπιέσει μια ελεύθερη ψυχή.
Ο χαρακτήρας του «αφεντικού» στο βιβλίο παρατηρούμε να βάλλεται ουκ ολίγες φορές από υπαρξιακά ερωτήματα και να αναζητεί τη λύτρωση. Οι φιλοσοφικοί στοχασμοί και οι αγωνίες του έρχονται συχνά σε αντίθεση- ή κάπως αλληλοσυμπληρώνονται- με το γενικότερο μότο του carpediem που εκπροσωπεί ο Ζορμπάς. Θεωρείτε πως αυτό το δίπολο αποτυπώθηκε με κάποιον τρόπο στην ταινία ή η ιδιαίτερη περσόνα του Ζορμπά υπερκέρασε τον έτερο χαρακτήρα;
Στην ταινία η πληθωρική περσόνα του Ζορμπά υπερκέρασε τον χαρακτήρα του Αφεντικού, ο οποίος βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο, ουσιαστικά μένει στη σκιά του Ζορμπά, εμφανίζεται πιο αδύναμος και πιο άτολμος από τον αντίστοιχο χαρακτήρα του μυθιστορήματος, χωρίς φιλοσοφικό βάθος και ουσιαστικά χωρίς παρελθόν. Στην ταινία, καθώς απουσιάζει το βουδιστικό πλαίσιο, η ερωτική ένωση του Αφεντικού με τη χήρα δεν έχει ευρύτερες συνυποδηλώσεις –πέρα από την πολύ προφανή αίσθηση ότι ο συνεσταλμένος διανοούμενος ξεπερνά προσωρινά την ερωτική δειλία του. Ωστόσο, το Αφεντικό της ταινίας παρουσιάζεται πιο ρομαντικός, ιπποτικός και τρυφερός απέναντι στη χήρα, σε σχέση με τον αντίστοιχο χαρακτήρα του μυθιστορήματος.
Αναμφίβολα η ταινία αποτέλεσε μια από τις πιο επιτυχημένες διεθνείς παραγωγές και – αν όχι συμβολοποιήθηκε- σίγουρα εντυπώθηκε στην παγκόσμια συνείδηση ως μια ταινία- εκφραστής των ελληνικών αξιών. Που θα αποδίδατε αυτή τη μεγάλη εμπορική επιτυχία αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ξεπέρασε την ήδη εκτενή υποδοχή του βιβλίου;
Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας Zorba the Greek οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στο γεγονός ότι ο Μιχάλης Κακογιάννης ήταν ένα πολύ μεγάλο ταλέντο, που βρισκόταν τότε στην καλύτερη στιγμή του, έχοντας στο ενεργητικό του σημαντικές ταινίες που είχαν διακριθεί σε ξένα φεστιβάλ και στο κύκλωμα των κινηματογραφικών αιθουσών τέχνης των ΗΠΑ και της Ευρώπης (Στέλλα, Το κορίτσι με τα μαύρα, Το τελευταίο ψέμα, Ηλέκτρα) και διάλεξε ένα νεοελληνικό μυθιστόρημα που είχε ήδη σημειώσει τεράστια διεθνή επιτυχία, ενός συγγραφέα που στα μάτια του ξένου κοινού είχε ταυτιστεί με τη νεότερη Ελλάδα. Καθοριστική υπήρξε η συμβολή της φωτογραφίας του Lassally, της μουσικής του Θεοδωράκη και των τεσσάρων πρωταγωνιστών, ειδικά του Quinn, που ταυτίστηκε με τον ρόλο του Ζορμπά. Και βέβαια, έπαιξε μεγάλο ρόλο το γεγονός ότι την παγκόσμια διανομή της ταινίας είχε η πανίσχυρη εταιρεία 20thCenturyFox.
