34 Μαίρυ
Το άγγιγμά του που με τράνταξε ολόκληρη.
Σαν δυο κόσμοι να ενώθηκαν.
Η αλήθεια είναι ότι σε είχα ξανασυναντήσει μα δε το θυμόμουν. Είχα ζήσει μαζί σου για αρκετό καιρό, τόσο, που μου έγινε πραγματικότητα. Σαν ένα κύκλο που δεν έχει αρχή και τέλος.
Μακάρι να άλλαζαν όλα, σκεφτόμουν.
Κάποια φωνή μου μιλούσε και με προσγείωσε λέγοντάς μου ότι τα πράγματα έρχονται σιγά στη ζωή και όχι απότομα. «Κάτι τέτοιο μπορεί και να σε σκοτώσει», έλεγε. Πως μπορεί να πεθάνω και να μη ζήσω να χαρώ. «Φόβοι πάλι, παραισθήσεις και δικαιολογίες» είπε μια άλλη φωνή.
Γεννήθηκα τη δεκαετία του εξήντα και οι δικοί μου με «συνέλαβαν» στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, κάτω από τα αστέρια.
Στην κωμόπολη που μεγάλωσα υπήρχε μια κλειστή κοινωνία. Ο τρόπος ζωής τους είχε κλειστά και, μερικές φορές, παρανοϊκά όρια. Σου έλεγαν τι πρέπει να φορέσεις, να πεις και να κάνεις, σαν και τους ανήκες. Ακόμα και τα σύνορα της πόλης δεν έπρεπε να τα υπερβείς, ήταν σαν να υπήρχε ένα τέρας που σε περίμενε στην άλλη μεριά και με το που θα πάταγες το πόδι σου εκτός, θα σε έπαιρνε στην άβυσσο μαζί του. Στην εκκλησία αν δε πήγαινες, θα σε έβαζαν στη μαύρη λίστα και θα ψιθύριζαν καχύποπτα μόλις γύρνούσες την πλάτη σου.
Από κάποια στιγμή και μετά όμως κάτι άλλαξε μέσα μου και επαναστάτησα. Νόμιζα πως αν έφευγα απο το σπίτι όλα θα άλλαζαν και τελικά έτσι έγινε. Έπιασα δουλειά στο μοναδικό βενζινάδικο της περιοχής. Στο πρώτο φως του ήλιου, έπιανα δουλειά και το βράδυ, έπαιρνα τον σκοτεινό και μοναχικό δρόμο προς το σπίτι.
Ένιωθα ελεύθερη, οτι επιτέλους άρχισα κάτι να κάνω. Ο καιρός πέρασε και όλα έγιναν ρουτίνα, ακόμα και ο δρόμος που ακολουθούσα όταν πηγαινοερχόμουν στη δουλειά κάποια στιγμή έμοιαζε χωρίς αρχή και τέλος.
Το σκοτάδι ύπουλα με πλαισίωνε, καθώς περπάταγα στον χωμάτινο δρόμο παίρνοντας μαζί μου τις αναμνήσεις. «Όχι δεν ήταν», φώναζε η φωνή «είχες παρελθόν και αυτο δε πρέπει να σε ορίζει». Συνέχιζε να μου μιλά.
«Οι γονείς σε μεγάλωσαν φυσιολογικά και πήγες σχολείο μέχρι το λύκειο. Είχες επαναστατικό χαρακτήρα όμως και έπιασες δουλειά απο μικρή πηγαίνοντας κόντρα σε όλα. Δούλευες χρόνια αρκετά μέχρι που ήρθε η στιγμή να αφυπνιστείς και, για να πούμε την αλήθεια, το σκοτάδι σε πρόλαβε, σε επισκέφτηκε πρώτο».
Το μόνο που θυμάμαι να με τυφλώνει…
Ο προβολέας να με χτυπά στα μάτια. Το σκοτάδι ήρθε με το θάνατο παρέα καθώς κάποιο αυτοκίνητο με χτύπησε και με πέταξε κάτω στην άσφαλτο. Δεν ένιωσα τίποτα, παρά μόνο είδα το σώμα μου να κείτεται λίγα μέτρα πιο μακρυά.
Δεν είχα μέλλον, μόνο παρελθόν. Σκεφτόμουν ότι υπάρχει συνέχεια, ότι όλα είναι μια ψευδαίσθηση, ότι θα σηκωθώ απο το δρόμο και θα περπατήσω. Πράγματι, κάτι έφυγε απο μέσα μου και περπάτησε μακρυά. Γύρισε, με κοίταξε και μου έμοιαζε. Μετά συνέχιζε να περπατά στο δρόμο σαν φάντασμα.
