Η Διονυσιακή λατρεία στην Αρχαία Ελλάδα αναφέρεται στις λατρευτικές εκδηλώσεις που αφορούν τον θεό Διόνυσο. Αποτελεί μια πολυποίκιλη και σύνθετη θρησκευτική εμπειρία που περιλαμβάνει διάφορες μορφές λατρείας και τελετουργίες. Στην αρχαιότητα, η λατρεία του Διόνυσου άρχισε στη Θράκη και απλώθηκε σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.
Διόνυσος ή Βάκχος ή Ίακχος
Ο Διόνυσος ήταν ένας αγαπητός θεός των αρχαίων Ελλήνων, που δεν ανήκε στο καθιερωμένο δωδεκάθεο του Ολύμπου. Στον Όμηρο τον συναντάμε πολύ σπάνια. Για τον τόπο καταγωγής του Διόνυσου διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις και θεωρείται ότι καταγόταν από τη Θράκη ή τη Φρυγία. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ήταν γιος του Δία και της θνητής Σεμέλης, κόρης του Κάδμου, ιδρυτή της Θράκης. Ακολουθώντας τη δόλια συμβουλή της Ήρας, η Σεμέλη, όταν ήταν έγκυος, ζήτησε από τον Δία να παρουσιαστεί μπροστά της με όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Ο Δίας για να την ευχαριστήσει εμφανίστηκε μεγαλοπρεπής ανάμεσα σε κεραυνούς. