« Έλα μη κολλάς! Ήθελα να σου πω ότι από τους άλλους τρείς είσαι ο πιο όμορφος, οπότε μην πιστεύεις όταν οι άνθρωποι σε λένε άσχημο», του είπε βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του, ενώ του έδωσε το λουλούδι στην ελεύθερη παλάμη του.
Ξανά εκείνη η αίσθηση της αφής διαπέρασε το σώμα του. Ο κορμός του ήταν μαλακός και δροσερός, ενώ τα φύλλα του έχοντας μια μεταξένια υφή άγγιζαν το χέρι του. Μια ευωδιαστή μυρωδιά έκανε το μυαλό του να μουδιάζει και να γεμίζει εικόνες. Έπειτα μια γεύση από κεράσι στα χείλη του τον επανέφερε σε εκείνη την πλατεία απέναντι από τη Ζωή. Δεν έπρεπε να αφήσει μια οντότητα, έστω και αν αυτή ήταν η μοναδική που θα εμπιστεύονταν σε όλο τον κόσμο, να μάθει για αυτή την αλλαγή που του συνέβαινε.
« Θα το φυλάξω αυτό εδώ μέχρι να βρεθούμε να στο ξαναδώσω», της είπε και η Ζωή χαμογέλασε χαλαρώνοντας την λαβή της στο χέρι του. « Δεν είναι ειρωνικό να μιλάει το άτομο που δίνει ζωή στο άτομο που την τελειώνει;»
« Ξέρουμε και οι δύο πως τίποτα δεν τελειώνει εδώ πέρα», απάντησε χαμογελαστή η ζωή και του έστρεψε την πλάτη διασχίζοντας την πλατεία όλο και πιο μακριά του. « Θυμήσου Θάνατε! Αυτός ο κόσμος είναι μια όχθη ψυχών και εμείς δίνουμε το εισιτήριο σε αυτούς που έρχονται και φεύγουν για ξένα μέρη. Μην μπερδευτείς και μείνεις ποτέ σε αυτή την όχθη όμως!», του είπε και χαιρετώντας τον εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού.
Γύρισε την πλάτη του και αυτός. Σε αντίθεση με τη Ζωή του άρεσε να περπατάει. Όχθη ψυχών. Ήταν όντως οδηγός όμως εκεί πέρα; Ή μια οντότητα που είχε ξεχαστεί από τον χρόνο σε εκείνο το μέρος. Οι δείκτες στο ρολόι της πλατείας σήμαναν εφτά και ο ήλιος στο βάθος του ουρανού είχε εξαφανιστεί από τα μάτια του.
Το νοσοκομείο φάνταζε επιβλητικό το βράδυ με το έντονο φως του να απλώνεται στο γειτονικό τετράγωνο. Ήταν περίπου δεκαόροφο, μπροστά από ένα μεγάλο πάρκο στολισμένο με πράσινους θάμνους και δέντρα. Κάπου εκεί ανάμεσα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει ένα μικρό σιντριβάνι και διάσπαρτα παγκάκια υπό τα πυκνά φυλλώματα. Αν και χειμώνας, τα δέντρα σε εκείνο το μέρος δεν έλεγαν να χάσουν την ομορφιά τους.
Είχε αποφασίσει να πάρει εκείνη τη διαδρομή. Ήθελε για λίγο να δει το συγκεκριμένο σημείο. Το προηγούμενο απόγευμα που είχε περάσει από εκεί υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι. Άλλοι επισκέπτονταν το νοσοκομείο, άλλοι περίμεναν τα μέσα συγκοινωνίας από την κάτω μεριά του πάρκου, ενώ άλλοι κάθονταν στα πολυάριθμα παγκάκια είτε ως ζεύγη που εκδήλωναν το πάθος τους είτε ως τοπικοί φοιτητές που έκαναν την πρακτική τους στο συγκεκριμένο νοσοκομείο.
Εκείνο το απόγευμα όμως δεν υπήρχε ψυχή. Φάνταζε απίστευτα έρημο και ο λόγος ήταν το ψύχος που είχε απλωθεί στην γύρω περιοχή με την δύση του ηλίου. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε το κρύο εκείνου του κόσμου να σκαρφαλώνει το σώμα του. Έπρεπε να βιαστεί όμως. Είχε κάτσει για πολύ σε εκείνη την ανθρώπινη μορφή και αποκτούσε σιγά σιγά χαρακτηριστικά που δεν άρμοζαν σε μια οντότητα. Το μοναχικό εκείνο πάρκο θα ήταν το ιδανικό μέρος για να απαλλαγεί από την σάρκα με την οποία «ντυνόταν».
