Η ζωή μετά είναι το τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος “Όχθη Ψυχών”, ένα μυθιστόρημα φαντασίας χτισμένο στην πραγματικότητα μας. Επιτρέψτε μας να μην αποκαλύψουμε πολλά για την ιστορία αλλά να αφήσουμε εσάς, όλους τους αναγνώστες, να την ξετυλίξετε κάθε εβδομάδα, όπου και θα βγαίνει και το επόμενο μέρος της. Οπότε κάθε εβδομάδα, συγκεκριμένα κάθε Σάββατο ( αλλαγή ημέρα από Πέμπτη), θα σας περιμένουμε στην συγκεκριμένη στήλη να χανόμαστε για λίγο σε έναν κόσμο τόσο παρόμοιο με τον δικό μας, αλλά τόσο διαφορετικό από τα μάτια των πρωταγωνιστών. Σε περίπτωση που δεν έχετε διαβάσει τα προηγούμενα μέρη μπορείτε να ανατρέξετε στην Κατηγορία Βιβλίο στην ιστοσελίδα όπου και εκεί θα τα βρείτε ανεβασμένα. Καλή ανάγνωση!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ζωή μετά
Μπορεί το σκοτάδι πλέον είχε απλωθεί για τα καλά πάνω από την πόλη της Αθήνας, αλλά υπήρχαν μάτια που δεν μπορούσαν να ξεγελαστούν από αυτό το σκοτεινό πέπλο της νυκτός. Κάπου τόσο οι ασημένιες φεγγαραχτίδες απλώνονταν ανάμεσα από τα χειμερινά νέφη στις σκεπές και επίπεδες ταράτσες των πολυκατοικιών. Κανείς από πανοραμική θέα θα μπορούσε να διακρίνει άτομα να διοργανώνουν πάρτι κάτω από ανοιχτές τέντες, άλλοι μάζευαν την ημερήσια μπουγάδα που είχαν απλώσει νωρίτερα όσο ο ήλιος ήταν κυρίαρχος των αιθέρων, κάποιοι βρίσκονταν εκεί πάνω είτε για να καπνίσουν είτε σκεπτικοί να κοιτάξουν την νυχτερινή Αθήνα από ψηλά.
Αν κάποιος όμως κοιτούσε την επίπεδη ταράτσα του κτιρίου απέναντι από το νοσοκομείο που νοσηλεύονταν η Χρυσάνθη θα παρατηρούσε δύο τελείως διαφορετικές φιγούρες από αυτές που κάποιος θα χαρακτήριζε ως ανθρώπινες. Το ασημένιο σεληνόφως δεν τους άγγιζε και στέκονταν η μια καθιστή στην άκρη της πολυκατοικίας, με τα πόδια της ελεύθερα στο κενό, ενώ η άλλη ογκώδης στέκονταν όρθια δίπλα της, ένα βήμα πριν βρεθεί στο κενό και εκείνη.
« Δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο που είμαστε εδώ», μούγκρισε θυμωμένα η όρθια φιγούρα με την βαριά ανδρική φωνή της. «Θα ‘πρεπε να δουλεύω τόση ώρα, αλλά κάθομαι εδώ να βλέπω το κενό; Πάει μία ώρα τώρα περίπου. Δεν φεύγουμε;», πρόσθεσε γεμάτος παράπονο.
« Μπορείς να φύγεις αν θες», απάντησε με μια γλυκιά θηλυκή φωνή η καθιστή κοπέλα δίπλα του, ενώ κουνούσε τα πόδια της μπρος πίσω στο κενό. « Άμα πέσω όμως ποιος θα με πιάσει;»
« Και οι δύο ξέρουμε πως δεν θα πάθεις και κάτι…»
« Α ναι! Έχεις δίκαιο! Φύγε τότε αφού τόσο πολύ το θες!»
« Δεν νιώθω να το λες με πολύ επιθυμία και ανησυχώ. Τι περιμένουμε αλήθεια; Ακόμα να μου πεις!»
Η γυναίκα, με το λεπτό σώμα της καθιστό, δεν απάντησε, ενώ συνέχιζε να χτυπάει ρυθμικά τα πόδια της. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στην φαρδιά σιδερένια καγκελόπορτα στην πύλη του νοσοκομείου. Ένας ρυθμικός εύφημος ήχος ανάβλυζε από τα βάθη του σώματός της και απλωνόταν στην ταράτσα. Ο αέρας έπειτα έπαιρνε τις νότες και τις εξαφάνιζε στον νυχτερινό ουρανό.
« Δεν έχεις ξαναδεί ποτέ κάτι σαν και αυτό», μουρμούρισε σταματώντας για λίγο την μουσική της.
