Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Κεφαλάς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γνωστός απλά ως Θεόφιλος, αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους αυτοδίδακτους λαϊκούς ζωγράφους της ελληνικής παράδοσης που κατέληξε να αναγνωριστεί το ταλέντο του μετά θάνατον με καταγωγή από τη Βαρειά της Λέσβου. Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική εκδηλώθηκε από νωρίς και ήταν αντιστρόφως ανάλογο με την απόδοσή του στα σχολικά θρανία.
«Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία. Την ξέρω όπως την λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις» έλεγε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.
Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του έβάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε σε καφενέδες στη Λέσβο, σε μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που έχει μείνει ανεξίτηλο το πέρασμά της ζωγραφικής του δημιουργίας αν σώζονται ακόμη. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Ο κόσμος τον περιγελούσε και του έκαναν αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μια ανεμόσκαλα με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει… Ο «ζερβοκουτάλας», καθώς ήταν αριστερόχειρας, ο «μισακάτης», ο «αχμάκης», όπως τον αποκαλούσαν εμπαικτικά, επρόκειτο να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην ιστορία της ελληνικής τέχνης.
Τα πρώτα χρόνια του Θεόφιλου στη Μυτιλήνη
Τα βιογραφικά στοιχεία για το Θεόφιλο είναι σκόρπια και ασαφή. Υπήρξε ένας εξαιρετικός Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, που γεννήθηκε μεταξύ του 1867 και 1870 στη Βαρειά Μυτιλήνης και το 1934 έφυγε από τη ζωή σχεδόν άγνωστος ακόμα. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φοίτησε σε σχολείο και έμαθε λιγοστά γράμματα. Στο σχολείο ήρθε σε επαφή με την αρχαία Ελλάδα αλλά και με τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης. Προσπάθησε να μάθει διαβάζοντας και ακούγοντας.
Ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί ενώ η αριστεροχειρία και ο τραυλισμός του τον καθιστούσαν διαφορετικό και αντικείμενο σκωπτικών πειραγμάτων από τους συνομήλικούς του. Η ενδυμασία του τον ξεχωρίζει από τα παιδιά της ηλικίας του: «. . . Φορούσε φουστανέλα, μια κάπα χειμώνα – καλοκαίρι και τουζλούκια. Κρέμαγε ένα ντορβά στον ώμο. Μες τον ντορβά είχε μπηγμένο ένα ξύλο απάνω στο οποίο ήταν καρφωμένη μια Βυζαντινή σημαία. Ένας αετός μαύρος σε κίτρινο βάθος ..».
Ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο της ζωγραφικής στο εργαστήριο του παππού του, όταν εκείνος ζωγράφιζε. Ο παππούς του τον λάτρευε και ήταν γνωστός αγιογράφος στη Μυτιλήνη. Τον κάθιζε στα πόδια του, τον αγκάλιαζε και του έδειχνε τη ζωγραφική του, του έλεγε ιστορίες: για τους βίους των αγίων, τους ήρωες του 1821, τον Μέγα Αλέξανδρο. Αυτοί οι ήρωες θα αποτυπωθούν στο έργο του Θεόφιλου. Το πατρικό σπίτι του ζωγράφου ήταν ένα μικρό απέριττο κτίσμα με αυλή χωρίς κήπο. Στο υπόγειο αυτού του σπιτιού ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ζωγράφισε τα πρώτα του έργα. Κατέφευγε στη μοναξιά, κλειδωνόταν στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού και ζωγράφιζε τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ στη Σμύρνη