« Κράτα τα μάτια σου λίγο ακόμα ανοιχτά. Θα έρθω να σε δω σε λίγο», ήχησαν μέσα στο μυαλό του τα λόγια που είχε πει στη Χρυσάνθη εκείνο το απόγευμα. Κρατήθηκε να αλλάξει μορφή. Οριακά εκείνη τη στιγμή το Ρολόι της Ζωής της να τυλίγονταν στις φλόγες. Ίσως μέχρι να φτάσει στο δωμάτιό της κιόλας να μην την προλάβαινε, αλλά αποφάσισε να την επισκεφτεί με την ανθρώπινη μορφή του. Αν ήταν ζωντανή θα της μιλούσε για λίγο ακόμα στις τελευταίες της στιγμές όπως της είχε πει νωρίτερα.
Έκανε να διασχίσει το υπόλοιπο της πλατείας ανάμεσα από το πέτρινο μονοπάτι ανάμεσα από τους θάμνους που έβγαζε στην είσοδο του νοσοκομείου. Τα έντονα φώτα απλώνονταν στο σκοτάδι του πάρκου. Πριν όμως καταφέρει να βγει έξω από αυτό συνειδητοποίησε την σκιά από κάτι που καθόταν στον δεξί του ώμο. Έστρεψε το βλέμμα του και σκουντώντας τον μια τεράστια γαλάζια πεταλούδα, με άνοιγμα φτερών όσο το κεφάλι του, διέσχισε από μπροστά του και χάθηκε στο πυκνό φύλλωμα του γειτονικού δέντρου.
« Απόρησα πότε θα έρθετε επιτέλους», ακούστηκε μια τραχιά φωνή από εκείνο το σημείο και μια έντονη σκιά σαν φίδι ξεχύθηκε κατά μήκος του κορμού και προσγειώθηκε ακριβώς μπροστά του διακόπτοντας την πορεία του.
Κοίταξε πιο προσεκτικά μπροστά του. Η σκιά δεν πατούσε στο έδαφος αλλά, μετέωρη στο σημείο που είχε σταθεί, αιωρούνταν σαν ένα σκοτεινό νέφος. Όσο περνούσε η ώρα όμως και κοιτούσε καλύτερα μέσα σε εκείνο το νέφος διέκρινε περισσότερα χαρακτηριστικά. Δεν υπήρχε σώμα, αλλά ένα μαύρο σκισμένο ένδυμα που πετούσε και οι άκρες του απλώνονταν στο κενό. Δεν υπήρχαν πόδια. Δύο λευκά μακριά χέρια έβγαιναν μέσα από εκείνο τον μανδύα. Το ένα κατέληγε σε ένα σβηστό φανάρι και το άλλο σε ένα βιβλίο, του οποίου το εξώφυλλο ήταν φτιαγμένο από οστά. Το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο μέχρι το ύψος της μύτης, ενώ το υπόλοιπο λευκό, σχεδόν σκελετωμένο πρόσωπό του ήταν χωρίς ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Δεν υπήρχαν χείλη, δεν υπήρχαν γένια, δεν υπήρχαν ρυτίδες ή κάποια ζυγωματικά. Μονάχα μια λεπτή σχισμή που εκεί υπήρχε το στόμα του. Αυτά ήταν τα πλάσματα που τόσο αντιπαθούσε να συναντάει σε εκείνο τον κόσμο. Ένας από τους Αγγελιοφόρους ψυχών. Ένα πλάσμα που κάποτε ήταν άνθρωπος αλλά θέλοντας αιώνια ζωή κατέληξε να είναι κάτι ανάμεσα σε οντότητα και ανθρώπινο ον.
Ήταν ένας εισπράκτορας ψυχών. Από την μία εκείνο το φανάρι ήταν ο Αιχμαλωτής, το μέσο στο οποίο παγίδευαν την ψυχή του ανθρώπου μέχρι να την οδηγήσουν στην επόμενη ζωή, το Βασίλειο των Ψυχών. Από την άλλη ο Καταγραφέας, το βιβλίο που έγραφαν όλοι οι Αγγελιοφόροι τα ονόματα των ψυχών που έστελναν στην επόμενη ζωή. Ένα βιβλίο που είχαν όλοι μαζί τους και συνδέονταν με ένα κύριο που κρατούσε στα χέρια του η Ισορροπία, η οντότητα που ήταν υπεύθυνη για την ομαλή λειτουργία στον κόσμο των ανθρώπων.
