Η διπλωματική υπομονή (δεν πρέπει να) έχει τα όριά της

18 Φεβρουαρίου 2018

Όταν το βράδυ της ψήφισης του «3ου Προγράμματος Στήριξης» ο Πάνος Καμμένος πήρε τον λόγο στη Βουλή είπε με νόημα ότι η άμυνα και η υποχώρηση είναι η καλύτερη επίθεση (δικαιολογώντας τη θετική του ψήφο), μετά από τρία συναπτά έτη αντιμνημονιακής ρητορικής. Κανείς δεν φαντάστηκε όμως πως, τρία χρόνια μετά από εκείνο το ιστορικό καλοκαίρι του 2015, η στάση αυτή θα χαρακτήριζε και την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης στις εθνικές προκλήσεις. Κανείς δεν φαντάστηκε πως στα αλλεπάλληλα εθνικά ζητήματα που προκύπτουν -με τα Σκόπια, την Αλβανία, τη Τουρκία- η κυβέρνηση θα διατηρούσε αταλάντευτα και επίμονα αυτή την πραγματικά επικίνδυνη γραμμή, στη θέαση ενός νέου αλυτρωτισμού που γεννάται στα Βαλκάνια. Χάρη σε αυτήν την τακτική επετεύχθη ελάχιστες φορές η επιδιωκόμενη αποκλιμάκωση, ενώ τελευταία η κατάσταση εκτραχύνεται. Και όποιος διαφωνεί με αυτό ας επισκεφτεί τη Λέρο, όπου λίγα εικοσιτετράωρα νωρίτερα ξεκίνησε να επισκευάζεται εκεί ένας από τους φρουρούς του Αιγαίου, το «Γαύδος», μετά τη γνωστή σε όλους, πλέον, συμπλοκή στα Ίμια.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχοντας εξασφαλίσει αδιαμφισβήτητα την παντοκρατορία του στο εσωτερικό της Τουρκίας, διαμορφώνει την εξωτερική του πολιτική. Μία πολιτική που συνοψίζει το λαϊκίστικο, εθνικιστικό του προφίλ, συνεπικουρούμενο από το όραμα του απόλυτου εξισλαμισμού των γειτόνων, και χαράσσεται στην άρση παραδοσιακών συμμαχιών. Αυτά, ωστόσο, είναι γνωστά στις ελληνικές κυβερνήσεις εδώ και πάνω από μια τετραετία. Το κοντέρ κοντεύει να σπάσει από τις συνεχείς προκλήσεις των Τούρκων, με αδιάλειπτες ναυτικές συμπλοκές σε Βόρειο και Νότιο Ανατολικό Αιγαίο και παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου μας. Το επιστέγασμα αυτής της πολιτικής ήταν η σχεδόν χυδαία συμπεριφορά του Σουλτάνου κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, τον Δεκέμβριο του 2017. Ενδεικτικά, να θυμηθούμε τον αγενή τρόπου με τον οποίο απευθυνόταν στην ελληνική Κυβέρνηση, την κατάθεση της ημισέληνου στον Άγνωστο Στρατιώτη, το ότι γύρισε την πλάτη στους Εύζωνες και την μετατροπή της επισκέψεώς του στη Θράκη σε προμήνυμα απελευθέρωσης των καταπιεσμένων Μουσουλμάνων κατοίκων της.

Στη διάρκεια όλων αυτών των εξελίξεων, οι ελληνικές κυβερνήσεις κράτησαν την καλύτερη δυνατή στάση, αυτή της ήπιας δύναμης. Δεν έδωσαν διάσταση στα πράγματα, διασφάλισαν το ειρηνευτικό κεκτημένο της Λοζάνης και προσπάθησαν να θέσουν τα θεμέλια γόνιμης συνεργασίας μεταξύ των δύο λαών, παρά τα διπλωματικά και πολεμικά τερτίπια της αντίπερα όχθης. Αν το σκεφτούμε καλύτερα, ουσιαστικά, ο ελληνικός παράγοντας ήταν που απέτρεψε σύρραξη στο Αιγαίο, μιας και η Ευρώπη έδειχνε να αδιαφορεί για οτιδήποτε είχε να κάνει με την Τουρκία πέραν της διαχείρισης του μεταναστευτικού (ή τουλάχιστον αυτό ήθελε να φαίνεται). Και αυτή η στάση δεν ήταν απαραίτητα λανθασμένη από πλευράς της Ε.Ε., μιας και έκανε τιτάνιες προσπάθειες να μην προκαλεί τον καθόλα εκρηκτικό Ερντογάν και να βοηθήσει την ένταξη της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Τα ενταξιακά σενάρια, βέβαια, εάν δεν έχουν μπει ήδη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, γίνονται πιο θολά από ποτέ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το ελληνικό κράτος έπρεπε να εξαντλήσει (και εξάντλησε) τη διπλωματική του υπομονή με την γείτονα και να κρατά αναλογικά με την εκάστοτε περίσταση ήπιους τόνους.