Από τη Λέσβο έφυγε σε ηλικία 18 περίπου ετών και πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του στη Σμύρνη. Στη Σμύρνη, έσμιγε η Ανατολή με τη Δύση. Ο πολιτισμός της Μ. Ασίας συναντούσε την Ευρώπη, σε μια γωνία του κόσμου που ανθούσε ο ελληνισμός. Ντυμένος πάντα με τη φουστανέλα του, έζησε για λίγο καιρό στη Σμύρνη και είχε αυτοδιοριστεί «θυροφύλαξ» του Ελληνικού Προξενείου, καθώς πίστευε πως φυλάει τη θύρα των παραδόσεων του ελληνισμού. Από την μικρασιατική πόλη έφυγε ύστερα από κάποιο επεισόδιο για να φτάσει στην Αθήνα, όπου κατά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 επιχείρησε να καταταγεί στο στρατό, χωρίς όμως να γίνει δεκτός.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φτάνει στο Βόλο
Σε ένα από τα τέσσερα χειρόγραφα που έχει αφήσει γράφει:«…Τέλος φθάσαμε στην Αθήνα και εγώ περπάταγα μοναχός στο δρόμο και κράταγα τη σημαία μου και τραγουδούσα πολεμικά τραγούδια στο δρόμο που πάει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Μπροστά στην παράγκα του φόρου απάντησα ένα κάρο που τράβαγε για την Αθήνα. Ανέβηκα σ’ αυτό κρατώντας πάντα τη σημαία μου και φωνάζοντας “ζήτω” μ’ όλη μου τη δύναμη. Επειδή δεν μας κατέταξαν στην Αθήνα επήγα στο Βόλο και εκεί με πήρανε εθελοντή. Βρέθηκα στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού μαζί με άλλους αντάρτες…».
Από εκεί φεύγει για τη Μαγνησία, στο Βόλο και στο Πήλιο, όπου θα περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα περί τα 30 χρόνια της ζωής του, και θα δημιουργήσει πλήθος σημαντικών έργων. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φτάνει στο Πήλιο το 1899. Από τότε και για πολλά χρόνια αργότερα περιπλανιέται στα πηλιορείτικα χωριά ως έμπειρος πλέον ζωγράφος και ζει από τη ζωγραφική του. Στη ζώνη της φουστανέλας του είχε πινέλα και χρώματα που τα έφτιαχνε ο ίδιος. Τα πινέλα από τρίχες αλόγου και για τα χρώματα κοπανούσε λουλούδια και χορτάρια που έβρισκε στην φύση μαζί με κρεμμύδια και φλούδες ροδιού. Μετά τα ανακάτευε με τις μπογιές των μπογιατζήδων. Για να δέσουν όλα, κάποιες φορές πρόσθετε γάλα συκιάς ή αυγό.
Στο Πήλιο ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ζούσε φτωχικά ζωγράφιζε για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Συχνά ζωγράφιζε τοίχους καφενείων ή σπιτιών για ένα κερδίσει ένα πιάτο φαγητό. Όταν τέλειωνε τα έργα του έπαιρνε στο χέρι κάποιες φορές και εκτός του φαγητού και μερικά κέρματα που μόλις ξεπερνούσαν την αξία των υλικών που χρησιμοποιούσε. Καταλάβαινε την ευτέλεια της αμοιβής και συχνά έλεγε πως δεν πουλάει τα έργα του αλλά τα χαρίζει. Το πενιχρό του εισόδημα τον ανάγκαζε πολλές φορές να καταγίνεται και με άλλες ασχολίες για να επιβιώσει όπως το κόψιμο των ξύλων, ασβεστώνοντας τοίχους, κουβαλώντας νερό, και ότι άλλη δουλειά έβρισκε.
Εξίσου συχνά έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης ειδικά λόγω της επιλογής του, από μια ηλικία και μετά, να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως οι ήρωες που απεικόνιζαν τα έργα του. Τον αποκαλούσαν «ζερβοκουτάλα», καθότι ήταν αριστερόχειρας, «μισακάτη», «σοβατζή» και «φουστανέλα». Ζωγράφιζε σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια, όπως στο χωριό Μηλιές ενώ φιλοτέχνησε την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, αλλά και πολλά σπίτια, ελαιοτριβεία, φούρνους, μύλους και άλλα. Στο Βόλο ζωγραφίζει και πλήθος επιγραφών στα προσφυγικά των εκδιωχθέντων από την Μικρά Ασία. Δυστυχώς, πολλά από τα έργα του έχουν καταστραφεί είτε από σεισμούς και πυρκαγιές, είτε από κατεδαφίσεις και αμέλεια.
