Για τον Άλεξ.
«Φοβάμαι τελευταία. Δε ξέρω, είναι ένα αίσθημα που το βιώνω τόσο έντονα εδώ και μέρες. Φοβάμαι, τόσο απλά, αν και δεν είναι απλό.
Κάθε μέρα γυρνάω με μελανιές από το σχολείο και τρέχω αμέσως στο δωμάτιό μου για να μην με δει η μαμά μου έτσι. Θα τρελαθεί η μαμά μου, αν με έβλεπε τόσο χάλια. Κάθε μέρα τρώω ξύλο, με βρίζουν, με κοροϊδεύουν. Εγώ όμως, δεν έχω χρόνο για χάσιμο, πρέπει να τρέξω να πάω σπίτι, μην γυρίσει η μαμά μου, να κρυφτώ κάτω από τα σκεπάσματά μου και να μείνω εκεί.
Σήμερα, μάτωσα στη μύτη. Μου πέταξαν μια μπάλα μπάσκετ με μανία στο πρόσωπο. «Καταλάθος», είπαν και χασκογέλασαν. Τα γυαλιά μου έπεσαν με δύναμη στο έδαφος και έσπασαν στην άκρη, ενώ το αίμα από τη μύτη μου τα πότιζε τόσο δροσερά και αγνά. Τα παιδιά κοιτούσαν τη μπάλα τους και προσπαθούσαν να πετάξουν από πάνω της το αίμα μου. «Τη βρώμισες ρε» μου φώναξαν.
«Καταλάθος», απάντησα.
Κάθε πρωινό μου μετατρέπεται σε σκοτεινό βράδυ. Κάθε πρωινό έχει τόσο κόσμο γύρω, αλλά όλοι με αγνοούν. Μακάρι να με αγνοούσαν πάντα. Όταν δεν το κάνουν, με πονάνε. Με πονάνε πολύ.
Νιώθω τόσο μόνος, γαμώτο. Τόσο μόνος. Δεν έχω κάπου να στηριχτώ, κάτι να αγκαλιάσω και να με αγκαλιάσει και αυτό. Δεν έχω τίποτα. Θέλω τόσο πολύ να κλάψω, αλλά θέλω και έναν ώμο. Θέλω ένα χάδι, έστω και παροδικό, έστω και ψεύτικο.
Η μαμά μου με έχει γράψει σε αρκετές εξωσχολικές δραστηριότητες. Πρέπει να κοινωνικοποιηθώ, λέει, πρέπει να κάνω φίλους. Δε ξέρει όμως, ότι δεν θα μου έκανε καλό καμία επαφή με τους ανθρώπους. Τους μισώ τους ανθρώπους. Τους μισώ.
Το χειρότερο είναι πως δε ξέρω τι λάθος κάνω. Πέστε μου, γαμώτο, πέστε μου το λάθος μου, για να μην το ξανακάνω, για να με αφήσετε ήσυχο. Πέστε μου. Φταίει η φάτσα μου; Φταίνε τα σπασμένα μου γυαλιά; Τα ρούχα μου; Τα παπούτσια μου; Τι φταίει; Τι;
Δεν αντέχω άλλο, η κάθε νέα ημέρα είναι μια νέα φρίκη, ένας φαύλος κύκλος θλίψης και πόνου. Δεν αντέχω άλλο, και δε ξέρω αν άντεξα και ποτέ.
Αν κάνω κακό στον εαυτό μου, θα είμαι ο «δειλός», θα είμαι η «κότα». Αν κάνω κακό σε αυτούς, θα είμαι ο «κακός ξένος». Αν τους αφήνω να μου κάνουν κακό; Τι είμαι τότε; Κακός; Καλός; Λογικός; Χαζός; Χαμένος; Τι είμαι; Και τι θα είμαι αύριο, μεθαύριο, σε ένα μήνα;
Είναι απαίσιο να είσαι εγώ. 24 ώρες με τα μάτια μου ανοιχτά, να προσέχω, να μην αισθάνομαι πια. Είναι απαίσιο να ξέρεις ότι όλοι ξέρουν τι περνάς, αλλά να αδιαφορούν και να εθελοτυφλούν. Είναι απαίσιο να φοβάσαι να ζήσεις και να προτιμάς να πεθάνεις. Είναι απαίσιο να αδιαφορείς κιόλας.
Ο μόνος τρόπος για να με συμπαθήσουν είναι να με δουν νεκρό στην τηλεόραση. Τότε, θα με κοιτούν και θα λένε «Κρίμα το παιδί», θα αναρωτιούνται πως δεν μιλούσα, πως δεν μιλούσε κανείς. Τότε, θα κοιτάξουν τους ενόχους και θα τους υποδείξουν, θα δείξουν αυτόν που με σκότωσε, θα τον φτύσουν, θα τον βρίσουν. Με αυτούς όμως, με τους ίδιους τους τους εαυτούς τι θα γίνει; Ποιος θα τους υποδείξει; Ποιος θα τους κάνει να καταλάβουν πως και αυτοί με σκότωσαν; Ποιος θα τους φτύσει και ποιος θα τους βρίσει;
Ποιος θα με κάνει ξανά παιδί; Μπορώ να έχω ξανά την ηλικία μου πίσω; Βαρέθηκα να ωριμάζω συνέχεια, να έχω ευθύνες, να πρέπει να με προστατεύω. Βαρέθηκα. Θέλω τα χρόνια μου πίσω ρε, τις στιγμές μου, τα όνειρά μου, τα χαμόγελά μου, θέλω και όσα δεν πρόλαβα να ζήσω.
Ποιος θα μου τα δώσει όλα αυτά;»
Για τον Άλεξ και για τον κάθε Άλεξ. Για τον Βαγγέλη και τον κάθε Βαγγέλη. Για τους ηλίθιους και τους κάθε λογής ηλίθιους.