Τα ξημερώματα της Παρασκευής 02/09 έπεσε αυλαία στον (δικαίως) πολυσυζητημένο διαγωνισμό για τη δημοπράτηση των τηλεοπτικών αδειών. Ενός διαγωνισμού που έγινε αφορμή έντονων διαξιφισμών μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, με την κυβέρνηση να διατείνεται ότι με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνονται δυο βασικοί στόχοι. Αφενός, να κυριαρχήσει η τάξη και η νομιμότητα στον τηλεοπτικό χάρτη και αφετέρου, να παταχθεί η διαπλοκή που, σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, μεσουρανούσε στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Οι προπαρασκευαστικές πράξεις, ο τρόπο τέλεσης αλλά και η κατάληξη του διαγωνισμού εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο ήταν πράγματι αυτή η στόχευση της κυβέρνησης.
Όσον αφορά τη νομιμότητα, αρχικά, πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι πράγματι αυτή έλειπε από το τηλεοπτικό τοπίο. Το επιχείρημα των τηλεοπτικών σταθμών ότι οι προσωρινές τους άδειες ήταν νόμιμες δεν ευσταθεί. Και αυτό γιατί η επ’ αόριστο παράταση των προσωρινών αδειών, καταστρατήγησε στην ουσία την διάταξη νόμου που ορίζει το προσωρινό της αδειοδότησης, μετατρέποντας ανεπίτρεπτα, από νομική άποψη, τις προσωρινές άδειες σε de facto μόνιμες άδειες.
Επιτακτική ήταν λοιπόν η ανάγκη επιστροφής στη νομιμότητα, σε ένα πεδίο εξαιρετικά σημαντικό για τη δημόσια ζωή αλλά και την ίδια τη δημοκρατία. Στη σύγχρονη ζωή οι τηλεοπτικοί σταθμοί διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην ενημέρωση και στη διαμόρφωση άποψης του πολίτη, στον έλεγχο της εξουσίας και στην συνολική απεικόνιση των γεγονότων, που κινούνται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Λαμβάνοντας υπ’ όψη το γεγονός ότι μόνο ένας καλά ενημερωμένος πολίτης, με συγκροτημένη άποψη για τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του, μπορεί πραγματικά και αποτελεσματικά να ασκήσει το ρόλο του στη σύγχρονη δημοκρατία, γίνεται φανερή η ανάγκη να λειτουργούν οι τηλεοπτικοί σταθμοί σε καθεστώς πλήρης νομιμότητας, που να διασφαλίζει την πολυφωνία, την αντικειμενική ενημέρωση και την εύρυθμη λειτουργία τους. Αυτό άλλωστε επιτάσσει και ο συνταγματικός νομοθέτης, που ρυθμίζει με ιδιαίτερη προσοχή το θέμα στα άρθρα 14 και 15 του συντάγματος.
Δυστυχώς όμως, η νομιμότητα δε φάνηκε να επικράτησε με αυτό τον διαγωνισμό. Και αυτό γιατί ο περιορισμός των αδειών σε 4, θα πρέπει να θεωρηθεί παράνομος. Μπορεί, πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Συντάγματος « Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του κράτους», αλλά σύμφωνα με την κρατούσα άποψη οι συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό, και όχι κρατική περιουσία. Αυτό σημαίνει ότι η εκάστοτε κυβέρνηση δεν μπορεί να καθορίζει αυθαίρετα τον αριθμό των αδειών, αλλά να στηρίζεται σε τεχνολογικά και αντικειμενικά δεδομένα. Εντούτοις, η κυβέρνηση επέλεξε να στηριχτεί αποκλειστικά σε ένα από αυτά τα δεδομένα, δηλαδή το μέγεθος της διαφημιστικής πίτας με μη πειστικά επιχειρήματα, βασισμένα σε μια έρευνα που διενεργήθηκε κατά παραγγελία και υπό την επίβλεψη μόνο της κυβέρνησης, όχι όλων των εμπλεκομένων μερών, πράγμα που θα διασφάλιζε την αντικειμενικότητα της.
Είναι φανερό λοιπόν ότι η περί νομιμότητας εξαγγελίες της κυβέρνησης έπεσαν (για ακόμη μια φορά) στο κενό. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος των κυβερνητικών εξαγγελιών, την πάταξη της διαπλοκής, η κατάσταση δείχνει ακόμη πιο περίπλοκη.
