
Αρχαιοελληνικό κλασικό κάλλος και ζήτημα διαχρονικότητας: Αποτίμηση δημοσκόπησης
Καθώς η εβδομάδα κατευθύνεται με γοργούς ρυθμούς προς το τέλος της κι έχοντας συμπληρωθεί περίπου επτά ημέρες από την έναρξη της συγκεκριμένης δημοσκόπησης, έφτασε η στιγμή για τον απολογισμό περί των πεποιθήσεών σας. Για μία ακόμη φορά, μελετώντας τις δικές σας απαντήσεις, είμαστε έτοιμοι να εξάγουμε σχετικά συμπεράσματα για την επικρατούσα αντίληψη. Καταρχάς, κρίνεται ωφέλιμη μία γενική αναφορά στα αποτελέσματα, πριν ακόμα εισέλθουμε σε περαιτέρω λεπτομέρειες. Αν κι η επίσκεψη σε μουσεία κι αρχαιολογικούς χώρους δεν καθίσταται ο κατεξοχήν τρόπος ψυχαγωγίας της πλειονότητας των σύγχρονων Ελλήνων, οι δεύτεροι είναι σε θέση να επιλέγουν συνειδητά και σε μεγάλο ποσοστό την κλασική και -μετέπειτα ελληνιστική- περίοδο ως την πιο αρεστή κι ενδιαφέρουσα για αναζήτηση. Η γενική ροπή προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση διαφαίνεται, άλλωστε, ξεκάθαρα κι από την αίσθηση δέους που δημιουργούν στην πλειοψηφία τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της εποχής αυτής. Ας αναφερθούμε, όμως, περισσότερο επισταμένα στα δεδομένα της δημοσκόπησης…
Επισκέψεις σε μουσεία
Όπως προαναφέρθηκε, η συγκεκριμένη κοιτίδα τέχνης και πολιτισμού δε συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πρώτιστες επιλογές του κοινού. Συγκεκριμένα, μόλις το 2% των αναγνωστών δήλωσε πως πραγματοποιεί εβδομαδιαίες επισκέψεις σε μουσειακούς χώρους, ενώ οι μουσειακές αποδράσεις του 46% είναι μηνιαίες. Το γεγονός αυτό εγείρει προβληματισμούς σχετικά με το πώς αντιμετωπίζει ο μέσος σύγχρονος Έλληνας την ιδέα του μουσείου. Ύστερα από τις παρατιθέμενες απαντήσεις, θα ισχυριζόταν κανείς πως- στη σκέψη του- υπερισχύει μάλλον η έννοια του “μουσείου ως χώρου εκπαίδευσης, “θρησκευτικής“ κατάνυξης κι επίδειξης γνωστικού επιπέδου”, παρά εκείνη του “μουσείου ως χώρου συνάντησης, αλληλεπίδρασης κι ενεργού συμμετοχής”. Κι εδώ τίθεται το ζήτημα της ελκυστικότητας των ελληνικών μουσείων και του κατά πόσο επιτρέπουν στον επισκέπτη την πλήρη διάδραση με τα εκθέματα, το προσωπικό αλλά και τους λοιπούς επισκέπτες. Υπό ιδανικές συνθήκες, δέκτες κι ευρήματα (τα οποία αποτελούν φορείς πολλαπλών μηνυμάτων) δρουν από κοινού για την ανασύνθεση του παρελθόντος.
Κάτι τέτοιο θεωρείται φυσιολογικό, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε την απομάκρυνση του εκάστοτε εκθέματος από το αρχαιολογικό του context, το αρχαιολογικό συγκείμενο ή το πολιτισμικό περιβάλλον, δηλαδή, στο οποίο κι ανεσκάφη και την τοποθέτησή του σ’ έναν χώρο περισσότερο “άψυχο”. Εκεί, λοιπόν, που η μουσειακή αίθουσα στέκεται τυχόν ανεπαρκής στην ερμηνεία των πληροφοριών που φέρει το αρχαιολογικό εύρημα, έρχεται ο ανθρώπινος νους ν’ αποκωδικοποιήσει και ν΄αναπλάσει- με κύριο όπλο τις γνώσεις και τις επικοινωνιακές του ικανότητες- ολόκληρα συστήματα πολιτισμού, πεποιθήσεων κι αξιών.

Προτίμηση σε ιστορική περίοδο
Στη συγκεκριμένη ερώτηση, παρατηρήθηκε ποικιλία απαντήσεων με την κλασική/ ελληνιστική περίοδο να επικρατεί κατά 58% . Η κλίση των προτιμήσεων προς τη συγκεκριμένη ιστορική εποχή θα αιτιολογούνταν με δύο τρόπους. Αρχικά, ενδεχομένως και να προβάλλεται περισσότερο, όντας άλλωστε αρκετά αγαπητή στον κόσμο εκτός Ελλάδας. Αυτήν ακριβώς τη δημοφιλία καπηλεύονται τόσο η βιομηχανία του τουρισμού, όσο κι άλλοι υψηλά ιστάμενοι φορείς. Λόγω της συγκεκριμένης προώθησης, οι περισσότεροι Έλληνες τείνουν ν’ αναγνωρίζουν και να επιλέγουν ως αρεστή την κλασική κι ελληνιστική περίοδο. Ίσως πρόκειται για τη μοναδική περίοδο του παρελθόντος για την οποία έχουν γνώσεις, εφόσον ουκ ολίγοι από αυτούς αρνούνται γενικά να καταπιαστούν με ιστορικές περιόδους κι αρχαιολογικά ζητήματα. Η δεύτερη εξήγηση μας παραπέμπει στην επόμενη ενότητα κι έχει να κάνει με αντικειμενικά κριτήρια τα οποία κι οδηγούν στην έλξη απέναντι σε “προϊόντα” της εποχής.