Οι ζωγραφιές του Θεόφιλου στο Πήλιο στολίζουν τις αίθουσες υποδοχής, τα μαγαζιά, τα σπίτια. Ένας Ανακασιώτης άρχοντας της εποχής, Ο Γιάννης Κοντός φιλοξενεί το φτωχό ζωγράφο. Ως αντάλλαγμα ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ φιλοτέχνησε το αρχοντικό του, το οποίο σήμερα θεωρείται το σπουδαιότερο μνημείο της τέχνης του Θεόφιλου. Ο Γιάννης Κοντός ο πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του 1821, αρχαίους θεούς και τοπία. Ο γαιοκτήμονας συνήθιζε να λέει για τον Θεόφιλο : «Αυτός, παιδί μου, ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια». Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο.
Η ντελικάτη φύση του αλλά κυρίως η επιλογή του από μια ηλικία και μετά, να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως ακριβώς οι ήρωες που απεικονίζονταν στα έργα του, σε συνδυασμό με την τραχύτητα της εποχής, τον έφερναν συχνά σε δύσκολη θέση, καθώς έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης. Ένα ιδιαίτερα σκληρό περιστατικό έλαβε χώρα στον Βόλο, το 1927, μετά από αυτό τρόμαξε τόσο και επέστρεψε στην Μυτιλήνη. Λέγεται ότι κάποιος, για να διασκεδάσει τους θαμώνες ενός καφενείου, έριξε τον Θεόφιλο από μια σκάλα, όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Την αναχώρησή του περιέγραψε ο αγωγιάτης που τον μετέφερε στο λιμάνι : «…Ένα πρωί ήρθε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ και με λέει να του πάω τα πράγματα του στο Βόλο. Γιατί ρε Θεόφιλε; “ Θέλω να φύγω”, λέει. “ Θα πάω στην πατρίδα”. “Αποφάσισα για την πατρίδα”. Δεν ήθελα να πάω. Θα χασομερούσα. Μου λέει η μακαρίτισσα η μάνα μου:«Άντε μωρέ κάντου ένα καλό του καημένου. Που λες τον φόρτωσε τα πράγματα απ’ την πλατεία δύο μπαούλα, τι είχαν μέσα – Θεός ξέρει. Ξεκινήσαμε κατά τις 2 η ώρα το μεσημεράκι να κάνουμε ίσα κάτου. Το σελάχι του το είχε γεμάτο: μια κουμπούρα απ’ εδώ, μια κουμπούρα απ’ εκεί. Μόλις φτάνουμε εκεί στις , παράγκες που’ ταν οι πρόσφυγες, κολλά η μαρίδα από κοντά, πλήθος. Και “βίρα” να τον φωνάζουνε και να τον πειράζουνε. Φτάσαμε λοιπόν στην παραλία, ήρθε και μια βάρκα από μέσα, μας βοήθησε – Θυμάμαι και το πλοίο, ένα πλοίο, το “ Αρκαδία” ήτανε, είχε ένα μακρύ φουγάρο – Βάζω λοιπόν στη Βάρκα τα μπαούλα. Μπαίνει και ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ μέσα όρθιος. Όχι να καθήσει, όρθιος. Μόλις ανοίγει καμιά πενηνταριά μέτρα, βγάζει την κουμπούρα και … μια μπούβ απ’ εδώ, μια μπούβ απ’ εκεί. Όξω ζητωκραυγές απ’ τη μαρίδα. Ναι κι έφυγε …»
‘‘Όλα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφική’’
Ο λαογράφος Κίτσος Μακρής, στο βιβλίο του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο», αφηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία που αποδεικνύει αυτό που είχε υποστηρίξει και ο Κώστας Ουράνης ότι «Η προοπτική δεν ενδιέφερε καθόλου τον Θεόφιλο, την είχε στείλει περίπατο». Μια φορά κι έναν καιρό καθώς λένε ένας φούρναρης παράγγειλε σ’ ένα φτωχό ζωγράφο να τον ζωγραφίσει την ώρα που φούρνιζε ψωμιά. Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει, κι όταν καταπιάστηκε να εικονίσει το φουρνιστήρι, αντί να το φτιάξει οριζόντιο, σύμφωνα με την προοπτική, το έφτιαξε κάθετο δείχνοντας όλο του το πλάτος. Έπειτα με τον ίδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι κι ένα καρβέλι. Πέρασε ένας έξυπνος άνθρωπος και του είπε: «Το ψωμί έτσι που το βάλες, θα πέσει». Ο ζωγράφος αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι: «Έννοια σου∙ μόνο τ’ αληθινά ψωμιά πέφτουν. Τα ζωγραφισμένα στέκουνται∙ όλα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφιά!».