Διαβάστε επίσης  Γερμανία: Τρίτη δύναμη το ακροδεξιό κόμμα AfD στην πρόθεση ψήφου
Advertising

Advertisements
Ad 14

Το Υπουργείο Εξωτερικών απάντησε στην απροκάλυπτη τουρκική επιθετικότητα της περασμένης βδομάδας διατρανώνοντας ότι δεν θα ανεχτεί άλλη πρόκληση από τη γείτονα. Ήταν για την περίσταση του επεισοδίου στα Ίμια ορθό το δελτίο τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών; Έπραξε ορθά ο Νίκος Κοτζιάς που περνά στην αντεπίθεση, μετά από τόσα χρόνια που η ελληνική πλευρά έπαιζε σε θέση άμυνας; Μία πρώτη απάντηση, σύμφωνα και με όσα έχουμε αναφέρει έως τώρα είναι ότι το ΥΠ.ΕΞ. έπραξε ορθά, δεδομένης μιας πιθανής πολεμικής κλιμάκωσης. Ότι ήταν πλέον η ώρα η ελληνική πλευρά να σταματήσει να αισθάνεται μειονεκτικά στα ίδια της τα χωρικά ύδατα. Ωστόσο, υπάρχει μία τόσο μικρή και όμως τόσο σημαντική διαφορά στο επεισόδιο των Ιμίων που το διακρίνει από τις υπόλοιπες τουρκικές προκλήσεις.

Στις 20 Ιανουαρίου η Τουρκία εισέβαλε στη Συρία, πετυχαίνοντας στην αρχή σημαντικές νίκες, επιτιθέμενη σε ομάδες Κούρδων, υποστηριζόμενων από τις Η.Π.Α. (βλ. προηγούμενο άρθρο μου στο Maxmag με τίτλο «Τουρκικά σύννεφα πάνω από τον Λευκό Οίκο»). Ωστόσο, περίπου έναν μήνα μετά, οι τουρκικές δυνάμεις σημειώνουν μεγάλες ήττες και, μαζί τους, ο Σουλτάνος γνωρίζει για πρώτη φορά την δική του ήττα στο εξτρεμιστικό του όραμα για διεύρυνση του κράτους του. Ακριβώς επειδή μία ηγετική προσωπικότητα σαν τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει μάθει να χάνει και δεδομένου ότι σε αυτή τη φάση της αδυναμίας του συνειδητοποιεί πως οι αλλεπάλληλες ακυρώσεις των συμμαχιών του τον αφήνουν εκτεθειμένο σε κρίσεις μεγάλου μεγέθους, χρειάζεται έναν από μηχανής θεό. Μία λύση στο επεκτατικό του αδιέξοδο και αυτή έχει άρωμα Ελλάδας.

Διαβάστε επίσης  Απόπειρα ακροδεξιάς προβοκάτσιας στη Γερμανία

Οι ισχυρές συμφωνίες του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Αναστασιάδη, με την Αίγυπτο, την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ για την κυπριακή Α.Ο.Ζ. κάνουν τις διεκδικήσεις της Τουρκίας σε αυτή τη περιοχή τυπικές: ο Ερντογάν δεν θέλει να χάσουν οι Τουρκοκύπριοι την ιδέα του εθνοπατέρα που αγωνίζεται για αυτούς, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να τα βάλει με τέτοιες συμμαχίες όπως αυτές της Ελληνοκυπριακής Δημοκρατίας. Έτσι, οι κινήσεις του είναι περιορισμένες. Στη Μαύρη Θάλασσα ο Σουλτάνος δεν αντιμετώπιζε ποτέ ιδιαίτερα προβλήματα, ειδικά τώρα, που οι σχέσεις του με τον Β. Πούτιν είναι καλύτερες από ποτέ -τους ενώνει, άλλωστε, μία κοινή συμμαχία αντιαμερικανικών συμφερόντων.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν μένει άλλο στον Τούρκο Πρόεδρο από το να επεκτείνει τις διεκδικήσεις του στο Αιγαίο και μάλιστα πολύ επικίνδυνα για την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας. Και δεν αποτελεί δικαιολογία ότι η δράση του είναι περιορισμένη. Αυτό συμβαίνει διότι έχει πολλά ανοικτά μέτωπα. Όταν αρχίσουν να κλείνουν ένα ένα, αν κάτι δεν έχει αλλάξει στον Βορρά και τον Νότο της Τουρκίας, η στροφή της προς την Ελλάδα θα είναι δεδομένη. Πώς, όμως, πρέπει να αντιδρά το ΥΠ.ΕΞ. σε μια τέτοια κατάσταση;

