49
Νομίζω εγώ και αυτός είμαστε ένα. Ελπίζω να μη διασχίστηκε η προσωπικότητα και να έχουμε τρελαθεί.Άλλο να μιλάς στον καθρέφτη με τον εαυτό σου και άλλο να γυρίζει να σου απαντά. Σίγουρα τον έβλεπα δια μέσω της διάθλασης και μερικές φορές κυριαρχούσε σαν όνειρο το παρόν μου.Απλά με άγγιζε και αλλάζαμε θέσεις.
Ξύπνησα κάποια στιγμή εκεί στο παρελθόν με έναν απίθανο πονοκέφαλο, χωρίς αναμνήσεις. Πώς γίνεται να θυμάσαι εκείνο το μέρος αφού δεν έχεις πρώτα ζήσει στην συγκεκριμένη εποχή ;
Θυμάμαι να ξυπνάω σε εκείνον τον καναπέ σε ένα σαλόνι και να ακούγεται η τηλεόραση. Σήμερα θα την ονομάζαμε ρετρό καθώς μόνο στα μουσεία θα υπήρχε. Τετράγωνη και παλιά. Αυτό που έβλεπα ήταν εκπομπές και ειδήσεις από παλιά.
Θυμάμαι έναν τύπο να μπαίνει μέσα στο σπίτι, να δηλώνει φίλος μου και να μου υπενθυμίζει ποιος ήμουν σε μια προσπάθεια να με βάλει πίσω στις ράγες του εκτροχιασμένου μυαλού μου. Μου μίλησε για τη φιλία μας και για το πώς μεγαλώσαμε μαζί από μικρά παιδιά ακόμα και την περίοδο του σχολείου, τις βόλτες που κάναμε με τα ποδήλατα και τις κοπέλες που είχαμε κατά περιόδους. Ακόμα και για τα πρώτα μας αμάξια, που οδηγήσαμε.
Μέρος από αυτά που έλεγε έκανε κάτι στο μυαλό μου και σκέφτηκα ότι ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσα να κάνω τη συσχέτιση ότι προερχόμουν από το μέλλον και ότι τελικά είχα βρει κάποιον τρόπο να περνάω την πύλη. Σκεφτόμουν με τη λογική εκείνης της εποχής σαν να είχα προγραμματίσει ξανά τον εγκέφαλό μου.
Όλα χάθηκαν στη μνήμη και άρχισα να πηγαίνω στη δουλειά μου σαν αστυνομικός όπου και εκεί όλα φαινόντουσαν νέα. Κινήθηκα σαν ντετέκτιβ που μαθαίνει κρυφά πληροφορίες για τον εαυτό του. Όταν όμως μου έδωσαν τον φάκελο της υπόθεσης πίστεψα ότι με δούλευαν. Έπρεπε να πάω να κυνηγήσω φαντάσματα και θρύλους που δεν είχαν υπόσταση.
Φορτωμένος με ένα κάρο σκόρπιες αναμνήσεις έφυγα κατακερματισμένος από τα προβλήματά μου, παράλληλα να ψάχνω για ένα κορίτσι που χάθηκε στο δάσος πριν πολλά χρόνια. Σίγουρα όλοι εκεί στο τμήμα με είχαν βάλει στο μάτι αλλά δε θα τους έκανα τη χάρη. Θα την έβρισκα και δε θα το έβαζα κάτω.
Μπήκα στο αμάξι και στον δρόμο με βρήκε εκείνη. Περιφερόμενη μόνη σαν καταραμένη ξυπόλυτη να τριγυρίζει μόνη στη μέση του δρόμου. Σταμάτησα και την πήρα, δεν φοβόμουν γιατί αισθανόμουν ότι είχαμε κάτι κοινό. Ήμασταν και οι δυο χωρίς αναμνήσεις.
50
Έτρεμε από το κρύο και τα λιγοστά ρούχα που φόραγε δεν την βοηθούσαν να κρατηθεί σε κανονική θερμοκρασία. Δεν ξέρω αν αυτό τρέμουλο που είχε δεν την άφηνε να μιλήσει ή είχε κάποιο διανοητικό θέμα αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα από αυτά που έλεγε. Η κοπέλα ήταν σε κατάσταση σοκ.
Θα σε πάω σε νοσοκομείο, σιγοψιθύρισα όταν την άκουσα τελικά να μιλάει καθαρά.
Όχι, θέλω να με πας στον Τζόν Μακάρθυ. Πρέπει να τον δω, να του μιλήσω.
Δε πίστευα στα αυτιά μου τι άκουγα. Πού ήξερε το όνομά μου ; Πως ήταν δυνατόν να μην την θυμάμαι ; Βέβαια σε τέτοια κατάσταση που ήταν, περιφερόμενη στο δρόμο, ήταν δύσκολο να την αναγνώριζε κανείς ακόμα και αν την ήξερε.
«Δεν έχεις συγγενείς εδώ ; Κάποιον να σε φροντίσει ;»
«Τα έχω χάσει όλα, είμαι μόνη στο σύμπαν οι φίλοι μου ίσως να υπάρχουν ακόμα, ίσως να πέθαναν, δεν ξέρω. Πήγαινέ με στον Τζόν, σε παρακαλώ».
«Θα σε πάω στο σπίτι μου να κάνεις ένα μπάνιο ίσως να ξεκουραστείς και λίγο. Πρέπει να πέρασες δύσκολα. Μα γιατί περιφερόσουν στην ερημιά ;»
Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρξε άλλη συνομιλία καθώς η κοπέλα έπεσε σε λιποθυμία. Σκέφτηκα να την πήγαινα σε νοσοκομείο αλλά τελικά άλλαξα γνώμη. Γύρισα το αμάξι και την πήγα σπίτι.
Με την κοπέλα λιπόθυμη έτρεχα με το αμάξι στους παλιούς δρόμους, με άσφαλτο στρωμένους. Θυμήθηκα ότι στην εποχή από όπου προερχόμουν είχαν εφεύρει νέα υλικά για το οδόστρωμα και όσο τα σκεφτόμουν, τόσο αυτό που έβλεπα άλλαζε μπροστά μου. Το παλιό έπαιρνε τη θέση του νέου και υπήρχε παράλληλα για μια μικρή στιγμή στη θύμησή μου.
Μέσα μου ένιωθα ακόμα πιο μπερδεμένος γιατί αισθάνθηκα ότι την ήξερα. Αλλά ακόμα χειρότερα, αναρωτήθηκα, πώς εκείνη ήξερε το όνομα μου ; Και γιατί δεν με αναγνώρισε ; Την κοίταξα για μια στιγμή και τη λυπήθηκα, νομίζω καταλάβαινα πόσο χαμένη ήταν καθώς το ίδιο αισθανόμουν και εγώ για τον εαυτό μου που μέχρι στιγμής πηγαινοερχόμουν στη λεωφόρο προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε συμβεί. Προς το παρόν η μόνη σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό μου ήταν ότι είχα κολλήσει στη δεκαετία του εξήντα. Του χίλια εννιακόσια εξήντα.
Το αμάξι μου όμως δεν συμφωνούσε με αυτή τη λογική.
51
Σαν κομήτης εισέβαλε στη ζωή μου. Ήρθε και άφησε το αποτύπωμά της ξαφνικά. Οι παρατημένες σκόρπιες αναμνήσεις, μου λένε για αυτήν ότι τη γνώρισα σε εκείνο το βενζινάδικο. Παράλληλα θυμήθηκα το ταξίδι μου στο μέρος αυτό εδώ που εγκλωβίστηκα. Πέρασα κάποιο είδος χρονικής πύλης και παρέμεινα εδώ. Οικειοποιήθηκα το μέρος και δεν καταλαβαίνω το γιατί. Έγινα ένα με τη δεκαετία του εξήντα μα πάλι ένιωθα όπως και όταν ήρθα. Μόνος, να αναρωτιέμαι «που πηγαίνω και που θα καταλήξω».
Δεν έβλεπα που με οδηγούσε εκείνος ο δρόμος, και πήρα τη στροφή εκείνη μάλλον χωρίς πολλή σκέψη. Θυμήθηκα να πλησιάζω το βενζινάδικο και να τη γνωρίζω εκεί μέσα στο σαματά που δημιουργήθηκε. Ήταν σαν το πιο σημαντικό μέρος του παζλ να βρήκε το άλλο του μισό. Όταν την κοίταξα, μέσα μου, συνειδητοποίησα ότι την είχα βρει.
Πίστευα ότι αν της έλεγα τι πραγματικά είχε γίνει, θα με καταλάβαινε, μα δεν το τόλμησα να της το πω. Μπόρεσα όμως και την άγγιξα, ή μάλλον αυτή το έκανε. Χάρηκα τόσο πολύ που έγινε αυτό. Κάτι μέσα της ίσως να καταλάβαινε. Μα μετά χάθηκε στη ροή του χρόνου και δεν την ξαναείδα ποτέ. Κατάλαβα ότι είχα εγκλωβιστεί πια στο παρελθόν της να την περιμένω να ξαναέρθει.
52
Την ξάπλωσα στο κρεβάτι και την άκουσα που ψιθύρισε το όνομά μου. Την σκέπασα με μια κουβέρτα να ζεσταθεί και την άφησα να κοιμηθεί.
Έπειτα πήγα στο γκαράζ και κοίταξα το αμάξι μου. Γιατί δε μπορώ να θυμηθώ τι έγινε τελικά ;
Ίσως αν μου έλεγε το όνομά της να μου ερχόντουσαν οι αναμνήσεις.
Πες μου το όνομά σου, μίλησα στο αμάξι σαν να μιλούσα στον παλιό μου φίλο και τότε ακούστηκε η φωνή της από πίσω μου να μου απαντά.
«Μαίρυ, είναι το όνομα μου. Δεν το θυμάσαι ;»
Τρόμαξα που δεν την είχα ακούσει και γύρισα να την αντικρίσω.
«Δε σε άκουσα να έρχεσαι, μα δεν θες να ξεκουραστείς λιγάκι ; Εσύ ήσουν…»
«Δε χρειάζεται, ξάπλωσα λιγάκι και μου πέρασε…»
Εκείνη τη στιγμή λιποθύμησε για άλλη μια φορά, όπως ήταν φυσιολογικό, καθώς δεν είχε αναπληρώσει τις δυνάμεις της. Την είχα βρει στο δρόμο να περιφέρεται κατάκοπη και ποιος ξέρει από πότε έχει να φάει ή να πιει. Την κουβάλησα για άλλη μια φορά στο κρεβάτι και την σκέπασα. Έπειτα πήγα και εγώ στον καναπέ του σαλονιού και ξάπλωσα. Δεν μπορούσα να θυμηθώ από πού ήξερα την χροιά της φωνής της. Συνέχιζε στο μυαλό μου να φωνάζει το όνομά μου μέχρι που κοιμήθηκα.