« Παραλίγο να μην σας καταλάβω Θάνατε», ακούστηκε η τραχιά φωνή του και πάλι με εκείνη την σχισμή στο ύψος του στόματος να ανοίγει. « Αν η πεταλούδα μου δεν έδειχνε τέτοια φιλική διάθεση απέναντί σας θα σας περνούσα για άνθρωπο», πρόφερε με την πεταλούδα να κάθεται πάνω από το φανάρι του.
« Γνωρίζεις πολύ καλά πως έχουμε το δικαίωμα να παίρνουμε ανθρώπινη μορφή ώστε να εκτελούμε το έργο μας», είπε ο Θάνατος έχοντας τα χέρια μέσα στις τσέπες του παντελονιού του.
« Ναι βεβαίως. Απλά όταν σας είδα να φεύγετε πιο πριν νόμιζα ότι δεν θα γυρνούσατε πάλι. Πίστευα ότι θα έκανα την Απορρόφηση μόνος μου».
« Εφόσον με είδες εδώ πέρα δεν υπήρχε λόγος να μην επιστρέψω. Είχα να κάνω μια δουλειά απλά στο ενδιάμεσο. Ούτως ή άλλως είδα μια από τις πεταλούδες σου να είναι στο δωμάτιο εκείνης της κοπέλας».
«Προφανώς», πρόφερε με την τραχιά φωνή του ο Αγγελιοφόρος και η σχισμή πλάγιασε στο πρόσωπό του σχηματίζοντας ένα χαμόγελο. « Δεν είναι υπέροχα πλάσματα; Χάσαμε τα μάτια μας όταν γίναμε Αγγελιοφόροι αλλά αποκτήσαμε αυτές να βλέπουν και να αισθάνονται για εμάς».
« Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος που ήταν άνθρωπος δεν θα ήθελε να είναι στο βασίλειο των ψυχών και προτίμησε να συλλέγει ψυχές σε αυτόν τον κόσμο», μουρμούρισε ο Θάνατος και κάπως το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπο του Αγγελιοφόρου. «Η κοπέλα είναι ακόμα ζωντανή στο δωμάτιο;»
Ο Αγγελιοφόρος δεν απάντησε αμέσως. Το σώμα του έκανε κάποιον σπασμό και έστρεψε το πρόσωπό του προς την πεταλούδα στο φανάρι. Η σχισμή στο λευκό του πρόσωπό άνοιξε άλλα δεν βγήκε καμιά λέξη αλλά ένας τσιριχτός ψίθυρος. Όταν ξαναέκλεισε η πεταλούδα τινάζοντας τα φτερά της αιωρήθηκε και μπήκε μέσα στο ένδυμά του σαν να την απορρόφησε. Έπειτα έστρεψε το πρόσωπό του πάλι προς τον Θάνατο με την σχισμή να παίρνει πάλι εκείνη την καμπύλη του χαμόγελου.
« Προ ολίγων λεπτών το Ρολόι της Ζωής της έφτασε στο τέλος του».
« Θα μπω μέσα. Θα κάνω τον Διαχωρισμό και έλα μετά να κάνεις την Απορρόφηση», του είπε ο Θάνατος και άρχισε να βαδίζει από δίπλα του δίχως να τον κοιτάξει καν.
« Δεν θα αλλάξετε την μορφή σας;», απόρησε ο Αγγελιοφόρος, αλλά ο Θάνατος δεν απάντησε. « Θα μπορούσα να έρθω μαζί σας τώρα να ξεμπλέκουμε γρήγορα με αυτόν τον άνθρωπο; Έχω κάτσει ήδη πολύ ώρα εδώ πέρα σε αυτόν τον κόσμο».
