Έχουν περάσει παραπάνω από τρία χρόνια διακυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ΑΝ.ΕΛΛ. και κατά διαστήματα εξυφαίνονταν συχνά εκλογικά σενάρια. Ο πρωθυπουργός, ωστόσο, προκήρυξε εκλογές μία φορά, τον Αύγουστο του 2015, σε μία περίοδο που η ταραγμένη ελληνική πολιτική σκηνή άρχισε να επουλώνει κάπως τις πληγές της, μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου, τα capital controls και το τρίτο μνημόνιο. Όλες οι υπόλοιπες προσδοκίες για διεξαγωγή εκλογών, με κυριότερες εκείνες που ενισχύθηκαν τον Μάιο του 2015, το φθινόπωρο του 2016, τον Μάιο και τον Σεπτέμβρη του 2017, διαψεύστηκαν. Η ιστορική αλήθεια δείχνει, άλλωστε, πως οι βάσιμες υποψίες για πρόωρες εκλογές -όπως και κάθε σχεδιασμός για μεγάλη πολιτική αλλαγή- ποτέ δεν εκφράζονται σε δημόσιο διάλογο. Πώς όμως φτάνουμε να συζητάμε ξανά, σήμερα, σενάρια για κάλπες; Σε ποιο αδιέξοδο βρέθηκε η ελληνική κυβέρνηση και πώς έφτασε σε αυτό;
Την Κυριακή της 4ης Φεβρουαρίου, μετά και το συλλαλητήριο για την Μακεδονία στην Αθήνα, επικράτησε ένα απόλυτα αντικυβερνητικό αίσθημα. Παρά την αντίθετη άποψη του Μαξίμου, κατέστη σαφές ότι οι πολίτες τάχθηκαν στο ζήτημα του Σκοπιανού με το μέρος της αντιπολίτευσης, ελάσσονος και αξιωματικής. Ωστόσο, μία μέρα μετά, το σκάνδαλο στην υπόθεση Novartis «περίμενε στη γωνία» τους εκπροσώπους της παλιάς πολιτικής ελίτ, που μέχρι τότε φάνηκαν ότι ξαναβρίσκουν την επαφή τους με τον ελληνικό λαό.
Σχεδόν δύο βδομάδες αργότερα, είναι, πλέον, γνωστό σε όλους ότι η υπόθεση τείνει να καταλήξει σε φιάσκο. Οι προστατευόμενοι μάρτυρες, άμεσα και έμμεσα συνδεόμενοι με κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, αποδεικνύεται ότι καταθέτουν στοιχεία αμφίσημα. Το FBI δεν γνωρίζει αν χρηματίστηκαν πολιτικά πρόσωπα, πράγμα που συσκοτίζει ακόμη περισσότερο την υπόθεση. Οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση πέραν αυτής της πιθανότητας ενός φιάσκου θα ήταν επισφαλής, καθώς σε τέτοια σκάνδαλα οι διαδικασίες κινούνται πολύ αργά και χρειάζεται νηφαλιότητα και ψυχραιμία στον λόγο μας. Τίποτα δεν κρίθηκε ακόμα. Και στο σκάνδαλο των υποβρυχίων, για παράδειγμα, έξι χρόνια μετά το άνοιγμα της υπόθεσης, οι έρευνες συνεχίζονται αμείωτες.
Οι πρώτες αυτές ενδείξεις κάνουν την άμεση ή έμμεση κυβερνητική εμπλοκή όλο και πιο πιθανή. Συναρτήσει της μεταφοράς της δικογραφίας στην επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ακριβώς δύο μέρες μετά την πανελλήνια κατακραυγή για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο Σκοπιανό, ήταν αρκετό για να τροφοδοτήσουν την αντικυβερνητική ρητορική της αντιπολίτευσης. Η τελευταία κάνει λόγο για μία ξεκάθαρη αποτυχία του πρωθυπουργού να πετάξει λάσπη σε πολιτικά πρόσωπα, καταγγέλοντας εμμέσως την εμπλοκή του στη δικαιοσύνη. Αυτό, βέβαια, θα κριθεί εν καιρώ. Κάτι που δεν έχει καταλάβει η αντιπολίτευση (ή δεν θέλει να καταλάβει) είναι ότι το άνοιγμα της υπόθεσης Novartis, είτε υποκινήθηκε από την κυβέρνηση είτε όχι, έδωσε μία νίκη στον πρωθυπουργό: δύο βδομάδες μετά και κανείς δεν θυμάται τόσο το συλλαλητήριο όσο και το ίδιο το Σκοπιανό ζήτημα.