Αρχαιοελληνικό κλασικό κάλλος: διαχρονική αποδοχή και προτίμηση (;)
Στο τελευταίο αυτό ερώτημα της δημοσκόπησης, η συντριπτική πλειοψηφία των αναγνωστών επέλεξε το αρχαιοελληνικό κλασικό κάλλος ως το πλέον διαχρονικό κι άξιο θαυμασμού. Το γεγονός αυτό έχει αποδειχθεί επανειλημμένα. Πράγματι, αρκετές θέσεις θέλουν τον άνθρωπο να έλκεται από το “κλασικό”, διότι σε αυτό ενυπάρχουν 3 αξίες- πυλώνες της τέχνης και της ζωής εν γένει: το μέτρο, η αρμονία κι η ισορροπία. Τα εξαίσια σώματα, πλασμένα γεμάτα χάρη και κίνηση. Οι συνεχείς γεωμετρικές ευθείες και συνάμα οι τέλειες καμπύλες που διατρέχουν σαν σκιές την κεφαλή, το σώμα και τ’ ακροδάχτυλά τους. Τα πλούσια πτυχωτά ενδύματα μα και τα απογυμνωμένα μυώδη κορμιά. Οι σκεπτικές εκφράσεις του καθ’ όλα αδιατάρακτου προσώπου. Όλα συναινούν στη δημιουργία μιας διαχρονικά άψογης εικόνας, ενός αισθητικά ολοκληρωμένου αποτελέσματος.
Οι κλασικές φιγούρες δεν θα πάψουν ποτέ να γοητεύουν τον θεατή, ακριβώς διότι αποτυπώνουν τα ήθη και τις αρχές ενός ολόκληρου κόσμου. Ενός κόσμου που κάποτε οι άνθρωποι σέβονταν και τιμούσαν ως θεό: της φύσης. Αυτό αποδεικνύεται, άλλωστε, από τη φυσιοκρατική στάση και μυολογία που χαρακτηρίζει κάθε γλυπτό της εποχής. Ο συνδυασμός του απλοϊκά ιδανικού και του φυσικά πληθωρικού, αφήνει άναυδο εκείνον που θα έρθει αντιμέτωπος με το εκάστοτε δημιούργημα. Στην απλότητα, άλλωστε, έγκειται ολόκληρη η κοσμοθεωρία του κλασικού. Στην απλότητα κρύβεται η σοφία κι επομένως η ουσία. Ο Περικλής, δημοφιλής πολιτικός που με το έργο του στιγμάτισε έναν ολόκληρο αιώνα το επιβεβαιώνει. “Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾽ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας” αναφέρει στον Επιτάφιό του. Αγαπάμε, δηλαδή, την ομορφιά μέσα απ’ την απλότητά της κι έτσι την προσεγγίζουμε.
Σαφέστατα, η αισθητική ορίζεται με διαφορετικά κριτήρια από την εκάστοτε εποχή και πολιτισμό. Αν εξετάσουμε, ωστόσο, το αρχαιοελληνικό κλασικό κάλλος, θα διαπιστώσουμε ότι ενέχει κάτι το αναλλοίωτο. Το κλασικό διαπερνά τους αιώνες αλώβητο από σύγχρονες αλλοτριώσεις. Κι αν το γεγονός αυτό θεωρείται απορίας άξιο, η απάντηση βρίσκεται μπρος στα μάτια μας. Το κλασικό αντιπροσωπεύει τη “χρυσή τομή”, τις ιδανικές αναλογίες που κατά την άποψη του Fechner χαρακτηρίζουν ολόκληρο τον κόσμο. Το κλασικό εκφράζει τον αιώνιο άνθρωπο, γιατί ορίζεται με γνώμονα τους νόμους της φύσης. Κι η φύση, σε όλη της την ολότητα, θεωρείται αενάως οικεία στο ανθρώπινο μάτι. Το κλασικό μαρτυρά μιαν ακμή που σαν την πιο φωτεινή αστραπή διαπέρασε τον κόσμο με συντριπτική ταχύτητα. Για μια “στιγμή”. Ύστερα χάθηκε. Έκτοτε, θεωρείται πανταχού παρόν μα ποτέ υλοποιήσιμο με την ίδια αίγλη.
Πηγές άρθρου:
- Ανδρόνικος, Μ. (2007). ΑΚΡΟΠΟΛΗ. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
- Μπάρμπας, Ι. (2004). Θουκυδίδης: “Περικλέους Επιτάφιος”. Αθήνα: ΖΗΤΡΟΣ.
- Πλάντζος, Δ. (2016). Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία 1200-30 π.Χ. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ.
- Σκαλοχωρίτου, Γ.(2009). Ο ΑΡΙΘΜΟΣ Φ- Ο ΧΡΥΣΟΣ ΜΕΣΟΣ. Ανακτήθηκε από file:///C:/Users/user/Downloads/file0%20(2).pdf (τελευταία πρόσβαση 13/11/2020).