Θέλω τόσα πράγματα να σου πω απόψε.
Γιαυτό σε κάλεσα εδώ.
Έχω πολύ καιρό να σε δω, τόσο που έχω χάσει το μέτρημα. Είναι μέρες πολλές, είναι μήνες, ίσως χρόνος. Είναι τόσος που δεν είμαι ακόμη σίγουρη πως θυμάμαι ακριβώς τις λεπτομέρειες της μορφής σου. Είμαι όμως σίγουρη όμως πως ακόμη ταράζει το ρυθμό της καρδιάς μου αυτή η μορφή.
Έχω πολύ καιρό να σε κοιτάξω κατάματα. Είσαι ολόιδιος. Μόλις σε είδα, το κατάλαβα. Δεν πέρασαν από πάνω σου όλες αυτές οι μέρες. Κι εγώ είμαι μία άλλη. Φαίνομαι και είμαι. Άλλαξαν όλα τα κύτταρα του κορμιού μου, δεν είναι κανένα εκείνα που ακουμπούσες. Άλλαξαν όλα τα όσα πίστευα για τη ζωή. Άλλα τα άλλαξες εσύ, άλλα η ίδια η ζωή.
Φοράς τη φόρμα σου και τα αθλητικά σου. Σε είδα να φτάνεις και δεν επιτάχυνα να σε βρω. Κοντοστάθηκα λίγο να σε χαζέψω από μακριά, να συνειδητοποιήσω αν μου έλειψες όσο νόμιζα, αν θα άλλαζα αυτά που ήθελα να σου πω. Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω και να μη σε συναντήσω κι ας ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να σε ξαναδώ. Ήθελα πολύ να μάθω τι κάνεις και πώς περνάς. Να σου πω τι κάνω και πως περνάω και εγώ. Και μετά να πούμε όλα αυτά που οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν, αυτά που δεν τους νοιάζουν αλλά εμάς μας έκαιγαν πάντα, να σου πως για τις φλόγες που με τυλίγουν και να μου πεις πώς τις σβήνεις εσύ.
Ξεκίνησα να περπατάω με αργό βήμα αλλά σταθερό. Είναι η μόνη μου μάλλον ευκαιρία να σε ξαναδώ σε αυτή τη ζωή και δε θέλω να τη χάσω. Δεν ξέρω αν θα σου πω αυτά που θέλω, θέλω πολύ όμως.
Έλειπες πολύ. Δεν είμαι δυστυχισμένη μακριά σου, δεν είμαι θλιμμένη. Είμαι καλά κι ευτυχισμένη. Αλλά είσαι αρκετά διαφορετικότερος άνθρωπος από όλους τους υπόλοιπους και πήρες αυτή τη μοναδικότητα μία μέρα από τις παλιές. Πήρες μαζί σου ένα κομμάτι από ένα παζλ ενός παράξενου σχήματος. Μπορεί να γνώρισα πολλά τετράγωνα και ρόμβους και άλλους κύκλους. Αλλά σαν εσένα δε γνώρισα κανέναν άνθρωπο. Δε μειώνω κανέναν απλώς επειδή εξυψώνω εσένα.
Υπάρχουν τόσοι λόγοι που η ζωή μας επέλεξε σε άλλους τόπους, ζωές και περιβάλλοντα, εκτός η μία ζωή της άλλης. Αλλά πάντα κουβαλάς μαζί σου ένα ιδιαίτερο χρώμα, μία απόχρωση παράξενης ανάμειξης, κάποιον που γνωρίζεις μία στις τόσες και αφήνει ένα μεγάλο χάος πίσω του, όχι γιατί ζήσατε τόσα που απλώς σε κρατούν οι αναμνήσεις αλλά γιατί αποδεδειγμένα ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται και δεν υπάρχει χώρος που να γεμίζει χωρίς εσένα.
Σε πλησίασα και ασυναίσθητα σου χαμογέλασα. «Εδώ είμαι», είπα. Εσύ πού να είσαι άραγε; Πού να είσαι τόσο καιρό, πόσους δρόμους να περπάτησες και πόσες πόλεις γνώρισες; Γύρισες και χαμογέλασες. «Τόσο καιρό πού ήσουν;», με ρώτησες. Όσα κι αν σκέφτηκα να απαντήσω, πως ήμουν χιλιόμετρα μακριά σου, χωρικά και συναισθηματικά, πως τόσο καιρό σε είχα διώξει από τη ζωή μου και ζούσα και ζω σα να μη σε γνώρισα ποτέ, πως κατάλαβα όλα τα μειονεκτήματά μας που δε θα γεφυρώνονταν ποτέ με κανενός είδους σχέση, είπα απλώς, «εκεί που δεν έψαξες».
