Ανάποδα το 69 είναι 96
Το ξυπνητήρι έγραφε 1996 ή είχε χαλάσει ;
Εκείνο το πρωινό ήταν πολύ περίεργο καθώς τα πράγματα που άρχισαν να συμβαίνουν δεν ήταν στο πλαίσιο της λογικής. Καταρχάς υπήρχε ο φωτισμός εκείνος που άλλαζε σαν να τρεμόσβηναν τα φώτα. Ότι έχανα και ξανάβρισκα το φως μου δεν ήταν το μόνο τρελό. Το παράξενο ήταν ότι αλλάζανε και κάποια άλλα πράγματα γύρω μου. Αλλά ας αρχίσουμε από την αρχή.
Το πρωί το ξυπνητήρι δεν χτύπησε καθόλου και όταν σηκώθηκα έκανε πολύ κρύο. Μία αίσθηση μούχλας ήρθε στη μύτη μου και η σκόνη που βρισκόταν γύρω μου με έκανε να φταρνιστώ. Αυτό ήταν πολύ περίεργο γιατί είχα καθαρίσει το προηγούμενο βράδυ. Τινάζοντας το πάπλωμα πετάχτηκε σκόνη δεκαετιών στην ατμόσφαιρα σε σημείο που νόμιζα ότι μου έκαναν κάποιο αστείο. Ήταν σαν να είχαν περάσει δέκα χρόνια χωρίς…
ξεσκόνισμα.
Η δεύτερη αίσθηση που είχα ήταν τα ρούχα που φορούσα να έχουν λιώσει σε τέτοιο βαθμό που τα ένιωθα σαν κουρέλια πάνω μου. Γύρισα το διακόπτη του φωτός και δε λειτουργούσε. Μέσα στο μισοσκόταδο άνοιξα τα παντζούρια να μπει ο ήλιος μα αντίκρισα πλάκες καρφωμένες από την εξωτερική μεριά. Ήμουν σίγουρη πως κάποιος μου έκανε πλάκα τώρα. Από έξω, στο δρόμο, ακούστηκε μια κόρνα αυτοκινήτου.
Πανικός με κατέβαλλε και έτρεξα στο διάδρομο, κατέβηκα τις σκάλες που οδηγούσαν στον κάτω όροφο και άνοιξα την πόρτα. Αντίκρισα πάλι σανίδες από την εξωτερική μεριά του σπιτιού και, μέσα στην οργή μου, τις κλώτσησα. Βγήκα έξω σαν πολεμιστής που κάνει εξόρμηση στην ίδια του την αυλή.
Ξερόχορτα απλωνόντουσαν σε μεγάλο ύψος, όλη η αυλή μου ήταν σε κατάσταση ζούγκλας με τα φυτά να έχουν μεγαλώσει και ξεραθεί από πάρα πολλά χρόνια, τουλάχιστον δεκαετίας. Τα μαλλιά μου μπλέχτηκαν στα τεράστια κλαδιά από το δέντρο, σαν εκείνο να μην με άφηνε να περάσω, να μείνω μέσα στο σπίτι.
Κοίταξα απέναντι τα σπίτια και κάπως ηρέμησα καθώς αυτά ήταν γνώριμα αλλά κάτι στο πίσω μέρος του μυαλού μου αντιμιλούσε, διακρίνοντας κάποιες μικρές διαφορές, λεπτομέρειες που έλεγαν ότι «κάτι» περίεργο υπήρχε.
Απέναντι τα σπίτια που ήξερα είχαν κάτι διαφορετικό από ό,τι θυμόμουν μα δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς. Αλλά τα αυτοκίνητα που πέρναγαν στο δρόμο ήταν το κάτι άλλο, δεν είχα ξαναδεί τόσο διαφορετικά μοντέλα και χρώματα.
Δεν είχαν φτερά τριγωνικά όπως στην εποχή μου αλλά είχαν στρογγυλές γωνίες και τα χρώματά τους ήταν πολύ μεταλλικά, δεν υπήρχαν εκείνα τα φανταχτερά χρώματα που είχαμε στα χρόνια που ζούσα, τη δεκαετία του εξήντα. Οι μηχανές τους σχεδόν αθόρυβες και οι προφυλακτήρες τους ήταν από πλαστικό αντί για αλουμίνιο. Σαν να είχαν βγει από ταινία του μέλλοντος.
«Τι γινόταν εδώ πέρα ;»
Το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή, πριν αρχίσει να τρελαίνεται, βρήκε το πιο λογικό πράγμα που μπορούσε να κάνει, να δώσει κάποιες εξηγήσεις για όλα αυτά που συνέβαιναν και σκέφτηκα τους γείτονες.
«Μα και βέβαια θα ρωτήσω τους καλούς μου φίλους που ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν στα σπίτια τους εκεί, άλλωστε, χθες το βράδυ τους είχα καληνυχτίσει. Με είχαν φέρει από τη δουλειά και είχα πάει νωρίς για ύπνο μετά από εκείνη την κουραστική και περίεργη βάρδια».