Η επιστροφή στη Μυτιλήνη
Ο ζωγράφος επιστρέφει στην πατρίδα του το 1927. Εργάζεται στα χωριά γύρω από τη Μυτιλήνη. Τα 8 χρόνια που έζησε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ στο νησί του ήταν μια περίοδος έντονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εικάζεται πως αφορμή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος, για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους, έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε, με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι του, το χέρι του και να σπάσει δύο πλευρά.
Στην Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Όλο το νησί γέμισε με τις ζωγραφιές του. Μετά την απελευθέρωση της Μυτιλήνης από τον τουρκικό ζυγό και την επιστροφή στη γενέτειρά του συναντά τον καταξιωμένο διεθνώς τεχνοκριτικό και εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, χάρη στον οποίο η φήμη του Θεόφιλου ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας. Η συνάντηση του Θεόφιλου με τον Τeriade το 1929 στη Μυτιλήνη θα σημάνει την πιο ολοκληρωμένη ζωγραφικά περίοδο του καλλιτέχνη. Ο Τeriade θα τον βοηθήσει να καλυτερεύσει το επίπεδο ζωής του και το επίπεδο της τέχνης και μετέπειτα, μετά θάνατον, θα συμβάλλει στη σταδιακή αναγνώριση του έργου του ώσπου το υπουργείο Πολιτισμού να χαρακτηρίσει το έργο του «χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας».
Στο τέλος της ζωής του, έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα. Ένα στρώμα κατάχαμα, ένα ντουλάπι, δυο κασέλες, μια μικρή αυλή που φύτευε τα μπαξαβανικά του και δυο αμυγδαλιές. Παρέα του είχε την Μαρουλιώ, την γάτα του που υπερλάτρευε. Στις 25 Μαρτίου 1934 ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ πεθαίνει από τροφική δηλητηρίαση σε ηλικία 64 ετών.
Ως το Σεπτέμβριο του 1935, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του, μνεία στο όνομά του γίνεται μόνο σε μερικά δημοσιογραφικά κείμενα στην Αθήνα, τη Μυτιλήνη και το Βόλο. Στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου δημοσιεύεται στα Αθηναϊκά Νέα μια συνέντευξη του Teriade με τίτλο «Μια καλλιτεχνική ανακάλυψη. Ένας άγνωστος μεγάλος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ» και την επόμενη χρονιά οργανώνεται από τον Teriade έκθεση έργων του στο Παρίσι. Ο Τάκης Μπαρλάς αποκαλεί τον Θεόφιλο «Παπαδιαμάντη της ζωγραφικής» ενώ ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος το 1947 μιλάει για τον καλλιτέχνη σε έκθεση έργων του στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών, τον συσχετίζει με τον Μακρυγιάννη. Σύντομα, το όνομα και το έργο του ταξιδεύει σε πολλές γωνιές του κόσμου.
Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης…
«Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό». Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος» του Οδυσσέα Ελύτη.