Μειδίασες, και ένιωσα πως ικανοποιήθηκες πολύ με την ετυμολογία της απάντησής μου, πάντα άλλωστε μου το αναγνώριζες. Πλησίασες και αμήχανα δε με αγκάλιασες, δε με φίλησες αλλά σταμάτησες κοντά μου. Τώρα τι κάνουμε; Τώρα περπατάμε, είπα.
Και περπατήσαμε πολύ, πολύ για μία νύχτα, όσο δεν περπατήσαμε ώρες τώρα. Δεν έμαθα τα νέα σου και δεν έμαθες τα δικά μου. Αν τα λέγαμε όλα αυτά θα βάζαμε κάτω όσα γεγονότα δε μοιραστήκαμε. Και μείναμε σε όσα είχαμε μοιραστεί. Σε όσα ξέραμε ότι κατέληγαν με τη φράση, κι εγώ. Πιαστήκαμε απεγνωσμένα και οι δύο από μία τεράστια κλωστή όσων μας ένωναν. Λες και ποτέ δεν εξαφανιστήκαμε, λες και ποτέ δε μοιράσαμε τα πράγματά μας για να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του με το δικό του βαλιτσάκι. Θέλαμε πολύ να μην είχε αλλάξει τίποτα. Αλλά άλλαξαν πολλά. Ίσως πάρα πολλά.
Θα προτιμούσα να σε είχα γνωρίσει τώρα. Θα προτιμούσα να μη σε γνώριζα μέχρι τώρα και να είχα μηδενίσει το κοντέρ. Οι κινήσεις σου και οι εκφράσεις του προσώπου σου ήταν ολόιδιες, ακόμη και η προφορά σου και οι λέξεις που χρησιμοποιούσες.
Μακάρι να σε ξαναδώ μια μέρα και να είσαι πάλι ίδιος. Ο ίδιος άντρας που κάποτε αγάπησα, το ίδιο παιδί που κάποτε ερωτεύτηκα. Από εσένα δεν έχω πλέον τίποτα χειροπιαστό να θυμάμαι. Από εσένα, θέλω να κρατήσω εσένα, τη μόνη ζωντανή απόδειξη των αισθημάτων που ένιωσα κάποτε, των πολύ ευτυχισμένων στιγμών.
Μείναμε να κοιταζόμαστε κάποια στιγμή, κι είμαι σίγουρη πως άκουγα τις κοινές μας αναμνήσεις να τρέχουν στα μυαλουδάκια μας. «Από σένα, θέλω να κρατήσω μόνο εσένα», είπα.
Μπορεί να μην είπα πόσο μου λείπεις. Μπορεί να μην είπα όλα όσα θα έλεγα, είπα μόνο αυτό.
Εγώ από εσένα, θέλω να κρατήσω πιο πολύ από εσένα. Αν δεν το έλεγες αυτό, θα έφευγα ανακουφισμένη που απλώς σε ξαναείδα.
«Απλώς μην ξαναφύγεις», είπες.
Για όσα πολύ αγάπησα σε εσένα και κυρίως γιατί έπρεπε να σε αγαπήσω σε αυτή τη ζωή και έπρεπε να σε χάσω, σκέφτηκα και είπα.
«Μου έλειψες πολύ και θα μου λείπεις. Αλλά, η ζωή προχώρησε, χωρίς εσένα. Μακάρι να ήσουν σε αυτή αλλά δεν ήσουν. Και δεν είσαι. Δε σε χωράει αυτή η ζωή».
Σε φίλησα στο μάγουλο πολύ απαλά κι έφυγα.
Όταν ραγίσει το γυαλί, κάποιοι άνθρωποι σπάνε και δεν κοιτούν πια πίσω. Όσα έγραψαν δε σβήνονται. Θα είσαι για εμένα ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, η αγαπημένη μου ταινία. Όσες φορές κι αν τη δω, δε θα αλλάξει το τέλος. Το τέλος είναι ένα…Χώρια.