Έπρεπε όμως να βεβαιωθεί. Έσκυψε προς την μεριά της να κοιτάξει το πρόσωπό της καλύτερα. Το χρώμα της λεπτό προς λεπτό εξασθενούσε. Έφερε το δεξιό του δείκτη στο ύψος του λαιμού της θέλοντας να νιώσει τον σφυγμό της. Όπως το περίμενε. Δεν υπήρχε τίποτα που να αποδεικνύει ότι είναι ακόμα ζωντανή.
Έχοντας το πρόσωπό του κοντά στο σώμα της έστρεψε για τελευταία φορά τα μάτια του στο ύψος του προσώπου της που πριν λίγο καλύπτονταν από τις σκιές. Τα μάτια και τα χείλη της ήταν κλειστά. Φάνταζε τόσο ήρεμη. Τα μαλλιά της απλώνονταν δεξιά του λαιμού της κατά μήκος των σεντονιών μέχρι και λίγο πιο κάτω από το στέρνο της. Κάποιος της τα είχε φτιάξει νωρίτερα. Άφησε το δεξί του χέρι από το λαιμό της να παίξει λίγο με την άκρη της κόμης της. Ήταν η πρώτη φορά που άγγιζε και ένιωθε πως είναι η υφή των ανθρώπινων μαλλιών. Ένα άρωμα ξεχύθηκε από κει πέρα και έφτασε ως τη μύτη του κάνοντάς τον για λίγο να ξεχάσει τον χώρο στον οποίο βρισκόταν και τον λόγο που στεκόταν πάνω από την αποθανούσα κοπέλα.
« Μπορώ να προχωρήσω με την Απορρόφηση;», ακούστηκε η τραχιά φωνή του Αγγελιοφόρου και νιώθοντας ένα ρίγος ενόχλησης να σκαρφαλώνει στην πλάτη του ξαναγύρισε στο δωμάτιο. Έστρεψε την προσοχή του προς την είσοδο του δωματίου. Στην ανοιχτή πόρτα στέκονταν ο Αγγελιοφόρος μέσα στο μαύρο πέπλο του. Στο ασθενές σεληνόφως το πρόσωπό και τα μακριά του χέρια έλαμπαν. « Έχω και άλλες ψυχές να συλλέξω εδώ γύρω. Συγγνώμη που φαίνομαι βιαστικός», πρόσθεσε εισερχόμενος του δωματίου.
Ο Θάνατος στεκόταν ανάμεσα στον Αγγελιόφορο και το κρεβάτι της κοπέλας.
« Δεν σου είπα να περιμένεις να τελειώσω με το Διαχωρισμό;», μουρμούρισε με κάπως επιθετικό τόνο δείχνοντας φανερά ενοχλημένος με την παρουσία του Αγγελιοφόρου μπροστά του.
Μια από τις πεταλούδες του Αγγελιοφόρου φτερούγισε από ένα ράφι δίπλα από τον παλμογράφο. Διέσχισε πάνω από τον ώμο του Θανάτου και έκατσε στο φανάρι στο δεξί χέρι του Αγγελιοφόρου. Για μια στιγμή ο ίδιος πάγωσε στη θέση του συνειδητοποιώντας πως τόση ώρα η πεταλούδα που είχε επισκεφτεί την Χρυσάνθη το απόγευμα βρισκόταν ακόμα εντός του δωματίου.
« Με ειδοποίησε η γλυκιά μου από εδώ ότι σας είδε να κάνετε τον Διαχωρισμό και γι’ αυτό ήρθα εδώ πέρα», μουρμούρισε ο Αγγελιοφόρος και το άχειλο στόμα δημιούργησε ένα πλατύ χαμόγελο. « Βέβαια δεν έχω όλο το χρόνο του κόσμου να σας περιμένω να αγγίζετε έναν νεκρό άνθρωπο».
Ο Αγγελιοφόρος γνώριζε πολύ καλά τι είχε προηγηθεί σε εκείνο το δωμάτιο. Ο Θάνατος δίχως να θέλει να πει πολλά έκανε στην άκρη και άφησε το πλάσμα να τον προσπεράσει πλησιάζοντας την άκρη του κρεβατιού. Σήκωσε τον Αιχμαλωτή στο ύψος της καρδιά της κοπέλας. Μια γαλάζια φλόγα απλώθηκε μέσα στην λατέρνα και μια ασημένια αύρα άρχισε να βγαίνει σαν καπνός από το σώμα της κοπέλας. Αυτή η ασημένια αύρα εκείνη τη φορά ήταν η ψυχή της κοπέλας που απορροφούνταν από την σπίθα του Αιχμαλωτή.
« Τόσο όμορφη και τόσο νέα για να αφήσει αυτό τον κόσμο», ακούστηκε η τραχιά φωνή του Αγγελιοφόρου. « Ο θάνατος πάντα διαλέγει να πάρει κοντά του τα άτομα που του αρέσουν πιο πολύ».