« Σου είπα να έρθεις να κάνεις την Απορρόφηση. Θέλω να είμαι μόνος στον Διαχωρισμό. Να σου υπενθυμίσω πως αυτός ο κόσμος ήταν κάποτε το σπίτι σου», είπε κάπως με επιθετική διάθεση και συνέχισε να βαδίζει νιώθοντας στην πλάτη του στραμμένο το πρόσωπο του Αγγελιοφόρου. « Α! Και κάτι τελευταίο! Επόμενη φορά που θα επιτρέψεις ένα από τα πλάσματά σου να επισκεφτεί άτομο που θα είμαι μαζί του εγώ εκείνη την ώρα ή το αφήσεις να κάτσει πάνω μου θα φροντίσω ο ίδιος να του κόψω τα φτερά».
« Όπως επιθυμείτε», μουρμούρισε ο Αγγελιοφόρος, προτού ο Θάνατος μεταφερθεί από το πάρκο στον διάδρομο Σπάνιων Ασθενειών εντός του νοσοκομείου.
Θα μπορούσε να το είχε κάνει εξ αρχής αλλά δεν του άρεσε να μεταφέρεται από εδώ και από εκεί χάνοντας την ευκαιρία να ζήσει, έστω και εκείνες τις στιγμές που διατηρούσε την ανθρώπινη μορφή, την δυνατότητα να ζει ότι και τα άτομα που επισκέπτονταν. Η πτέρυγα του νοσοκομείου φάνταζε το ίδιο άδεια με το πρωί. Πάλι δεν υπήρχε γιατρός, νοσοκόμα ή κάποιος άνθρωπος στα καθίσματα έξω από τα δωμάτια των ασθενών. Η ιδέα και μόνο πως κάποιος θα μπορούσε να κολλήσει κάποια ανίατη θανατηφόρα ασθένεια ήταν αρκετή ώστε να κρατήσει τον ένατο όροφο εκείνου του νοσοκομείου σε κατάσταση καραντίνας.
Δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα που είδε το μπλε σκούρο χρώμα του αριθμού εξήντα τρία της πόρτας της Χρυσάνθης. Αυτή τη φορά ήταν κλειστή όμως. Κάποιος είχε περάσει από το δωμάτιό της όσο έλειπε. Αν ίσχυε όντως ότι είχε πει ο Αγγελιοφόρος τότε με το που έφτασε στους τελευταίους χτύπους της καρδιάς της, κάποιος γιατρός ή νοσοκόμα λογικά θα είχε εισέλθει στο δωμάτιο για την καταγραφή θανάτου και σύντομα θα μετέφεραν τη σωρό της.
Ήταν σειρά του όμως να μπει στο δωμάτιο. Ο Διαχωρισμός ήταν το καθήκον του Θανάτου στον ανθρώπινο κόσμο. Η στιγμή που ένα Ρολόι της Ζωής τότε ήταν εκεί αυτός να διαχωρίσει τη ψυχή από το σώμα του ατόμου. Έπειτα κάποιος αγγελιοφόρος θα προχωρούσε στην Απορρόφηση ώστε να την μεταφέρει στο βασίλειο των ψυχών. Καθημερινά όμως δεν μπορούσε να βρίσκεται πανταχού παρών να εφαρμόζει τον Διαχωρισμό, οπότε όταν έσβηνε η σπίθα ζωής κάποιου τότε ένας από τους χιλιάδες Αγγελιοφόρους στον κόσμο των ανθρώπων, με την χρήση του Αιχμαλωτή, έκανε την Απορρόφηση κατευθείαν από το σώμα του. Η μόνη διαφορά όμως σε σχέση με τον προηγηθέντα Διαχωρισμό ήταν πως μόνο με την Απορρόφηση βασανίζονταν η ψυχή μέχρι το τέλος της διαδικασίας, καθώς ουσιαστικά την τραβούσε με τη βία έξω από το σώμα που διέμενε.
Έπιασε το ασημένιο πόμολο της πόρτας και το κατέβασε προς τα κάτω με μια ζεστή αύρα να ξεχύνεται στο πρόσωπό του. Δειλά δειλά αποκάλυπτε το εσωτερικό του δωματίου που είχε δει πριν λίγες ώρες. Τα φώτα ήταν σβηστά εντός του. Στο ασθενές σεληνόφως που τρύπωνε στο δωμάτιο από τα κλειστά παραθυρόφυλλα μπορούσε να διακρίνει το ασημένιο μέταλλο του κρεβατιού να λάμπει στο σκοτάδι.
