Καθημερινοί συνειρμοί… Είναι οι συνειρμοί που κάνουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τρελοί και χωρίς καμία συνοχή. Είναι οι σκέψεις που κάνουμε ενώ βρισκόμαστε π.χ. στο δρόμο. Στο παρακάτω κείμενο, λοιπόν, κατέγραψα τους δικούς μου τρελούς συνειρμούς κατά τη διάρκεια μίας ώρας στο δρόμο. Για να δούμε, λοιπόν, τι περίεργα παιχνίδια παίζει το μυαλό;
«Δε θέλω να σας βλέπω με προβλήματα!». Αυτή ήταν η ατάκα του αστέγου που μου ζήτησε βοήθεια μέσα στο σταθμό του μετρό. Μάλλον θα κατάλαβε το βλέμμα μου. Προβλήματα όντως υπάρχουν πολλά, οικονομικά, συναισθηματικά, ίσως και ψυχολογικά. Και η απάντησή μου; Μα, ασφαλώς το προσδοκώμενο: «Μακάρι ρε αδερφέ, μακάρι». Μου απαντά πως ο Θεός βοηθάει. Ο Θεός… Αν υπάρχει βέβαια, αναρωτιέμαι εγώ. Κι αν όντως υπάρχει; Μάλλον θα έχει πολύ σοβαρότερα προβλήματα να λύσει από τα δικά μου, πεζά ίσως, προβλήματα.
Προορισμός για καφέ; Κάπου κοντά στην Πανόρμου. Οπότε κάθοδος για το μετρό. Η αναμονή για το συρμό είναι γεμάτη με παρατήρηση του κόσμου που κινείται και ανεβοκατεβαίνει με μανία και βιασύνη τις σκάλες. Όλοι κάπου πηγαίνουν, και πολλούς από αυτούς κάποιος τους περιμένει κάπου. Τους περιμένουν, λοιπόν, δύο μάτια, μια αγκαλιά, μια γλυκιά κουβέντα. Ίσως και ένα πιάτο με ζεστό φαγάκι. Αυτό που περιμένει εμένα; Ένας καφές με την παρέα μου και μετά επιστροφή στο δικό μου εσωτερικό κλουβί.
Ο συρμός έρχεται κι επιβιβάζομαι. Έχουμε στριμωχτεί σαν τις σαρδέλες -κοινότυπο, μα έτσι είναι!- κι όλοι οι επιβάτες ξεκινάμε για τον προορισμό μας. Όλοι μαζί κι ο καθένας από εμάς ξεχωριστά, κουβαλώντας ο καθείς εξ ημών τις δικές του χαρές, τις δικές του λύπες, τη δική του πληρότητα ή μοναξιά. Ένας ζητιάνος μουσικός πλημμυρίζει με τη μελωδία του το βαγόνι. Ο σκοπός που βγάζει το ακορντεόν μου είναι γνωστός: “Bella Ciao”, τo κλασσικό ιταλικό παρτιζάνικο τραγούδι. Πόσες φορές το έχω τραγουδήσει με «ομοϊδεάτες» μου!
Ο συρμός φτάνει στον προορισμό του. Κατεβαίνω βιαστικά και γίνομαι ένα με το πλήθος. Κόσμος μπαίνει και βγαίνει. Κι έτσι, ο καιρός περνάει σαν άνεμος από πάνω μας, ένας άνεμος που παρασέρνει στιγμές και αναμνήσεις προς την οριστική λήθη, προς τη λησμονιά. Κι έτσι, χάνονται και οι ζωές μας μέσα στη δίνη του πιο στυγνού και άγριου πράγματος στο σύμπαν: Του χρόνου.
Δεν έχω καταλάβει καλά-καλά πότε έφτασα στον προορισμό μου και βλέπω την παρέα μου να μου κάνει νεύματα. Είμαι ήδη έξω από την καφετέρια που δώσαμε ραντεβού και αντιλαμβάνομαι πως οι σημερινές σκέψεις μου έφεραν μία τρελή αφηρημάδα. Μπαίνω μέσα, τους χαιρετώ με ένα νεύμα και κάθομαι. Παραγγέλνω καφέ, και εκείνη τη στιγμή ακούω από τη διπλανή παρέα πως βρισκόμαστε κοντά στη Λουίζης Ριανκούρ. Αμέσως, μου έρχεται στο μυαλό το φιάσκο της αστυνομίας το Μάρτη του 1992 στη οδό αυτή, όταν δεν κατάφερε να συλλάβει μέλη της οργάνωσης «17 Νοέμβρη» και κρυφογελάω μέσα μου. Πώς ένας δρόμος, λοιπόν, συνδέεται με μια ολόκληρη ιστορία και πώς με το άκουσμα του ονόματός του προκαλεί τόσους συνειρμούς!
Με τη σκέψη αυτή ανοίγω την τσάντα μου. Δε μιλώ σε κανέναν από την παρέα μου κι απλά βγάζω το σημειωματάριο και το στυλό, το ανοίγω και ξεκινώ να γράφω: «Δε Θέλω να σας βλέπω με προβλήματα!». Αυτή ήταν η ατάκα….