‘‘Ο Θεόφιλος’’ στο Λούβρο
Ήταν 3 Ιουνίου 1961 και οι πίνακες του Θεόφιλου «μπαίνουν» στο Μουσείο του Λούβρου. Η έκθεση οφείλονταν στον Teriade, που προσέδωσε κύρος στο έργο του, κινώντας το ενδιαφέρον των διανοουμένων της εποχής. Το κοσμοπολίτικο Παρίσι υποδέχθηκε τους πίνακες του αυτοδίδακτου αυτού καλλιτέχνη, του “παρθένου μαθητή των αισθήσεων”, ο οποίος, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη “έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο”. Ήταν ο θρίαμβος του φουστανελά που κάποτε τον έλεγαν “σοβατζή” και ‘’αχμάκη’’. Ο “εν ξιφήρεις” φουστανελάς μπήκε στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντήθηκαν με τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο, την Αρετούσα. Έργα απλά, λαϊκά ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης, οι οποίοι θαύμαζαν τη πρωτοτυπία του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρήθηκε ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας.
«Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα. Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος» του Οδυσσέα Ελύτη.
Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά Λέσβου
Το μουσείο του Θεόφιλου βρίσκεται στο προάστιο της Μυτιλήνης Βαρειά, σε μια κατάφυτη από ελαιώνες περιοχή. Στεγάζεται σε ένα κτίριο λιτής αρχιτεκτονικής, που κτίστηκε το 1964, με δωρεά του τεχνοκριτικού-εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, του ανθρώπου που ανέδειξε το Θεόφιλο. Οι 86 πίνακες που εκτίθενται σήμερα στις αίθουσες του μουσείου, προέρχονται από την προσωπική συλλογή του Teriade, που ο ίδιος δώρισε στο Δήμο Μυτιλήνης. Επίσης ως μουσείο Θεοφίλου λειτουργεί το αρχοντικό Χατζηαναστάση, γνωστό σήμερα ως οικία Κοντού, στην Ανακασιά του Δήμου Ιωλκού, τους τοίχους του οποίου φιλοτέχνησε ο ζωγράφος γύρω στο 1912.
Αποτελείται από τέσσερις συνεχόμενες αίθουσες, μέσα στις οποίες υπάρχουν οι ζωγραφικοί πίνακες του Θεόφιλου από τα τελευταία έξι χρόνια της ζωή του. Την έκθεση επιμελήθηκε ο Γιάννης Τσαρούχης.
Στην πληθώρα των θεμάτων που εμπνέουν το Θεόφιλο ξεχωριστή θέση κατέχει η Ιστορία, με τις εμβληματικές μορφές του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και των ηρώων του ’21 να πρωταγωνιστούν στα έργα του, η Μυθολογία καιη Λαογραφία. Αναπαριστά σκηνές από την καθημερινή ζωή, δουλειές της εποχής, ενδυμασίες, τοπία κ.ά. Η τέχνη του υμνήθηκε για το πηγαίο και ανεπιτήδευτο ύφος, την αυθόρμητη και ρεαλιστική έκφραση, τα ζεστά φυσικά χρώματα, κύρια συστατικά μιας αυθεντικά λαϊκής τέχνης.
Μουσείο Θεόφιλου στο Πήλιο
Η οικία κτίστηκε τον 19ο αιώνα ως κατοικία της οικογένειας Χατζηαναστάση. Αρχικά ήταν τριώροφο κτίριο φρουριακής αρχιτεκτονικής. Έλαβε τη σημερινή μορφή με νεοκλασικά στοιχεία στην πρόσοψη και την κάτοψη μετά την αγορά της το 1905 από τον Γιάννη Κοντό, ευκατάστατο μυλωνά από τον Άνω Βόλο. Το 1912 ο ιδιοκτήτης του σπιτιού φέρεται να είχε τότε υπό την προστασία του τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, o ποίος με τη σειρά του και με απαίτηση του Κοντού, φιλοτέχνησε τη σάλα της οικίας.