« Το ίδιο λες τόση ώρα, αλλά μονάχα βλέπω ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν στο κτίριο εδώ πέρα. Αν ήταν να κοιτάζω ανθρώπους θα επισκεπτόμουν κάποιο πιο ενδιαφέρον μέρος».
« Εδώ είναι το αληθινό ενδιαφέρον», του απάντησε πάλι με τον ίδιο αινιγματικό της τόνο. « Αυτό που θα δεις δεν το έχεις ξαναζήσει, στα χρόνια της ύπαρξής σου», πρόσθεσε και σήκωσε το κεφάλι της προς τον συννεφιασμένο ουρανό αφήνοντας τον αέρα να ανακατέψει τα πυκνά μαλλιά της, που τόση ώρα δεν μπορούσε να αγγίξει. « Είναι χειμώνας. Στον κόσμο των ανθρώπων ο χειμώνας είναι τρομαχτικός και πολύ επιθετικός. Κρύο, χιόνι, βροχή. Αλλά απόψε για κάποιο λόγο η φύση είναι τόσο ήρεμη και γλυκιά, σαν να θέλει να μας αφήσει να παρακολουθήσουμε όσο πιο καλά μπορούμε αυτό που θα συμβεί. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά σύντομα!»
Και πράγματι, δεν άργησε να εμφανιστεί αυτό που περιμέναν τόση ώρα εκεί πάνω στην ταράτσα. Από το πουθενά έκανε την εμφάνισή του ένας νεαρός άντρας κρατώντας στα χέρια του μια αναίσθητη κοπέλα. Ο άντρας εστίασε περισσότερο το βλέμμα του σ’ εκείνο το σημείο, ενώ η κοπέλα δίπλα του χαχάνιζε προσπαθώντας να μην ακουστεί πολύ. Τον είχε συναντήσει στα ταξίδια στον κόσμο των ανθρώπων. Η οντότητα που βρισκόταν πάντα όπου υπήρχε πόνος και οδυρμός στη ροή της ιστορίας των ανθρώπων. Είχε δει εκείνα τα μάτια, όσο υπήρχε, να κοιτάζουν γεμάτα απάθεια ολόκληρες πόλεις να σφαγιάζονται. Συναντούσε συχνά οντότητες σε πεδία μαχών, αλλά μόνο τα δικά του, παγιδευμένα σε εκείνο το ανθρώπινο σώμα, του είχαν αποτυπωθεί πλήρως. Τα μάτια του Θανάτου, της οντότητας που η ύπαρξή της σηματοδοτούσε το τέλος κάποιας ανθρώπινης ζωής.
Εκείνη τη στιγμή όμως δεν θύμιζε τόσο το Θάνατο που είχε συναντήσει στο πέρασμα των χρόνων. Ήταν τελείως διαφορετικός και δεν μιλούσε για την ανθρώπινη μορφή του. Στο κάτω κάτω και ο ίδιος χρησιμοποιούσε ένα σώμα για να ανακατεύεται με τις ανθρώπινες μάζες σ’ εκείνον τον κόσμο. Η οντότητα που δεν θα άγγιζε ποτέ του έναν άνθρωπο, κρατούσε στα χέρια του μια κοπέλα της οποίας το Ρολόι της Ζωής είχε μηδενιστεί. Οι κινήσεις του ήταν άγαρμπες και υποδήλωναν βιασύνη αλλά και κάποια δόση ανησυχίας.
« Τι μπορεί να θέλει μια οντότητα έναν άνθρωπο;», απόρησε προσπαθώντας να ερμηνεύσει κάπως αυτό που έβλεπε.
Η κοπέλα στα πόδια του γέλασε κάπως πιο δυνατά και έσκυψε κάπως το κεφάλι της πιο πολύ πάνω από το κενό, σαν να προσπαθούσε να κοιτάξει όσο πιο κοντά μπορούσε τον Θάνατο.
« Άμα κοιτάξεις πιο καλά θα δεις πως αυτή η κοπέλα είναι ακόμα ζωντανή», του είπε και το χαχανητό επέστρεψε στα χείλη της, ενώ ο ίδιος κοιτούσε και πάλι το μηδενισμένο ρολόι πάνω από το κεφάλι της.