Σίγουρα, ο αποπροσανατολισμός του ελληνικού λαού είναι κάτι που ευνοεί την κάλυψη των λανθασμένων κινήσεων της κυβέρνησης στο εθνικό αυτό πρόβλημα. Ο Νίκος Κοτζιάς συνεχίζει να κρατά στάση άμυνας στο θέμα, επιτρέποντας να καλλιεργηθεί μία αμφιθυμία στα αιτήματα και τη στρατηγική, τόσο των διεθνών παραγόντων όσο και των Σκοπίων. Το ελαφρυντικό σε αυτόν τον χειρισμό είναι πως η αποδυναμωμένη διαπραγματευτική ισχύς της Ελλάδας διεθνώς, λόγω της οικονομικής της καταρράκωσης, πιθανότατα να οδηγούσε την όποια έντονη διεκδικητική τάση σε διπλωματικό πυροτέχνημα. Με αυτή τη λογική, η στάση ήπιας δύναμης είναι η καλύτερη δυνατή. Αλλά κάπου εδώ έρχεται και ο Τ. Βίζερ να αιτιολογήσει τον σημερινό οικονομικό μας μαρασμό (και άρα τη συνακόλουθη διαπραγματευτική παρακμή) μιλώντας για το γιγαντιαίο κόστος της εξάμηνης διαχείρισης του Υπουργείου Οικονομικών από τον Γ. Βαρουφάκη.
Σαφέστατα και η κυβέρνηση έχει αναλάβει ένα βάρος που δεν της αναλογεί και για το οποίο δεν είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη. Ωστόσο, φέρει ακέραια την ευθύνη για την απόρριψη της χάραξης μιας εθνικής στρατηγικής με πολιτική σύμπλευση όλων των κοινοβουλευτικών παρατάξεων, μιας και η ίδια έκλεισε από τη πρώτη στιγμή όλους τους δρόμους συνεννόησης μαζί τους.
Η συνάρτηση αυτών των δύο ζητημάτων της επικαιρότητας, του Μακεδονικού και της Novartis, οδηγεί φαινομενικά την κυβέρνηση σε αδιέξοδο, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολο να κρατήσει μόνη της την καυτή πατάτα του Σκοπιανού. Αυτή είναι και η βασικότερη αιτία των προβλέψεων για κάλπες, μετά και την αποτυχία της Novartis, που όχι απλώς δεν κατάφερε να αποκλιμακώσει το κυβερνητικό αδιέξοδο, αλλά, μέχρι και σήμερα, το παρατείνει. Μια περισσότερο βάσιμη ερμηνεία για την εμφάνιση του σκανδάλου, πάντως, φαντάζει το γεγονός πως ο πρωθυπουργός προσπαθεί να εξοικονομήσει χρόνο για να σχεδιάσει τη στρατηγική του. Και αυτή η στρατηγική δεν μπορεί να περιλαμβάνει εκλογικά σενάρια.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός γνωρίζει πως οι εκλογές θα προξενήσουν, τη δεδομένη χρονική στιγμή, μία «άχρηστη» (ακόμη και για τον ίδιο) πολιτική αναταραχή και κοινοβουλευτική συρρίκνωση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Εκτός αυτού, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν επιθυμούν από τώρα την απομάκρυνση Τσίπρα από το κυβερνητικό τιμόνι, μιας και η συνεργασία με τους θεσμούς είναι πλέον γόνιμη, όπως παραδέχονται και οι δύο πλευρές. Επομένως, οι διεθνείς πιέσεις, τις οποίες ο πρωθυπουργός δεν αγνόησε ποτέ, θα υπάρξουν και μάλιστα έντονα, ρυθμίζοντας καθοριστικά τις κινήσεις του.
Παρότι, όμως, οι δύο αυτές πολιτικές θεωρήσεις στηρίζουν ικανοποιητικά την άποψη ότι το στήσιμο καλπών αργεί ακόμα, υπάρχει μία σημαντικότερη πολιτική διαπίστωση ως προς τον τρόπο που κυβερνά ο Αλέξης Τσίπρας: η εξουσία του αμφισβητήθηκε και χάθηκε μόνο όταν απώλεσε την υποστήριξη της κοινοβουλευτικής του ομάδας. Γενικότερα, ο πρωθυπουργός έχει αποδείξει πως αντέχει και στις πιέσεις των Ευρωπαίων εταίρων και στα πυρά της αντιπολίτευσης και στα λάθη ή σκάνδαλα των υπουργών του και στις στρατηγικές ήττες σε εθνικά ζητήματα (ακόμα και τώρα που η ελληνική κυριαρχία στα Ίμια προσβάλλεται αδιάλειπτα και επικίνδυνα, η κυβέρνηση παραμένει αταλάντευτη). Αυτό που πάντα προκαλούσε τριγμούς στην παραμονή του Αλέξη Τσίπρα στο Μαξίμου ήταν οι εσωκομματικές αναταραχές.
Καθώς, λοιπόν, η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στηρίζει ανοιχτά τον πρωθυπουργό στους χειρισμούς του στα τρέχοντα ζητήματα, ο θώκος του Μεγάρου Μαξίμου είναι θωρακισμένος. Εάν οι βουλευτές του, λόγου χάρη η λεγόμενη «ομάδα των 53», του στερήσουν τη δεδηλωμένη, μόνο τότε ο πρωθυπουργός θα κινήσει τις εκλογικές διαδικασίες για να εκκαθαρίσει ξανά το κόμμα του, όπως έκανε και τον Αύγουστο του 2015. Ο Αλέξης Τσίπρας έτσι κινήθηκε και έτσι θα συνεχίσει να κινείται, διότι, πολύ απλά, έχει αποκλείσει με τις επιλογές του κάθε εναλλακτική τακτική. Αν, τώρα, αυτή η τακτική είναι ορθή η λανθασμένη, εναπόκειται στη κρίση του καθενός.