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ότι έλεγε ο Αγγελιοφόρος το έκανε επίτηδες για να του την πει ή αν όντως ήταν λόγια που τα πίστευε. Είχε σταυρώσει τα χέρια του και κοίταζε το πρόσωπό της κοπέλας, ενώ η ψυχή της έφευγε από το κορμί της. Σύντομα θα ερχόταν το σημείο που μισούσε περισσότερο στο να βλέπει από τον Αιχμαλωτή. Οι κραυγές της ψυχής. Οι ψυχές δεν φυλακίζονταν ποτέ, αλλά όταν με τη βία αποχωρίζονταν το κορμί στο οποίο διέμεναν υπήρχε σίγουρα ο τρόμος για αυτό το άγνωστο γεγονός. Αν θα μπορούσε να το περιγράψει κάπως θα έλεγε πως τις ψυχές εκείνη τη στιγμή τις τραβούσαν από τα μαλλιά για να τις βγάλουν από το σώμα του νεκρού ανθρώπου.
Αν δεν είχε αποσπαστεί νωρίτερα κατά τη διάρκεια του Διαχωρισμού σίγουρα δεν θα χρειαζόταν να ακούει τις κραυγές της ψυχής της Χρυσάνθης εκείνη τη στιγμή. Ίσως στα αυτιά των ανθρώπων να ήταν κραυγές που δεν έφταναν ποτέ, γιατί δεν υπήρχε στόμα ή ανθρώπινη λαλιά για να περιγράψει εκείνο τον ήχο, αλλά στα δικά του μπορούσε ξεκάθαρα να την ακούσει να πονάει. Σταύρωσε τα χέρια του, ενώ έβλεπε τον Αγγελιοφόρο μπροστά του να συνεχίζει τη δουλειά του. Φαινόταν τόσο ήρεμος και ατάραχος στην ηχώ των κραυγών. Το χαμόγελό του ακόμα να σβήσει από τα χείλη του. Άραγε δεν μπορούσε να ακούσει τις κραυγές της ψυχής; Εφόσον είχε μέσα εκείνη την πεταλούδα στο δωμάτιο γιατί δεν περίμενε να τον ειδοποιήσει ότι είχε τελειώσει με την διαδικασία του Διαχωρισμού; Ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται, ενώ το στήθος του έκαιγε όσο διάφορες ιδέες διαπερνούσαν το μυαλό του. Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Προσπαθούσε να το ελέγξει μέσα του αλλά σαν πυρκαγιά διέρχονταν του σώματός του, κάνοντάς τον να σφίξει τις γροθιές του,
« Πρέπει να αγαπάς πολύ τη δουλειά σου, ε;», πρόφερε ο Θάνατος αηδιασμένος από τις αντιδράσεις του Αγγελιοφόρου. « Γιατί θέλησες να γίνεις Αγγελιόφορος όταν έπαψες να είσαι άνθρωπος;»
« Πάντα φοβόμουν το να πεθάνω σαν άνθρωπος», του απάντησε ο Αγγελιοφόρος. « Φοβόμουν ότι θα χάσω τις απολαύσεις της ζωής. Ήμουν πλούσιος όσο ήμουν άνθρωπος και απολάμβανα το τι μου έδιναν τα λεφτά στο κατακόρυφο. Βλέπετε αυτή ήταν και η ύβρις μου που οδήγησε εν τέλει στο να κολλήσω ένα θανατηφόρο σεξουαλικό νόσημα πριν διακόσια χρόνια περίπου. Αλλά ακόμα και τότε ήθελα να ζήσω και άλλο. Οπότε όταν το Ρολόι μου σχεδόν είχε φτάσει στο τέλος του μου είπαν είτε να συνεχίσω να ζω στο βασίλειο των ψυχών είτε να επισκέπτομαι τον κόσμο των ανθρώπων. Προτίμησα το δεύτερο, αλλά σύντομα ανακάλυψα πόσο ωραίο είναι να είσαι ένα πλάσμα έξω από τη σφαίρα των ανθρώπων, οπότε άρχισα να βρίσκω απολαύσεις που θα άρμοζαν σε ένα πλάσμα σαν εμένα, παρά στην πρώην ανθρώπινη φύση μου», είπε και σταμάτησε για λίγο βλέποντας την ασημένια αύρα να κραυγάζει μπροστά του. «Είναι κάποια πράγματα που ακόμα και αν ήσουν άνθρωπος και ζούσες μέχρι τέλους δεν θα μπορούσες να δεις ποτέ».
Δεν απάντησε. Ήξερε πως άνοιγε το στόμα του ίσως έλεγε κάτι που το μετάνιωνε. Αποφάσισε να φύγει από εκείνο το δωμάτιο. Μονάχα έτσι θα μπορούσε να ηρεμήσει από εκείνο το μαρτύριο της κοπέλας αλλά και από την αηδιαστική, για τον ίδιο, ύπαρξη του Αγγελιοφόρου. Κοίταξε για τελευταία φορά το πρόσωπο της κοπέλας. Σάστισε.