« Αφού το Ρολόι…»
« Έχει όντως μηδενιστεί. Σωστά!», τον διέκοψε η κοπέλα και σηκώθηκε όρθια δίπλα του, δύο κεφάλια πιο κοντή από αυτόν. « Δεν σου υποσχέθηκα ότι θα έβλεπες κάτι που δεν έχεις ξαναδεί;»
« Πως γίνεται κάτι τέτοιο;»
« Δεν ξέρω», είπε με εύφημο τόνο στη φωνή της και γύρισε την πλάτη στο Θάνατο και κατέβηκε από την άκρη της ταράτσας βηματίζοντας με ασφάλεια λίγο πιο πέρα από τον άντρα. « Ο αγαπητός μας Θάνατος κατάφερε για μια ακόμα φορά να σπάσει τις ισορροπίες αυτού του κόσμου», είπε και ο άντρας έμενε ακόμα στην άκρη της ταράτσας κοιτάζοντας μια τον Θάνατο, να απομακρύνεται από την είσοδο του νοσοκομείου, και μια την κοπέλα, γεμάτη διάθεση να χοροπηδάει στην ταράτσα μπροστά του.
« Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να το καταγγείλουμε στους ανωτέρους;»
« Δεν υπάρχει λόγος», είπε η κοπέλα και γύρισε προς την μεριά του πιο ήρεμη από πριν, « θέλω να μάθω τι είναι αυτό που μπορεί να νικήσει τον χρόνο της ζωής. Άθελά της αυτή η κοπέλα και ο Θάνατος κατάφεραν να σπάσουν το Ρολόι της Ζωής, οπότε θέλω να δω τι είναι αυτό που έκανε την κοπέλα τόσο ξεχωριστή από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Όταν το μάθω μετά, απλά θα το αναφέρουμε στους ανωτέρω να αναλάβουν δράση».
Ο άντρας έχασε τον Θάνατο από τα μάτια του. Κάπου είχε στρίψει στο βάθος του δρόμου, αλλά ήξερε πως θα τον συναντούσε πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Ήταν η μοίρα του σε όλα τα στραβά του κόσμου των ανθρώπων να τον βρίσκει μπροστά του. Για μια ακόμα φορά ήξερε πως θα συναντούσε εκείνη την ξεχασμένη οντότητα σε εκείνο το απόμακρο μέρος. Νιώθοντας τις προθέσεις της κοπέλας μπροστά του μπορούσε ήδη να μαντέψει ποια ήταν τα ακριβή σχέδιά της και δεν ήθελε να καταγγείλει τον Θάνατο, για την ανάρμοστη συμπεριφορά του.
« Θες να τους παρακολουθήσω;», είπε τελικά βλέποντας την κοπέλα τυλιγμένη μέσα στο σκοτάδι και την ησυχία να τον κοιτάζει.
« Θα το έκανες αυτό για μένα γλυκέ μου;»
« Αν δεν ήθελες κάτι από μένα δεν πιστεύω να με έφερνες εδώ πέρα να δω ότι είδα χωρίς κάποιο λόγο», μουρμούρισε σκεπτικός. « Αν ήθελες να τελειώσεις κάτι απόψε εδώ θα το έκανες ολομόναχη, αλλά με κάλεσες για να γίνω τα μάτια σου».
« Πάντα ήσουν σκληρός απέναντί μου», είπε η κοπέλα και εξαφανίστηκε από την ταράτσα, ενώ η γλυκιά φωνή της ηχούσε ακόμα στον αέρα. « Θέλω με την πρώτη ευκαιρία να φέρεις την κοπέλα σε μένα, χωρίς να μπλεχτεί ο Θάνατος. Ήδη πέθανε κάποιος για χάρη της. Ας μην ξυπνήσουμε το θηρίο που λέγεται Θάνατος».
« Ξέρεις πως πλέον με αυτό που γίνεται ο κόσμος των ανθρώπων δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος, έτσι;», παρατήρησε και άρχισε να βηματίζει εκεί που πριν από λίγο χοροπηδούσε γεμάτη χαρά η κοπέλα.
« Μόνο ο κόσμος των ανθρώπων δεν θα είναι ξανά ο ίδιος;», ρώτησε γεμάτη ενθουσιασμό η γυναικεία φωνή προτού απλωθεί πλήρης ησυχία στη ταράτσα.
Με ένα άλμα εξαφανίστηκε από την ταράτσα και βρέθηκε εντός του δωματίου που πριν λίγο βρισκόταν ο Θάνατος. Ήξερε το δωμάτιο, ήξερε τον διάδρομο. Η κοπέλα του είχε πει τα πάντα για εκείνο το μέρος, αλλά δεν του είχε πει ότι εμπλεκόταν μια τόσο σοβαρή οντότητα όπως ο Θάνατος.
