Είναι ίσως η πρώτη φορά από τα χρόνια του Ελευθερίου Βενιζέλου που είναι ανοιχτά όλα τα εθνικά ζητήματα της Ελλάδας. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, το ελληνικό κράτος δέχεται απροκάλυπτα επίθεση από την Τουρκία, αμφισβητούνται ευθέως τα βόρεια σύνορά του από τις γείτονες, ενώ οι ήττες στα διεθνή ζητήματα (πλέον όχι μόνο σχετικά με τον διεθνή δανεισμό και τους ομήρους) διαδέχονται η μία την άλλη. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς υποστηρικτής των κομμάτων της αντιπολίτευσης για να δει πως η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛΛ. απέτυχε παταγωδώς να διαχειριστεί τις εθνικές και υπερεθνικές υποθέσεις.
Δεν είναι μόνο το γεγονός πως, μετά το επεισόδιο στον Έβρο, η χώρα αριθμεί πλέον μείον δύο Έλληνες πολίτες. Πολύ περισσότερο, το ελληνικό έθνος παρατηρεί για μια ακόμη φορά ότι η κυβερνητική ρητορική διακρίνεται από γενικευμένη σύγχυση. Αυτό είναι που ιστορικά επέφερε (και σίγουρα θα επιφέρει) ολέθριες συνέπειες στον τόπο. Δεν είναι δυνατόν ένας Πρωθυπουργός να απευθύνεται στην εθνική αντιπροσωπεία για το ζήτημα της σύλληψης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών από τους Τούρκους λέγοντας ότι είναι θέμα το οποίο τον απασχολεί και την επομένη, ένας από τους ισχυρότερους άνδρες του κόμματός του, ο Νίκος Φίλης, να υποβιβάζει το θέμα ως ελάσσονος σημασίας. Και μάλιστα, την τρίτη μέρα, ο συγκυβερνήτης του Αλέξη Τσίπρα, Πάνος Καμένος, από απλό θέμα που απασχολεί τον Πρωθυπουργό ή μηδαμινής σημασίας για τους βουλευτές του, το αναγάγει σε εθνική πρόκληση, κάνοντας λόγο για κατάσταση «ομηρίας» των δύο Ελλήνων.
Η κυβέρνηση παγιδεύεται -και μαζί της παγιδεύει τη χώρα- σε επικίνδυνα μονοπάτια, με παιδαριώδη λάθη και συστηματική απερισκεψία. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι γνωστοί εδώ και καιρό (βλέπε προηγούμενο άρθρο μου «Η διπλωματική υπομονή (δεν πρέπει να) έχει τα όριά της») και είχε επισημανθεί με κάθε τρόπο η βέβαιη επέκταση των διεκδικήσεων Ερντογάν στα ελληνικά εδάφη. Στο προηγούμενο άρθρο μας, αναφορικά με το επεισόδιο του εμβολισμού της ελληνικής ακταιωρού στα Ίμια, είχε επισημανθεί πόσο ξεχωριστό ήταν αυτό το γεγονός για τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Η επιβεβαίωση ήρθε πρόσφατα από υψηλά κλιμάκια του Λιμενικού Σώματος: σύμφωνα με απόλυτα αξιόπιστες πηγές, το λιμενικό σώμα Δωδεκανήσων είχε βάσιμες υποψίες (τις οποίες μεταβίβασε στο ΥΕΘΑ) πως στόχος των Τούρκων με τον εμβολισμό της ελληνικής ακταιωρού ήταν όχι μόνο να προκαλέσουν ναυάγιο, αλλά και να περισυλλέξουν ομήρους από τη θάλασσα τους Έλληνες ναυτικούς! Αυτό στο οποίο απέτυχε το πολεμικό ναυτικό, το κατάφερε ο στρατός ξηράς του Ρ. Τ. Ερντογάν, αυτή τη φορά στα σύνορα μας στον Έβρο. Γι’ αυτό το λόγο το επεισόδιο στα Ίμια δεν ήταν μια συνηθισμένη πρόκληση. Αντίθετα, επέτεινε τις τουρκικές διεκδικήσεις στη στεριά.
Οι αναλύσεις που μπορεί να δώσει κανείς σε αυτό το κορυφαίο στρατιωτικό/διπλωματικό επεισόδιο είναι πολλές. Πάντως, η τακτική που αναπαράγεται από πολλούς για ανταλλαγή των Τούρκων πραξικοπηματιών του 2016 που κατέφυγαν στην Ελλάδα με τους δύο στρατιωτικούς μας, είναι η πλέον ανίκανη να επιλύσει την κατάσταση. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Ο Ρ.Τ. Ερντογάν επιθυμούσε την επιστροφή των πραξικοπηματιών στην Τουρκία για την παραδειγματική τους τιμωρίας ως των ανθρώπων που προσπάθησαν να καταλύσουν την προσωποκεντρική και επιτυχημένη δημοκρατία του. Ήταν, δηλαδή, μια καλή ευκαιρία να ανανεώσει τη σχέση του με τους πολίτες της Τουρκίας, ενώνοντάς τους ξανά κάτω από το πρόσωπό του και εναντίον ενός κοινού, αντιδημοκρατικού και εσωτερικού κινδύνου. Όμως, όπως πολύ καλά ξέρει, τα έθνη ενώνονται αποτελεσματικότερα ενάντια σε έναν εξωτερικό εχθρό, καθώς οι «εσωτερικοί» εχθροί συχνά καλλιεργούν εμφύλια και πολωτικά πάθη. Γι’ αυτό ο Σουλτάνος χρειαζόταν ομήρους και τους απέκτησε. Τι πιο ενωτικό για τον λαό του να αναπαράγει από το ότι «Συλλάβαμε δύο στρατιωτικούς για κατασκοπία και οι οποίοι προασπίζουν τον σφετερισμό εδαφών που ανήκουν στον τουρκικό λαό για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης»; Και φυσικά, για μια τέτοια βαριά κατηγορία, είναι οφθαλμοφανές πως οι προβλέψεις για επιστροφή των στρατιωτών μας σύντομα στην πατρίδα είναι τουλάχιστον συγκεχυμένες.