Το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη ήταν ήδη διεθνές best-seller πριν την ταινία του Κακογιάννη. Ωστόσο, η ταινία εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή για να το μεταπλάσει κινηματογραφικά και να το κάνει γνωστό και σε νεότερες γενιές αναγνωστών στην Ελλάδα και το εξωτερικό . Η αντοχή του βιβλίου και της ταινίας στον χρόνο είναι αξιοθαύμαστη και από ένα σημείο και μετά η λέξη «Ζορμπάς» παραπέμπει ταυτόχρονα στο βιβλίο του Καζαντζάκη, στην ταινία του Κακογιάννη, στον Anthony Quinn και στη μουσική του Θεοδωράκη.

Ποια σκηνή της ταινίας θα αναδεικνύατε για την αισθητική της αξία και ποια ερμηνεία θα ξεχωρίζατε- αν ξεχωρίζετε κάποια- ως κορυφαία;
Ξεχωρίζω τη σκηνή του θανάτου της μαντάμ Ορτάνς και τη σκηνή του τέλους με τον χορό των δύο αντρών. Κορυφαίες ερμηνείες δίνουν τόσο ο Anthony Quinn όσο και η Lila Kedrova. Δύσκολα φαντάζομαι τον Ζορμπά και την Ορτάνς ερμηνευμένους από άλλους ηθοποιούς.
Τέλος, και ξεφεύγοντας λίγο από το Zorba the Greek, γνωρίζουμε πως ασχολείστε ερευνητικά με τη σχέση κινηματογράφου- λογοτεχνικών έργων- λογοτεχνών. Πρόσφατα, μάλιστα, εκδόθηκε το νέο σας βιβλίο Ο Άγγελος Τερζάκης και ο Kινηματογράφος (εκδ. Gutenberg 2020).Ποιος θα λέγατε πως είναι ο καλλιτεχνικός συσχετισμός μεταξύ λογοτεχνίας και 7ης τέχνης; Κρίνετε γενικότερα αξιόλογη την οπτικοακουστική μεταφορά σημαντικών κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εντός και εκτός ελληνικού χώρου;
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος τροφοδοτούν ακατάπαυστα το ένα το άλλο. Η ιδέα της χρήσης ενός λογοτεχνικού έργου ως βάσης, ως πηγής για τη δημιουργία μιας κινηματογραφικής ταινίας, γοητεύει σκηνοθέτες, σεναριογράφους και παραγωγούς, αλλά και οι συγγραφείς και οι ποιητές εμπνέονται από την έβδομη τέχνη και ενσωματώνουν κινηματογραφότροπα στοιχεία στα έργα τους.
Ως προς τη μεταφορά της νεοελληνικής λογοτεχνίας στον κινηματογράφο, προφανώς έχουν υπάρξει αρκετές αξιόλογες προσπάθειες. Ωστόσο, ο αριθμός των ελληνικών ταινιών που στηρίζονται σε λογοτεχνικά έργα είναι μάλλον μικρός σε σχέση με το σύνολο της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής. Ο πλούτος της νεοελληνικής λογοτεχνίας, παλαιότερης και νεότερης, δεν έχει αξιοποιηθεί στον βαθμό που θα ήταν δυνατόν. Ενδιαφέρον είναι, πάντως, ότι τρία παγκοσμίως γνωστά μυθιστορήματα του Καζαντζάκη (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Αλέξης Ζορμπάς, Ο τελευταίος πειρασμός) αποτέλεσαν πηγή για τρεις διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές (με τις σκηνοθετικές υπογραφές των Jules Dassin, Μιχάλη Καλογιάννη, Martin Scorsese αντίστοιχα), όπως και το επίσης διάσημο Ζ. Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος του Βασίλη Βασιλικού υπήρξε η βάση για το αριστουργηματικό Ζ του Κώστα Γαβρά.
[1] Βλ. Θ. Αγάθος «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον Κινηματογράφο», Gutenberg, Αθήνα, 2017, σ.198-199
[2] Ρ.Σώκου, «Η κινηματογραφική εβδομάς. Εντυπώσεις και κρίσεις», Η Καθημερινή, 17 Μαρτίου 1965, σ.4