Άκουσα μία κόρνα από την άλλη μεριά του δρόμου και είδα κάποιον που μου έμοιαζε γνωστός. Έμοιαζε με τον φίλο μου που είχα αποχαιρετήσει χθες το βράδυ μόνο που ήταν πολύ νεότερος. Παράλληλα, κάποιος άλλος βγήκε από το σπίτι, ασπρομάλλης, που του έμοιαζε σαν πιστό αντίγραφο. Σαν πατέρας και γιός.
Μα όταν φώναξα το όνομά του γύρισε ο πιο μεγάλος και κοίταξε προς το μέρος μου και τότε τον αναγνώρισα. Ήταν αυτός ο ίδιος που το προηγούμενο βράδυ μιλάγαμε και κάναμε παρέα; Πώς είναι δυνατόν να γίνεται αυτό; Να έχει γεράσει έτσι ;
Καθώς είχα αρχίσει να χάνω τις αισθήσεις μου και έχοντας να αρχίσει να βλέπω το πεζοδρόμιο στα πιο «κοντινά» του, κάποιος με πρόλαβε, με έπιασε από τον ώμο και με ρώτησε αν είμαι καλά. Με ρώτησε το όνομά μου μα εγώ δεν μπορούσα να απαντήσω.
Καθώς χανόμουν, σκέφτηκα ποια είμαι, ότι ονομάζομαι Μαίρη, δουλεύω στο βενζινάδικο του Λου και έχω γεννηθεί το 1940, είμαι δηλαδή 29 χρονών.
«Μα τι στο διάολο έγινε; που βρίσκομαι;» ρώτησα τον νεαρό που με κράταγε τελευταία στιγμή πριν χαθώ.
«Τζιμ έλα να βοηθήσεις, η κυρία λιποθυμά».
Το πρόσωπό του, θεέ μου. Όταν το είδα στην αρχή δεν πίστευα ότι ήταν αυτός.
Πώς είναι δυνατόν να γερνάει έτσι κάποιος ; Μόλις εχθές τον είδα και ήταν νέος.
Μετά το σκοτάδι κάλυψε τη αγωνία μου και με βύθισε κάπου στο ενδιάμεσο του χρόνου σαν καράβι σε σκοτεινά απύθμενα νερά.
«Κακός συγχρονισμός, ή ο χρόνος παίζει περίεργα παιχνίδια με το μυαλό μου;»
Μέσα στο όνειρό μου, πήγα για δουλειά στο βενζινάδικο και όταν είδα μία σκιά πίσω από το τζάμι βγήκα έξω από το κτήριο να δω ποιος ήταν. Υπάρχουν κενά όπως σε όλα τα όνειρα γιατί είδα κάτι γκρι να περιφέρεται.
Μετά να ανάβουν τα φώτα και κάποιος να έχει μπει μέσα στο βενζινάδικο χωρίς να καταλάβω πώς. Mε προσπέρασε και άνοιξε την πόρτα εισβάλλοντας μέσα στο χώρο. Έπειτα ήρθε κόσμος, έγινε ένας καυγάς και ο άγνωστος, έπεσε στο πάτωμα και εξαφανίστηκε για μια στιγμή. Μετά εκείνος επανήλθε στην όρασή μου.
Σαν η μπουνιά που έφαγε να τον έστειλε στην άλλη διάσταση.
Του περιποιήθηκα το τραύμα και με τη βοήθεια δυο αντρών, τον βάλαμε στο αμάξι του που δεν είναι ξεκάθαρο τι μάρκα ήταν καθώς μάλλον ήταν κάποιο νέο μοντέλο. Θυμάμαι ότι αυτός έφυγε οδηγώντας στην ομίχλη και οι δύο φίλοι και συνάδελφοί μου με πήγαν σπίτι μετά το τέλος της βάρδιας.
Κοιμήθηκα τόσο βαθιά που ήταν σαν να πέρασαν δεκαετίες. Η σκόνη να πέφτει συνέχεια μέσα στο χρόνο του ύπνου καλύπτοντας τα πάντα γύρω μου. Έπειτα δεν θυμάμαι τίποτα άλλο καθώς μια σκιά ήρθε και με πήρε μακριά μέσα από το όνειρό μου.
Εκεί ήταν όμορφα και ζεστά και ήξερα ποιος ήταν αυτός. Τον λένε ύπνο και κράταγα το χέρι του σφιχτά και τώρα μου λέει να ξυπνήσω.
Το όνειρό μου τελειώνει με το βλέμμα μου να πηγαίνει στον τοίχο πίσω με το ημερολόγιο να γράφει την σημερινή ημερομηνία. Δεκαεννιά Σεπτεμβρίου χίλια εννιακόσια ενενήντα έξι.
Κάποια στιγμή άνοιξα τα βλέφαρά μου. Σαν να μου έλεγε η θέλησή μου να μη το κάνω, να συνεχίσω να κοιμάμαι. Μα εγώ αντιστάθηκα και στο πρώτο φως που έπεσε στα μάτια μου, ξύπνησα.
Ήταν αλήθεια όλα αυτά; Μαζί και η τρέλα μου που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι υπάρχει; Μα πως είναι δυνατόν να έχει γεράσει έτσι; Πέρασαν τριάντα χρόνια έτσι ξαφνικά; Πώς μπορεί να γίνει αυτό;
Σε ποιο όνειρο ζω;