Ήμουν εγώ.
Έμεινα μόνη στη λεωφόρο του ονείρου να περιφέρομαι σαν φάντασμα με τους προβολείς απο τα διερχόμενα αυτοκίνητα να με χτυπάνε στο πρόσωπο.
Μα κάθε φορά που με τύφλωναν με το φως του προβολέα, εγώ πέθαινα μπαίνοντας σε έναν ατελείωτο κύκλο. Ξύπναγα, έπαιρνα πρωινό, έβγαινα στο δρόμο τον επαρχιακό, μυρίζοντας τα χορτάρια και ανατρίχιαζα με τη δροσιά που εισχωρούσε στο δέρμα μου. Όλα ήταν τόσο ζωντανά, εκτός απο τις αναμνήσεις μου που χανόντουσαν στο άπειρο κενό. Κάθε φορά που το φως με άγγιζε επαναλαμβανόταν το ίδιο μοτίβο.
Κατέληξα να θυμάμαι μόνο την ίδια μέρα που ξεκίνησα, δηλαδή το πρωινό και το βράδυ που τελείωνα τη βάρδιά μου. Πριν απο αυτό, όλες οι μέρες έμοιαζαν με κενές σελίδες. Στην ομίχλη που περιφερόμουν, κάποια στιγμή, βρήκα ενα πέρασμα και μπήκα μέσα του.
Επιτέλους, είχα φτάσει στον προορισμό μου και εκεί με περίμεναν οι φίλοι και συνεργάτες μου απο τη δουλειά. Θα ήταν μια αξέχαστη μέρα.
«Πού να σας τα λέω», φώναξα χαρούμενη, νιώθοντας ρίγη και ανεξέλεγκτη χαρά που τους ξανάβλεπα να μου χαμογελούν.
«Δεν ξέρετε πόσο μου λείψατε», τους φώναξα, μα αυτοί δεν απάντησαν, συνέχιζαν να με κοιτάνε με χαμόγελα που άρχιζαν να γίνονται φρικιαστικά.
Να λιώνουν στο πάτωμα και μετά να γίνονται σκιές.
35 Τζόν
Στον έρημο δρόμο προς την πόλη συνάντησα ένα ταξιδιώτη που έκανε ωτοστόπ και είχαμε το ίδιο όνομα.
«Τζόν» μου συστήθηκε.
«Δεν έπιασα το επίθετό σου».
«Δεν το είπα», μου απάντησε ξανά.
«Για που πηγαίνεις ;» τον ρώτησα και ξεκίνησα το αμάξι.
«Σπίτι μου πηγαίνω φίλε αλλά εσυ δε ξέρω σε ποιον προορισμό πηγαίνεις και οδηγείς εδώ πέρα στο όνειρο».
Τον κοίταξα για μια στιγμή, μη μπορώντας να καταλάβω αν με δουλεύει ή αν απλά μιλάει στο μυαλό μου καθώς διαισθάνθηκα μια αλήθεια σε αυτό που είπε, αφού μετά απο τα τελευταία γεγονότα ένιωθα πραγματικά χαμένος.
36 Μαίρυ
«Γέμισέ το όλο μέχρι τέρμα».
Η μυρωδιά της βενζίνης σκαρφάλωνε μέχρι τα ρουθούνια. Μου έδινε ελπίδα ότι θα σε έβλεπα ξανά. Μα όσο περνούσαν τα χρόνια έπεσα στην ανυπαρξία της θλίψης σκεπτόμενη αν θα είμαστε ποτέ ξανά μαζί.
Ο χρόνος με παρέσυρε και ένα τεράστιο κύμα με πέταξε στα βράχια της πραγματικότητας ξυπνώντας με χρόνια μετά σε μια θάλασσα σκόνης και αναμνήσεων. Περιφερόμουν σαν ψυχή, ένα φάντασμα στον σκοτεινό δρόμο.
Ονειρευόμουν ότι κάποια στιγμή σε μια προσπάθεια να σε συναντήσω κατάφερα και μπήκα σε ένα αυτοκίνητο. Βάζοντας μπροστά τη μηχανή, άφησα πίσω παλιές σκέψεις και στεναχώριες στην εποχή που ανήκαν και, σαν μια διάθλαση, ένα καθρέφτισμα μιας άλλης πραγματικότητας, πέρασα στην εποχή σου σκεφτόμενη ότι απο την ίδια πορεία είχες έρθει κι εσύ.