Στην οικία Κοντού, οι πίνακες του Θεόφιλου ήταν επηρεασμένοι από λιθογραφίες του Βαυαρού ζωγράφου Peter Von Hess. 16 μεγάλοι πίνακες με σκηνές από την Επανάσταση του 1821 και ανάμεσα στους πίνακες, μοτίβα από τη φύση να γεμίζουν τα κενά. Χαρακτηριστικό στις τοιχογραφίες της οικίας είναι η χειρόγραφη περιγραφή του Θεόφιλου κάτω από κάθε πίνακα.
Το σπίτι του Κοντού πριν την αναστήλωση του από το Υπουργείο Πολιτισμού ήταν διαλυμένο. Οι τοιχογραφίες ήταν σε κακή κατάσταση. Πρώτος μελετητής που αναγνώρισε τον Θεόφιλο ήταν ο Βολιώτης Κίτσος Μακρής. Το 1939 έκδωσε βιβλίο στην Ελλάδα «Ο Ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο». «Οι ζωγραφιές σε ένα σπίτι που έπεφτε διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση…».
Το 1962 μετά τους σεισμούς η οικία Κόντου χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Το 1965 το υπουργείο Πολιτισμού αγόρασε το κτήριο προκειμένου να επισκευαστεί και να λειτουργήσει ως μουσείο.
Μπαίνοντας στο Μουσείο του στη Βαρειά της Λέσβου και ανεβαίνοντας τα ξύλινα εσωτερικά σκαλάκια της οικίας Κοντού, η ερώτηση που περνάει από το μυαλό του επισκέπτη είναι «Τι το τρομερό έχουν τα έργα του;». Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ως λαϊκός αγνός ζωγράφος κατάφερε να μεταδώσει μέσα από τα έργα τον τρόπο που ο ίδιος έβλεπε τον κόσμο. Λίγο πριν πεθάνει, ένιωσε έστω και για λίγο τον θαυμασμό, την επιβράβευση του συμπατριώτη του Ελύτη, του Σεφέρη…της Ευρώπης και σήμερα του απλού κόσμου.
Εύστοχη η περιγραφή του Σεφέρη στην ερώτηση: « Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε την ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χῶμα, και το παραμικρό φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπό την κάθαρση ἑνός ἀπόβροχου· κάτι ἀπό αὐτό τον παλμό τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ να μην εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σε τέτοια πράγματα να εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτό το τόσο σπάνιο, το ἀκατόρθωτο πριν ἀπ᾿ αὐτόν για το ἑλληνικό τοπίο: μια στιγμή χρώματος και ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη την ἐσωτερική ζωντάνια της κα την ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτό το ποιητικό ρυθμό πῶς να τον πῶ ἀλλιῶς που συνδέει, τα ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τα σκορπισμένα και ἀνασταίνει τα φθαρτά· αὐτή την ἀνθρώπινη ἀνάσα που ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στο χορό μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτά τα πράγματα που τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτή τη χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτό δεν εἶναι λαογραφία…».
Για να είμαι ειλικρινής, το πραγματικό “σώμα” του Αλέξανδρου το ανακάλυψα σ’ εκείνο τον πίνακα του Τσαρούχη που απεικονίζει τον Θεόφιλο (σε φωτογραφία εποχής) ντυμένο με μια αυτοσχέδια ψευδο-μπαρόκ, στολή, αντίγραφο ενδεχομένως της αρματωσιάς που φορούσαν τα πρόσωπα του “βωβού σκηνικού” στους περιοδεύοντες θιάσους όπερας του 19ου αιώνα. Ο Θεόφιλος ταυτισμένος με τον Αλέξανδρο, κρατώντας ακόντιο, ξίφος και μια ασπίδα, η οποία στην ελλειπτικά σχεδιασμένη τελικής της εκδοχή μοιάζει να λειτουργεί σαν τυφλό κάτοπτρο. Ο Θεόφιλος-Αλέξανδρος, τραγικός και ταυτόχρονα αφοπλιστικά φελής, αλλόκοτα παγιδευμένος στις ξεθωριασμένες μνήμες του, αλλά ζωντανός και προπαντός οικείος. Δεν είναι ένας νεοέλληνας Αλέξανδρος αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος των Νεοελλήνων. (πηγή εικόνας: history-of-macedonia.com, σχόλιο από τη κυρία Νίκη Λοϊζίδη, καθηγήτριας της Ιστορίας της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (To Βήμα, 18 Ιαν. 1998)
Οι 3 περίοδοι της δουλειάς του Θεόφιλου
«…Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ’ αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις -έχω υπ’ όψη μου μερικά θαυμάσια έργα- έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό.
Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία. Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου.
Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τeriade, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. εδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα…», έγραψε για το έργο του Θεόφιλου, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης.
Ο Θεόφιλος μέσα από το έργο του
«Στη ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ένας νούς, όπως ο Θεοτοκόπουλος, που μπορεί να υποστηρίξει την τέχνη του μπροστά στο μεγάλο ιεροεξεταστή, και κάποτε ένας Θεόφιλος, ο αλλόκοτος φουστανέλας, που γυρίζει στα χωριά του Πηλίου και της Μυτιλήνης, με τα πινέλα στο σελάχι του, και οι γυναίκες τόνε φωνάζουν τρελό και «αχμάκη».
«Τον Θεόφιλο τον παίρνω σαν ζωγράφο που με τη ζωγραφική του είπε αυτά ακριβώς που παρέλειψαν να πουν οι ανακαινιστές της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα». Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ανήκει στην παράταξη των τρελών των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά και όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Έλληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού, όπως αναφέρει ο Γιάννης Τσαρούχης το 1967.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ εξωτερίκευε τα συναισθήματα του μέσω της ζωγραφικής. Δημιούργησε ένα δικό του κόσμο, στον οποίο ήταν παντοδύναμος. Με την τέχνη του να αποτελεί συνώνυμο της ελληνικότητας, απαθανάτισε θρύλους και παραδόσεις, καθημερινές στιγμές από την ελληνική πραγματικότητα με το μοναδικό του προσωπικό ύφος, που καθιστά τα έργα του από τα πλέον αναγνωρίσιμα της ελληνικής ζωγραφικής. Τα έργα του Θεόφιλου απεικονίζουν μια μεγάλη ποικιλία ελληνικών θεμάτων τα οποία θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: της αναπαράστασης της φύσης και του ανθρώπου και στη δεύτερη κατηγορία της αποτύπωσης της δικής του οπτικής σχετικά με ποικίλα θέματα. Στην πρώτη κατηγορία εμφανίζονται προσωπογραφίες, τοπία, διακοσμητικά σχέδια, και εικόνες της καθημερινής ζωής του καιρού του. Στη δεύτερη κατηγορία εμφανίζονται έργα του με θέματα εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία και αρχαιότητα, ιστορία με έμφαση στην επανάσταση του Εικοσιένα και τη θρησκεία. Αν και τα περισσότερα έργα του είναι εμπνευσμένα από παλιές λιθογραφίες, ταχυδρομικά δελτάρια και λαϊκά αναγνώσματα, αυτό που ήθελε και κατάφερε να πετύχει ήταν να εκφράσει τα συναισθήματα του καθώς και την προσωπική του άποψη και φιλοσοφία.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ είχε τη δύναμη να μεταμορφώνει, με της δικής του κατασκευής χρώματα, τις πιο ταπεινές επιφάνειες, όπως χαρτόνια, σανίδια, τενεκέδες, βαμβακερά πανιά, τοίχους μαγαζιών και σπιτιών, σε έργα τέχνης. Τον γεμάτο λεβεντιά και δροσιά κόσμο του μας τον μεταφέρει κυρίως μέσω των χρωμάτων του που επηρεασμένα από το ελληνικό φως εκφράζουν μια ατμόσφαιρα και ένα τοπίο καθαρά ελληνικό. Οι αποχρώσεις και ο τρόπος που συνδυάζονται, άλλοτε λαμπερά, ζωηρά και δραματικά, και άλλοτε ήρεμα, απαλά και λυρικά, αλλά πάντα αρμονικά συνδυασμένα μεταξύ τους, μεταβάλλουν τις εικόνες του σ’ ένα ζωντανό κόσμο. Κοιτάζοντας τους πίνακες του, ο θεατής δεν αρκείται στο να βλέπει μόνο τα ηθελημένα απλά σχήματα και χρώματα ή αναπαραστάσεις σκηνών, αλλά νιώθει σα να βρίσκεται μέσα στο ίδιο του το έργο.. Κοιτάζοντας τους πίνακες του, ο θεατής δεν αρκείται στο να βλέπει μόνο τα ηθελημένα απλά σχήματα και χρώματα ή αναπαραστάσεις σκηνών, αλλά νιώθει σα να βρίσκεται μέσα στο ίδιο του το έργο.