Πλησίασε την πόρτα με το νούμερο εξήντα τρία. Κρατούσε την ανθρώπινη μορφή του οπότε θα έπρεπε να ανοίξει την κλειστή πόρτα μπροστά του. Το πόμολο ήταν παγωμένο. Αν και οντότητα ο ίδιος, μια από τις ικανότητές του ήταν να μπορεί να νιώθει τον ανθρώπινο κόσμο. Στην τελική αυτή ήταν και η δουλειά του. Ήταν η οντότητα των αισθήσεων. Το πλάσμα που ήταν άνθρωπος, αλλά δεν είχε γεννηθεί ποτέ του. Ένας πλαστός άνθρωπος με ιδιότητες πλάσματος.
Έστριψε το πόμολο και βάζοντας λίγο περισσότερη δύναμη απ’ ότι έπρεπε εισήλθε του δωματίου. Το μοναδικό κρεβάτι του δωματίου είχε γυρίσει ανάποδα με τα σεντόνια σκισμένα πάνω σε ένα σωρό από σκοτωμένες γαλάζιες πεταλούδες. Τα φτερά όλων είχαν τσακιστεί και παντού κυλούσαν τα ζουμιά τους. Ο παλμογράφος απέναντι είχε πέσει κάτω με την οθόνη του γεμάτη ρωγμές. Το ταβάνι επίσης ήταν γεμάτο ανοίγματα.
Περπάτησε λίγο εντός του δωματίου προσπαθώντας να μην πατήσει κάποιο από τα ζωύφια αν και του φαινόταν σχεδόν αδύνατον. Όλο το πάτωμα είχε γεμίσει από αυτά. Σε κάθε του βήμα ακούγονταν ήχοι από τα σώματά τους να σπάζουν στο βάρος του. Μπορούσε να νιώσει ακόμα την παρουσία τριών ατόμων εκεί πέρα. Αλλά μόνο ο Θάνατος και η κοπέλα στα χέρια του είχαν φύγει από εκείνο το δωμάτιο. Κάπου υπήρχε ένα τρίτο άτομο μαζί τους.
Έψαξε τριγύρω να βρει ίχνη κάποιου ανθρώπου ή πλάσματος αλλά χωρίς επιτυχία. Οι πεταλούδες κάτω από τα πόδια του μαρτυρούσαν πως υπήρξε εκεί πέρα ένας Αγγελιοφόρος και το γεγονός ότι είχαν αντιδράσει με αυτόν τον τρόπο σηματοδοτούσαν πως ο αφέντης τους είχε βρεθεί σε κίνδυνο. Έκανε ένα βήμα ακόμα πιο πέρα σε μια προσπάθειά του να βγάλει μια άκρη μέσα σε εκείνο το χάος που επικρατούσε στο δωμάτιο.
Ένας μεταλλικός ήχος προήλθε κάπου ανάμεσα στο κριτσάνισμα των εντόμων. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα εκεί και γονάτισε. Η μαύρη καπαρντίνα στο ασημένιο φως του φεγγαριού από το σπασμένο παράθυρο του δωματίου βουτήχτηκε μέσα στο υγρό των εντόμων με τον ίδιο να απλώνει τα χέρια του γύρω από ένα σπασμένο μέταλλο. Κάποτε ήταν ένας Αιχμαλωτής αυτό το πράγμα στα χέρια του. Έψαξε για τον Καταγραφέα χωρίς να μπορεί να τον δει πουθενά. Ένας Αγγελιοφόρος θα αποχωρίζονταν τα συγκεκριμένα πράγματα μονάχα όταν θα έπαυε να υπάρχει. Τα πλάσματα στα πόδια του ίσως ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι εκείνο το πλάσμα δεν υπήρχε πλέον.
Έκανε να σηκωθεί και τότε κάπου ανάμεσα στα πτώματα των πεταλούδων διέκρινε λίγες μακριές τρίχες που έλαμπαν με το καστανό τους χρώμα στις φεγγαραχτίδες. Τύλιξε το χέρι του γύρω από αυτές και τις έφερε κοντά στην μύτη του. Ένα γυναικείο άρωμα γέμισε το μυαλό του, ενώ αργά αργά κατέβαινε και απλωνόταν στα στήθη του.
Ήξερε πολύ καλά πως η επόμενη φορά που θα μύριζε το συγκεκριμένο άρωμα θα ήταν απευθείας από εκείνη την κοπέλα στα χέρια του Θανάτου όταν την συναντούσε. Σηκώθηκε όρθιος και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο εξαφανίστηκε εν ριπή ανέμου.
Όλο το διήγημα εδώ
Credits:
Ευχαριστούμε την Παρασκευοπούλου Ελισάβετ για το υπέροχο εξώφυλλο!