Ένιωθα τις αισθήσεις μου να επανέρχονται σαν θέρμη απο τον ήλιο που ξεπρόβαλε στον νέο κόσμο. Στο μυαλό μου είχα τη σκέψη ότι με το που θα σε ξανάβλεπα θα ολοκληρωνόμουν. Η σκέψη μου με οδήγησε στο μόνο σπίτι που θυμόμουν και είχα πριν ξυπνήσει. Πάρκαρα το αμάξι, αυτή τη φορά όπως έπρεπε, δίπλα στο πεζοδρόμιο και όχι επάνω στο κράσπεδο. Άνοιξα την πόρτα, με την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή, και έτρεξα μέσα να σε βρω.
Οι κινήσεις μας πρέπει να έμοιαζαν γιατί, καθώς άνοιξα την πόρτα ακόμα και τα βήματά μας ακούγονταν να συγχρονίζονταν. Κάποια στιγμή σε είδα να εμφανίζεσαι, σαν σκιά να υλοποιείσαι. Επιτέλους θα αντίκριζα τα υπέροχα μάτια σου και θα ένιωθα το άγγιγμά σου.
Έτρεξα και σε φίλησα για μια στιγμή που φάνηκε αιώνια γιατί άρχισα πάλι να αισθάνομαι ότι χάνομαι. Έτσι και έγινε, την επόμενη στιγμή εξαφανίστηκα στο σκοτάδι μια για πάντα, ευχαριστημένη που ένιωσα το άγγιγμά σου, έστω και για λίγο, την πνοή απο τα χείλη σου, μα ακόμα περισσότερο την αίσθηση οτι και εσύ με αντίκρισες και με ένιωσες πραγματικά.
Η σκέψη μου οτι επιτέλους σε αντίκρισα ήταν το τελευταίο που χάθηκε μέσα στην ανάμνηση του δικού σου βλέμματος μακρυά στη λήθη του χρόνου λίγο πριν εξαφανιστεί γιατί ένιωσα οτι κάτι υπήρχε εκεί πίσω να μας κοιτά, κρυμμένο.
37 Τζόν
Καθώς ένιωθα ότι δε μπορούσα να πάρω ανάσα, έτρεξα προς την εξώπορτα και βγήκα για μια στιγμή έξω απο την κεντρική πόρτα του σπιτιού. Κάποιος είχε σταματήσει η μάλλον να πω, μπουκάρει πάνω στα παρτέρια και παραλίγο να μπεί σπίτι μου καθώς είχε καβαλήσει ότι εμπόδιο είχε βρει μπροστά του.
Κρύος ιδρώτας με κυρίευσε καθώς παρατήρησα ότι το αμάξι εκείνο ήταν απο τη δεκαετία του εξήντα, τέλεια διατηρημένο και στραπατσαρισμένο στην αυλή του σπιτιού μου. Τα φώτα του τρεμόπαιξαν για μια στιγμή και η πόρτα άνοιξε μόνη της ξαφνικά για να ξανακλείσει. Έπειτα το αυτοκίνητο κινήθηκε μόνο του, έκανε όπισθεν, βγήκε στον κεντρικό δρόμο και έφυγε σαν φάντασμα. Κανένας δεν υπήρχε μέσα.
Τότε άρχισα να το καταδιώκω. Μπήκα στο αμάξι μου και ξεκίνησα με τα λάστιχα να καίνε την άσφαλτο. Κυνηγούσα τις απαντήσεις για όλα αυτά που μου συνέβαιναν και τώρα θα τις έπαιρνα. Κάποια στιγμή το είχα μπροστά μου και του άναψα τα φώτα για να τυφλώσω όποιον το οδηγούσε. Σκεφτόμουν οτι κάποιος ήταν μέσα που για κάποιο λόγο το μυαλό μου απέτρεπε να τον εμφανίσει στην πραγματικότητα.
Ήμουν σίγουρος πως τρελαινόμουν αφού έβλεπα το αμάξι να κινείται με τρελή ταχύτητα μπροστά στα μάτια μου, μόνο του. Ακόμα χειρότερα με το που οι προβολείς μου το φώτισαν εκείνο εξαφανίστηκε. Ήταν σαν το αυτοκίνητο να είχε εξαφανιστεί απο το ίδιο μέρος που είχε έρθει.
Προσπέρασα το σημείο που υπήρχε δευτερόλεπτα πιο πριν οταν αυτό είχε εξαφανιστεί τελείως. Σταμάτησα λίγο παρακάτω και σκέφτηκα ότι δεν άντεχα άλλα παράδοξα για σήμερα. Έκανα μια στροφή με το αμάξι και πήρα τον δρόμο για το γυρισμό.