Από την πρώτη στιγμή είχαμε τονίσει την ανάγκη ευρωπαϊκής παρέμβασης στο ζήτημα. Έπρεπε, δηλαδή, από την πρώτη στιγμή η Ελλάδα να μην κινηθεί ως έθνος-κράτος, αλλά ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. για να εξασφαλίσει τη βοήθειά της. Ωστόσο, τον Ζ.Κ. Γιούνκερ πρόλαβε, από ό,τι φαίνεται, ο πλανητάρχης Ντ. Τράμπ.
Είναι γνωστό πως η παλιά συμμαχία Τουρκίας- Η.Π.Α. έχει πλέον φτάσει στο τελικό στάδιο ακύρωσής της. Παρότι και οι δύο χώρες είναι μέλη του NATO, είναι φανερός ο «πόλεμος» -κυρίως διπλωματικός- που έχει ξεσπάσει ανάμεσά τους (βλ. προηγούμενο άρθρο μου «Τουρκικά σύννεφα πάνω από τον Λευκό Οίκο»). Στην προσπάθεια διαφύλαξης, λοιπόν, των τελευταίων πρωτείων που απέμειναν στις Η.Π.Α., μετά την άκριτη ακύρωση συμφωνιών και συμμαχιών από τον Αμερικανό Πρόεδρο, το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό κατέφθασε στη Μεσόγειο για να προστατεύσει αφενός την Κυπριακή Α.Ο.Ζ. και τα σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία. Έτσι, οι διαθέσεις είναι κάθε άλλο παρά φιλικές, μιας και στις απειλές για δέσμευση του Αιγαίου από τους Τούρκους για άσκηση με πραγματικά πυρά, η Ελλάδα, σαφώς συνεπικουρούμενη από τις Η.Π.Α., αναγγέλλει και αυτή την διεξαγωγή άσκησης.
Φαίνεται, επομένως, πως η διάθεση για διπλωματική αποκλιμάκωση του ζητήματος δεν υπάρχει, εκατέρωθεν. Η Ε.Ε. έχασε την ευκαιρία να παίξει καθοριστικό ρόλο και απλά σίγησε στέλνοντας τις ευχές της για γρήγορη επίλυση του προβλήματος που ανέκυψε. Το NATO και η Αμερικανική του ηγεσία, αντί να προσπαθήσει να επιλύσει ειρηνικά την «ενδοοικογενειακή» ένταση (δηλ. ανάμεσα σε δύο μέλη του, Ελλάδα και Τουρκία) αποφασίζει να συνετίσει τον Σουλτάνο με τον πλέον προβλέψιμο τρόπο, αυτόν της επίδειξης δύναμης. Ο απρόβλεπτος, όμως, Ερντογάν ποτέ δεν φοβήθηκε τέτοιες αντιδράσεις και, δυστυχώς για την περίπτωσή μας, ποτέ δεν ζημιώθηκε η χώρα του. Οι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης ήταν απόλυτα λανθασμένοι, τουλάχιστον αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα που είχαν. Για πρώτη φορά, οι εξελίξεις είναι τόσο επίφοβες και μη προβλέψιμες. Το πρόβλημα, βέβαια, ήταν και είναι η σπασμωδική αντίδραση της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας. Τόσο σοβαρά ζητήματα χρειάζονται νηφαλιότητα, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει άλλη λύση πέραν της στρατιωτικής εμπλοκής.
Όλα αυτά, οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην ταπεινωτική ήττα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, με τη σύλληψη των δύο στρατιωτικών μας. Βέβαια, λένε ότι «εκεί που υπάρχει αποφασισμένο έθνος, οι ανίκανες κυβερνήσεις δεν έχουν σημασία». Δυστυχώς, στη σύγχρονη εποχή, αυτός ο πολιτικός ρομαντισμός, όσο κι αν μας τροφοδοτεί με ελπίδα για την επιστροφή των δυο ελληνόπουλων, είναι φανερό πως δεν δίνει λύση. Η διεθνής πολιτική ηγεσία είναι αδικαιολόγητα απροετοίμαστη μπροστά στα τερτίπια του Ερντογάν και αντιδρά με επικίνδυνη αμηχανία. Ήρθε η ώρα να δαμάσει το «λιοντάρι της Άγκυρας‘. Μπορεί;