Ο Θεόφιλος φέρεται να είχε και έντονη συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα της περιοχής, με την διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές ενώ την περίοδο της Αποκριάς, συνήθιζε να κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο άλλοτε ντυμένος ως Μεγαλέξανδρος, με μακεδονική φάλαγγα μαθητές σχολείων, και άλλοτε ως ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος. Η εικόνα του ζωγράφου, όπως την περιγράφει ο Τσαρούχης, δείχνει την ιδιαίτερη προσωπικότητα του: «Φορούσε πάντα φουστανέλα, που δεν ήταν η φορεσιά της πατρίδας του. Για τον Θεόφιλο, αυτό δεν ήταν μια καλλιτεχνική παραξενιά ή επίδειξη. Ήταν μια ένδειξη πίστεως αυτή η λατρεία της φουστανέλας, λατρεία οφειλόμενη στην ποιητική της σημασία. (…) Ο Θεόφιλος, άλλωστε, ήθελε να ‘ναι σαν παλιός οπλαρχηγός, σαν κι αυτά τα άστατα είδωλά του που τόσο συχνά ζωγράφιζε».
Μπαίνοντας στο Μουσείο του Θεόφιλου
Στο βιβλίο του Σ.Β. Σκοπελίτη ‘’Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης’’ γράφει ότι είπε ο Τσαρούχης, «όταν κρεμάστηκαν όλα του τα έργα, για μία στιγμή σκέφτηκα τη ζωή του, την πίκρα να μη σε καταλαβαίνουν, τη φτώχεια, την πείνα, την απλυσιά. Όμως, άμα είδα τα έργα του κατάλαβα ότι έζησε σε ένα ακατάπαυστο πνευματικό πανηγύρι και τα βάσανα της ζωής είναι τίποτα, είναι πενταροδεκάρες γι’ αυτόν που έζησε αληθινά και μπόρεσε να καταλάβει το μεγαλείο της ζωής. Μετά το θάνατο του δημιουργήθηκαν πλήθος κειμένων, αφιερωμάτων στη μνήμη και στο έργο του Θεόφιλου καθώς και τραγούδια και ταινίες προς τιμή του. Αν και ο ”αχμάκης” ”γερο φουστανελάς” στην εποχή του χλευάστηκε, μετά θάνατον αναγνωρίσθηκε. Με το έργο του απέδειξε ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.
Πηγές:
- Aποσπάσματα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη “Ο Zωγράφος Θεόφιλος” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ
- genesis.ee.auth.gr/dimakis/lexi/172/lexi172.html περιοδικό η Λέξη, Αφιέρωμα στον Θεόφιλο, 2002
- dromospoihshs.home.blog
- artviews.gr
- history-of-macedonia.com/2010/08/01/megas-alexandros-theofilos-giannis-tsarouxis/
- ταινία για το Θεόφιλο Γ. Χατζημιχαήλ (1987)
Σύνταξη κειμένου: Λευτέρης Μαργαρίτης
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου