
«Μάνα, πατέρα, τα θαλάσσωσα», γράφει και τσαλακώνει το χαρτί…Τ’ αφήνει ένα κουβάρι στο τραπέζι και παίρνει μια νέα κόλλα. Τι να πρωτογράψει; Πως θέλει να τα βροντήξει όλα και να σηκωθεί να φύγει, πως είπε εγώ θα κυνηγήσω το όνειρο, μα το όνειρο πια δεν του ανήκει. Πως έχει μπλέξει με ατιμίες, συμμορίες και παράσιτα. Τι να πρωτοπεί και πόσο άραγε θα τους πληγώσει. Τον έστειλαν να γίνει ηθοποιός στην καλύτερη σχολή υποκριτικής του Λονδίνου. Ο πατέρας του, του είχε έτοιμο γραφείο λογιστή μιας και αυτό σπούδασε, μα κεινος ήθελε να φύγει. Αλλού ήταν ο δρόμος του έλεγε και ξανάλεγε.
Η μάνα πάντα περήφανη στις παραστάσεις του από το σχολείο ακόμα, μα για τον πατέρα ούτε λόγος. Μέχρι που μια μέρα καθώς κοιμόταν, του άφησε μια πρόσκληση στο κομοδίνο. Μια παράσταση ερασιτεχνών νέων της περιοχής. Μέσα στην περιέργεια αποφάσισε να πάει, ώστε να δει πια τι είναι αυτό που πήρε τα μυαλά του παιδιού του. Η ερμηνεία του ως Ρομέο, τον καθήλωσε. Δάκρυσε από συγκίνηση και στο τέλος της παράστασης τον έπιασε και του είπε να πας να το σπουδάσεις αφού θες, μα να είσαι αξιοπρεπής, να το τιμήσεις, μην το ξεφτιλίσεις γιε μου, αφού το αγαπάς. Κι έτσι με ό,τι οικονομίες είχαν, τον έστειλαν στο Λονδίνο, με την προϋπόθεση ότι θα δουλεύει κι εκείνος, όσο μπορεί μέχρι να τελειώσει τη σχολή.
Στην αρχή όλα πήγαιναν σύμφωνα με το όνειρο. Ζόρικα, αλλά όπως έπρεπε. Τη μέρα σχολή, το βράδυ σερβιτόρος στο γειτονικό ρεστοράν της συνοικίας του. Κουρασμένος σχεδόν κάθε μέρα, μα με δυο μάτια που έλαμπαν. Μέχρι που… «Να συνάδελφε! Πάρε αυτό θα σε τονώσει, λέει πολύ δε θα νιώθεις ούτε κούραση, ούτε τίποτα». Μια δοκιμή ήταν και η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει…
«Μάνα, πατέρα, χρειάζομαι λεφτά, γιατί θα ανεβάσουμε το πρώτο μας έργο»… Τα μισά πήγαν στη δόση του… Άσπρη σαν το μάρμαρο του έκαιγε το αίμα, μα ένιωθε λες και ήταν Θεός στην σκηνή…Προτού καν προλάβει να το καταλάβει είχε γίνει από απλός φοιτητής υποκριτικής, το επερχόμενο θεατρικό αστέρι του Λονδίνου, μιας και τα αγγλικά του ήταν πια ένα με τους ντόπιους… «Μάνα, πατέρα είμαι λέει ο αρχαίος Έλληνας θεός, θα πρέπει να έρθετε να με δείτε με την πρώτη ευκαιρία».
Είχε πια εθιστεί και χωρίς να το καταλαβαίνει, ζητούσε το ναρκωτικό του όλο και περισσότερο. Τα ξημερώματα τον έβρισκαν σε κακόφημα μπαρ του Λονδίνου να ψάχνει για το πιο φτηνό πράγμα. Μέχρι που ένα βράδυ μπαμ! Mια σφαίρα στο στομάχι του από ένα τσακωμό…Συνέρχεται σε ένα νοσοκομείο κι από πάνω του η κοπέλα του κλαμένη. Γνωρίστηκαν στο θέατρο, εκείνη λάτρευε το ταλέντο του κι εκείνος το πάθος της για ζωή. Της το χε κρύψει, μέχρι που την ενημέρωσαν από το νοσοκομείο για το είχε συμβεί. «Γιατί αγάπη μου; Γιατί πήγες και έμπλεξες, πρέπει να γράψεις στους γονείς σου!»… «Μάνα, πατέρα τα θαλάσσωσα!».
Μετά από δύο εβδομάδες, αφότου είχε αναρρώσει, του ζητήθηκαν εξηγήσεις από την αστυνομία. Του γνωστοποιήθηκε ότι είχε μπλέξει σε κύκλωμα μαφίας και θα έπρεπε να τον φυγαδεύσουν από την πόλη.«Πρέπει να ενημερώσετε τους δικούς σας νεαρέ μου για την κατάσταση, όπως βλέπω χωρίς την ουσία σας δεν μπορείτε να πάρετε τα πόδια σας, αλλά σταθήκατε τυχερός και ζήσατε. Έχετε μια δεύτερη ευκαιρία!». Του είπε ο αστυνομικός που είχαν βάλει να τον προσέχει στο σπίτι του. Δεν είχε πια άλλη επιλογή, έπρεπε να μιλήσει στους ανθρώπους του. Θα μπορούσε να τους το ανακοινώσει από το τηλέφωνο, αλλά επέλεξε το γράμμα, όπως και κάθε φορά. Η μάνα του λάτρευε τα γράμματα, μα δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος, τώρα απλά δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά, θα κατέρρεε ακούγοντας τους.
Ξαναπιάνει την κόλλα, έτρεμε από την εξάρτηση, αλλά προσπαθούσε πολύ. «Μάνα, πατέρα, τα σκάτωσα, έμπλεξα άσχημα θα με φυγαδεύσουν πίσω. Έμπλεξα με τις ουσίες μάνα, δεν έμεινα αξιοπρεπής όπως ήθελες πατέρα. Παραλίγο να με φάνε…Δε θα πω άλλα, θα τα πούμε εκεί σε λίγες μέρες. Ντρέπομαι πολύ, δε θέλω να σας αντικρίσω… Εάν μετά από αυτό δηλώσετε ότι δεν έχετε γιο, θα το καταλάβω. Είμαι ένα ρεμάλι μάνα, είμαι ένας ξεφτίλας πατέρα, τίποτα δεν σου πήρα. Συχωρέστε με!».
Το γράμμα απεστάλη από τον αστυνομικό και είχε φτάσει στο σπίτι του, στην Ελλάδα δυο μέρες πριν γυρίσει. Φτάνει στο σπίτι του, στέκεται στην πόρτα, είναι χλωμός αδύναμος, πονάει παντού. Η απεξάρτηση του χει τσακίσει τα πλευρά, τα χάπια για το στομάχι, του τρυπούν το συκώτι κι έχει μείνει μισός από την αφαγία. Δεν είχε καμία σχέση με κεινο το όμορφο παλικάρι που έφυγε μέσα στην αισιοδοξία, για να κατακτήσει το όνειρο του. Η λάμψη στα μάτια του, είχε αντικατασταθεί από τη θλίψη. Χτυπάει το κουδούνι, το μετανιώνει, κάνει μια να φύγει, μα ήταν πια αργά! Ανοίγει την πόρτα η μάνα…«Παιδί μου, γιόκα μου, τι σου κάνανε θησαυρέ μου!». Τον παίρνει αγκαλιά και ουρλιάζει με λυγμούς. Ο πατέρας κινείται προς το μέρος του αργά, αντικρίζει στην πόρτα τη μάνα να κλαίει έχοντας αγκαλιά έναν ξένο. Δεν ήταν το παιδί του αυτό. Στέκει λίγα λεπτά και τους παρατηρεί βουρκωμένος να σπαράζουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ένιωθες λες και ο γιος του γύρισε από κάποιον πόλεμο και κουβαλούσε τις πληγές του…
«Πατέρα, συχώρεσε με», αναφώνησε κλαίγοντας στην αγκαλιά της μάνας. Εκείνος τον πλησίασε, τον έπιασε από τους ώμους και του είπε, «έλα εδώ παιδί μου, έλα στο σπίτι σου και όλα θα φτιάξουν. Εμένα το παιδί μου πέθανε εκεί, μα ήρθε ένα άλλο πιο δυνατό. Μαζί θα το περάσουμε γιε μου θα δεις!». Τους πήρε αγκαλιά και μετά από πολύ καιρό χαμογέλασε ξανά. «Μάνα, πατέρα, τους είπε σας ευχαριστώ για το μεγαλείο σας…».
Αφιερωμένο για κάθε μάνα και πατέρα που στέκεται στο παιδί του άνευ όρων. Για κάθε μάνα και πατέρα που πρόλαβε να σώσει το σπλάχνο από την καταστροφή και κυρίως, για κάθε μάνα και πατέρα που δεν πρόλαβε να το σώσει και τυραννιέται μέρα- νύχτα.