Advertising

Η τυπική διπλωματία θα υποχρέωνε τον Νίκο Κοτζιά, μετά από τόσο μεγάλη εθνική υπομονή στις τουρκικές προκλήσεις, να ανεβάσει τους τόνους, όπως και έκανε. Ωστόσο, αυτές δεν είναι τυπικές συνθήκες και άρα τα τυπικά μέτρα είναι αλυσιτελή. Φαινομενικά, δηλαδή, έχει έρθει ο καιρός που η ελληνική πλευρά πρέπει να σταματήσει να ανέχεται την τουρκική επιθετικότητα. Το επεισόδιο στα Ίμια, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις πολλές προκλήσεις των Τούρκων, αλλά, λόγω της προαναφερθείσας πραγματικότητας που αντιμετωπίζει ο Ερντογάν, ως μία σπίθα πολεμικής σύρραξης. Ως εκ τούτου και δεδομένης της δεινής θέσης της Ελλάδας σε περίπτωση πολέμου, η παράταση της διπλωματίας και η ακόμα μεγαλύτερη υπομονή, η ακόμα περισσότερη ανοχή, είναι μονόδρομος.

Διαβάστε επίσης  Η Ελλάδα, οι ΗΠΑ και οι Greek-Americans

Το φως σε όλη αυτή τη δύνη των εξελίξεων για το ελληνικό κράτος ήρθε πάλι από την Ευρώπη. Ο πρόεδρος Γιούνκερ καταδίκασε την ενέργεια της Τουρκίας και προέβη σε αυστηρές υποδείξεις προς τον Σουλτάνο. Αυτό είναι και το τελευταίο χαρτί της ελληνικής κυβέρνησης που, αν το κάψει, θα συμπαρασύρει τη χώρα σε απίστευτα επικίνδυνα μονοπάτια. Πρέπει, επιτέλους, να σταματήσει να αναμασά τον ισχυρισμό ότι τα Ίμια είναι ελληνικά, που προσφέρεται μόνο για εσωτερική κατανάλωση και ενίσχυση του πατριωτικού της χαρακτήρα. Για να κερδίσουμε σε αυτόν τον αγώνα και να αποφύγουμε τη σύρραξη, το επιχείρημα θα πρέπει να είναι ένα: τα Ίμια είναι ευρωπαϊκά! Μόνο έτσι θα κερδηθεί η πολυπόθητη συμπαράσταση της Ένωσης και θα ευαισθητοποιηθούν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Μόνο εάν η κυβέρνηση καταστήσει σαφή την απειλή των ευρωπαϊκών συνόρων και την ανάγκη προστασίας τους μπορούμε να ελπίζουμε σε μία ειρήνευση των τεταμένων μας σχέσεων με τη γείτονα, με επέμβαση της ευρωπαϊκής οικογένειας.

Advertising

Οι λεονταρισμοί, το ανέβασμα των τόνων και γενικά η επιθετικότητα από ελληνικής πλευράς έχουν δύο προοπτικές: το φιάσκο ή τη σύρραξη. Ο Ρ. Τ. Ερντογάν είναι απρόβλεπτος. Είναι καιρός και για τις ελληνικές κυβερνήσεις να γίνουν απρόβλεπτες απέναντί του, να παίξουν έξυπνα το παιχνίδι του, όσο ακόμα μπορούν.

Ο κόσμος γύρω μας χρειάζεται κάτι παραπάνω από λογική και παιδεία: την αμόλευτη αλήθεια. Αυτό είναι το πραγματικά τελευταίο μας χρέος... "προς τη ράτσα", όπως θα έλεγε και ο Νίκος Καζαντζάκης...

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Αγίου Βαλεντίνου: 4+1 ξεχωριστές προτάσεις

Η γιορτή των ερωτευμένων ήρθε και μας βρίσκει να αναζητάμε

Η ιστορία της βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη

Η ιστορία της βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη είναι μια περίοδος ανάπτυξης