Εκμεταλλευόμενος αυτό τον φυσικό φωτισμό τα μάτια του άρχισαν να σκαρφαλώνουν κατά μήκος του κρεβατιού. Τα σεντόνια ήταν τσαλακωμένα και κάτω από αυτά μπορούσε να διακρίνει το σώμα της κοπέλας. Όσο πλησίαζε όμως προς το πρόσωπό της το φως λιγόστευε και εν τέλει σταματούσε στο ύψος του λαιμού της βυθίζοντας το πρόσωπό της στο σκοτάδι. Το ρολόι της Ζωής ήταν όμως κάτι που δεν μπορούσε να κρυφτεί στις σκιές του ανθρώπινου κόσμου και ήταν εκεί πέρα μηδενισμένο, δίχως να έχει άλλες φλόγες γύρω του. Το έλεγε πύρινο ρολόι όσο ζούσε κάποιος, αλλά σαν πέθαινε εκείνες οι φλόγες έσβηναν και ένας ασθενής καπνός απλώνονταν στη θέση τους. Ο παλμογράφος από δίπλα επιβεβαίωνε ότι το Ρολόι της Ζωής δεν θα μπορούσε να λέει ψέματα. Εκείνος ο πράσινος δείχτης που πριν λίγες ώρες σχημάτιζε βουνά και χαράδρες πλέον φάνταζε σαν μια ήρεμη θάλασσα ακολουθώντας ευθεία γραμμή.
Είχε κρατήσει την ανθρώπινη μορφή του θέλοντας κάπου βαθιά μέσα του να μπορέσει να της ξαναμιλήσει και να του χαρίσει εκείνο το λαμπερό χαμόγελο, αλλά αυτή ήταν η φύση του ανθρώπου που ζούσε τόσους αιώνες. Όλοι στα μάτια του εν τέλει θα κατέληγαν το ίδιο. Δεν θα μπορούσαν να χαμογελάσουν τόσο αστραφτερά. Να ανοίξουν τα μάτια τους όσο όμορφα και να ήταν. Να γελάσουν ή να κλάψουν. Όλοι στα μάτια του εν τέλει θα κατέληγαν ως κενά σώματα με τις ψυχές τους να τον αφήνουν πίσω σε εκείνη την όχθη ψυχών, όπως είχε πει και η Ζωή. Ήταν οδηγός, δεν ήταν ένας ταξιδιώτης.
Στάθηκε δίπλα από το κρεβάτι και άπλωσε τα χέρια πάνω από το σώμα της. Θα κρατούσε το λόγο του μέχρι και την τελευταία στιγμή. Μια ασημένια αύρα απλώθηκε από τις ανοιχτές του παλάμες και άρχισε να σκαρφαλώνει σαν κισσός στο σώμα της. Ήταν πιο έντονη από το σεληνόφως και στα μάτια του το δωμάτιο είχε τυλιχτεί σε ένα ασημένιο πέπλο φωτός. Η αύρα κυλούσε πάνω στα γυμνά χέρια της, στις πιτζάμες της, στα πόδια της και έφτανε ολοένα στο πρόσωπό της. Σκαρφάλωσε στο λαιμό περικυκλώνοντας την περιοχή της καρωτίδας και ανέβηκε στο λεπτό μικρό πιγούνι της. Έφτασε στα χείλη της. Ήταν ακόμα ρόδινα, δείγμα ότι πριν λίγο ήταν ακόμα ζωντανή. Ίσως αν δεν είχε καθυστερήσει πριν με τον Αγγελιόφορο ή αν είχε πάρει εξ αρχής την μορφή του να την είχε προλάβει ζωντανή. Η ασημένια αύρα απλώθηκε και στα χείλη της και συνέχισε στο υπόλοιπο πρόσωπό της.
« Ήρθες…», ακούστηκε στο μυαλό του η ασθενής φωνή της Χρυσάνθης και έκλεισε τις παλάμες του με την αύρα να χάνεται και να βυθίζει και πάλι το δωμάτιο στο σκοτάδι. Δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό που είχε ακούσει. Ίσως ήταν στο μυαλό του. Για μια στιγμή κοίταξε την κοπέλα αλλά δεν υπήρχε καμία αντίδραση από μεριά της. Δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε σκεφτεί για μια στιγμή. Δεν υπήρχε άνθρωπος που το Ρολόι της Ζωής του να είχε τερματιστεί και να μπορούσε να ζήσει.
Έπρεπε όμως να βεβαιωθεί
Εδώ η συνέχεια