Αρχικά, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο αριθμός των αδειών δε σχετίζεται κατ’ ανάγκη με τη διαπλοκή. Σίγουρα όμως, η δημοπράτηση μόλις τεσσάρων αδειών πανελλήνιας εμβέλειας, διευκολύνει την εξάπλωσή της. Και αυτό για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον, όσο λιγότεροι είναι οι σταθμοί που λειτουργούν, τόσο μεγαλύτερη επιρροή ασκούν στο κοινό. Ο τηλεθεατής θα έχει να επιλέξει πλέον ανάμεσα σε 5 (μαζί με την ΕΡΤ) κανάλια, με τις επιλογές του προφανώς να συρρικνώνονται δραματικά, με αποτέλεσμα οι εναπομείναντες τηλεοπτικοί σταθμοί να αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη ικανότητα επιρροής σε μεγαλύτερο μέρος του κοινού, από ότι με το παλαιότερο καθεστώς. Συνεπώς, θα είναι πιο εύκολα σε θέση να ασκήσουν πίεση στην εκτελεστική εξουσία , εκμεταλλευόμενοι την πλεονεκτική θέση που τους προσφέρεται. Στη συνέχεια, 4 μόνο καναλάρχες είναι πολύ πιο εύκολο να εναρμονίσουν τα συμφέροντά τους και να «μοιράσουν» μεταξύ τους το τηλεοπτικό τοπίο, καταστρατηγώντας τις διατάξεις περί ανταγωνισμού και λειτουργώντας εν τέλει εις βάρος του τηλεθεατή και του δημόσιου αγαθού που ονομάζεται τηλεόραση.
Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, η διαπλοκή σίγουρα δεν εξαρτάται, παρά μόνο ελάχιστα από τον αριθμό των αδειών ή την νομιμότητα αυτών. Πώς λοιπόν, μπορούμε να πατάξουμε ή έστω να περιορίσουμε την διαπλοκή στα Μ.Μ.Ε.;
Η απάντηση σίγουρα δεν είναι ούτε απλή ούτε εύκολη. Ίσως όμως να βρίσκεται στις ανεξάρτητες αρχές. Αν λάβουμε ως δεδομένο ότι η διαπλοκή δημιουργείται από την εξάρτηση της εκτελεστικής εξουσίας από ιδιωτικά συμφέροντα και την επακόλουθη αξιοποίηση της εξάρτησης αυτής μέσω της άσκησης πίεσης για τη δημιουργία ευνοϊκών ρυθμίσεων, ίσως η λύση να βρίσκεται στην απεξάρτηση της εκτελεστικής εξουσίας από τα συμφέροντα αυτά. Και αυτό θα ήταν ίσως εφικτό με την απεξάρτηση της κυβέρνησης από τον έλεγχο και την εμπλοκή με τη ραδιοτηλεόραση, η οποία θα ρυθμιζόταν πλέον πλήρως από μια ανεξάρτητη αρχή, η οποία θα διέθετε τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που απαιτεί το Σύνταγμα. Καθώς αυτή η αρχή θα είχε τον πλήρη έλεγχο του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, αλλά καμία άλλη πολιτική και νομοθετική εξουσία, δε θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσει προνομιακά καθεστώτα όπως π.χ. ανάληψη δημοσίων έργων, μικρότερη φορολόγηση στους καναλάρχες, επομένως αυτοί δε θα είχαν κάποιο κέρδος για να διαπλεκούν μαζί της. Ίσως το Ε.Σ.Ρ. να μπορούσε να αναλάβει αυτό τον ρόλο, με την απαραίτητη αναθεώρηση των αρμοδιοτήτων και του καταστατικού του.
Προφανώς και αυτή η διαδικασία δεν είναι εύκολη, είναι όμως αναγκαία. Θα χρειαστεί, εκτός από μια συνταγματική αναθεώρηση, μια κυβέρνηση αποφασισμένη να αναμετρηθεί με το «πολυπλόκαμο τέρας» της διαπλοκής, κάτι που είναι το πραγματικό στοίχημα, τόσο για την πολιτική σκηνή όσο και για το εκλογικό σώμα. Δεν είμαι σίγουρος αν η υλοποίηση αυτών των προτάσεων θα είναι αρκετή για να εξαλειφθεί η διαπλοκή. Νομίζω όμως, ότι θα ήταν ένα καλό πρώτο βήμα.