Μια φορά και έναν καιρό.
Μέσα στο σκοτεινό δάσος, τα φύλλα κάτω πεσμένα και ξεραμένα. Κάθε μου βήμα βαρύ, με ένα μόνιμο φόβο, περπατώ και πίσω δεν κοιτάω. Ακούω κραυγές ανθρώπων, που λύκους θυμίζουν. Άνθρωποί που σαν τους λύκους που το μόνο που θέλουν είναι να σε κατασπαράξουν. Να ξεσκίσουν την γούνα σου, για να την φορέσουν και να πάρουν την ζωή σου.
Σαν μια σύγχρονή κοκκινοσκουφίτσα τα βήματα μου μετράω. Την κάπα μου φοράω και βαδίζω στο κενό. Μια κάπα κόκκινη που με τον καιρό γίνεται κόκκινο βαθύ. Αίματα πάνω στην κάπα μου από τους πόνους που καθημερινά κουβαλάω. Δεν μπορώ να την βγάλω.
Ένας λύκος πίσω μου με ακολουθεί, το αίμα της ψυχής μου μυρίζει και γίνεται η σκιά μου. Ένας μόνιμος εχθρός ο λύκος αυτός. Σε κάθε μου στιγμή γρυλίζει και τα δόντια του, σε κάθε ευκαιρία, μου δείχνει. Δεν τον φοβάμαι, μαζί του περπατώ στο δάσος και στα μάτια τον κοιτώ.
Μια πραγματικότητα σαν παραμύθι.
Κάθε βράδυ σε αυτό το δάσος ξυπνάω, στα σκοτάδια που ο λύκος με έχει δέσει. Σε κάθε όνειρο ουρλιάζει και με πλησιάζει. Δεν με αφήνει στον προορισμό μου να φτάσω. Σε αυτή την “γιαγιά” που με λαχτάρα περιμένει ένα χαμόγελο και μια ελπίδα.
Χάνομαι αλλά πάντα βρίσκω μια μικρή χαραμάδα να πηγαίνω μπροστά. Οι κραυγές του λύκου δεν με τρομάζουν, έχω μάθει να μην ακούω, μαζί με πολλούς λύκους στην ζωή μου πορεύομαι.Έναν μόνιμο λύκο τον έχω μέσα μου, μου ξεσκίζει την ψυχή. Εγώ όμως συνεχίζω να είμαι όρθια και τον πόνο να καταπίνω. Να γελώ όσο κι αν ο λύκος δεν θα με αφήσει ποτέ. Ακόμα κι αν τον παντρεύτηκα αυτό τον λύκο, σε αυτό το δάσος που κατοικεί, έγινε η τελετή. Διαζύγιο δεν δίνει.
Τον έμαθα όμως καλά και έμαθα στα μάτια να τον κοιτώ, όπως κοιτώ τον φόβο. Να τον έχω απέναντί μου και όχι μέσα μου. Να τον αντιμετωπίζω καθημερινά, μέρα και νύχτα. Μια μάχη, που όσο κι αν με κουράζει, δεν με λυγίζει. Ένας λύκος μέσα στο σώμα μου, ένας μέσα στο μυαλό μου να ουρλιάζει μόνιμα, να μου θυμίζει τα δύσκολα μονοπάτια του δάσους.
Ένα δάσος με σκληροτράχηλο έδαφός, ένα έδαφος που δεν ξέρεις πότε θα σκοντάψεις και ο λύκος θα περιμένει αυτή την στιγμή, να έρθει και να σε δαγκώσει μέχρι θανάτου.
Και έτσι η καημένη “γιαγιά” δεν θα δει ποτέ το χαμόγελο που δίνει ελπίδα και χαρά.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς…;
Κανείς δεν ξέρει ποτέ το τέλος της ιστορίας, το τέλος της ζωής. Φοράω την κάπα και περπατώ, ακόμα κι αν το αίμα μου με έχει πνίξει και με έχει περικυκλώσει μια αγέλη λύκων. Έτσι είναι η ζωή, σε κάθε γωνία και ένας λύκος, άνθρωπός που θέλει να σε κατασπαράξει, μα δεν είναι δυνατός. Υπάρχουν και οι λύκοι που μέσα μας κουβαλάμε που ποτέ δεν θα μας αφήσουν, αλλά έχω μάθει να τον αγνοώ, να τον περιφρονώ, να του χαμογελάω. Αυτό που τον διώχνει μακριά είναι η αγάπη και ο έρωτας ο αληθινός, γιατί μέσα από αυτά, η δύναμη γιγαντώνεται σε κάθε του κραυγή. Μαζί με το χαμόγελό και την αγάπη, φτάνω στον προορισμό, στην γλυκιά “γιαγιά”, που είναι η ευτυχία της στιγμής.
Όσο βάζω την θέληση μπροστά κανένας λύκος, κανένα δάσος δεν θα με κάνει να παρατήσω ότι αγαπώ…
https://www.youtube.com/watch?v=t7a_EQw14c8