«ΣΤΑΜΑΤΑ!», βρυχήθηκε και πλησίασε τον Αγγελιοφόρο ακαριαία, αλλά ένα σμήνος πεταλούδων χώθηκε ανάμεσα τους, εμποδίζοντας τον να πλησιάσει το πλάσμα. Στο ασημένιο φως το δωμάτιο γέμισε αναλαμπές από τα γαλάζια φτερά που μαστίγωναν με δύναμη τον αέρα. « ΠΑΡΕ ΑΥΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΜΟΥ!», συνέχισε να βρυχάται χτυπώντας με τα χέρια του τις πεταλούδες ρίχνοντας την μία μετά την άλλη στο πάτωμα.
« Απαγορεύεται να σταματάμε την Απορρόφηση», είπε ο Αγγελιοφόρος δίχως το χαμόγελό του να έχει σβήσει από το λευκό του πρόσωπο.
« Δεν κάνουμε Απορρόφηση σε άτομα που είναι ακόμα ζωντανά!», βρυχήθηκε ο Θάνατος και κοίταξε ανάμεσα από τις πεταλούδες την Χρυσάνθη να κάνει μορφασμούς πόνου στο πρόσωπό της. « Την σκοτώνεις!»
Ο Αγγελιοφόρος δεν έδωσε ποτέ σημασία στα λόγια του. Κρατούσε ακόμα τη λατέρνα πάνω από την ξαπλωμένη κοπέλα απορροφώντας την ασημένια αύρα από το σώμα της. Το σμήνος πεταλούδων φάνταζε ατελείωτο και υπερύψωνε ολοένα και περισσότερο ένα τοίχος ανάμεσα στον Θάνατο και τον Αγγελιοφόρο. Μέσα στις προσπάθειές του να χτυπάει τις πεταλούδες κοίταξε το Ρολόι της Ζωής της Χρυσάνθης και πάλι. Ήταν εκεί μετέωρο πάνω από την κοπέλα, δίχως άλλο χρόνο για τη ζωή της, αλλά ακριβώς από κάτω η ίδια λικνίζονταν στον πόνο από την Απορρόφηση.
Το στόμα της άνοιξε. Μια κραυγή ήχησε στο δωμάτιο, αλλά προτού προλάβει ο ήχος να απλωθεί στον διάδρομο η πόρτα από πίσω του έκλεισε. Σε εκείνο το δωμάτιο πλέον υπήρχε αυτός, ο Αγγελιοφόρος και η κοπέλα που υπέφερε στα χέρια του πλάσματος μπροστά του. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα του.
« Σταμάτα Αγγελιοφόρε!», βρυχήθηκε και πάλι αλλά η φωνή του επισκιάστηκε από τις κραυγές της κοπέλας. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έτρεμε ολόκληρος. Το στήθος του χτυπούσε ασταμάτητα σαν να υπήρχε όντως μια καρδιά εκεί. Έπιανε την αναπνοή του βαριά και ταχύρυθμη σαν να τον επηρέαζε η κούραση που άγγιζε τους ανθρώπους. Τα χέρια του με μανία χτυπούσαν τα πετούμενα μπροστά του. « Σταμάτα!»
Δεν θα επαναλάμβανε ποτέ τρίτη φορά τον εαυτό του. «Μην μπερδευτείς και μείνεις ποτέ σε αυτή την όχθη όμως», ήχησε η φωνή της Ζωής μέσα του αλλά ήδη οι πράξεις του είχαν ξεπεράσει το επιτρεπτό. Η ανθρώπινη σάρκα είχα εξαφανιστεί από πάνω του. Σκιεροί καπνοί τύλιγαν αυτά που κάποτε ήταν τα χέρια του και το πρόσωπό του καλύφτηκε μέσα σε ένα σκοτεινό πέπλο. Το σώμα του εξαϋλώθηκε μέσα σε μια πανδαισία μικροσκοπικών μαύρων μορίων. Ένα ζευγάρι τεράστιων μαύρων φτερών άνοιξε διάπλατα εντός του δωματίου.
Το τοίχος πεταλούδων φάνταζε απόρθητο έχοντας διαχωρίσει πλήρως τον Αγγελιοφόρο από τον Θάνατο, αλλά μέσα από εκείνη την γαλάζια πανδαισία με το ασημένιο φως μια σκοτεινή ριπή ανέμου βρήκε τον δρόμο της και καρφώθηκε στο πρόσωπο του Αγγελιοφόρου. Ένα χέρι που δεν ήταν ούτε ανθρώπινο ούτε ίδιο με αυτό του Αγγελιοφόρου. Ένα χέρι τυλιγμένο σε ένα σκιερό μανδύα. Τα μακριά δάχτυλα είχαν τυλιχτεί γύρω από το λαιμό του Αγγελιοφόρου και τον σήκωσαν ακόμα πιο ψηλά στον αέρα.
« Ένα… τέρας..», ψέλλισε ο Αγγελιοφόρος προτού πέσει ο Αιχμαλωτής και ο Καταγραφέας στο πάτωμα με τον Αγγελιοφόρο να μην βρίσκεται πλέον εντός εκείνου του δωματίου.
Εδώ η συνέχεια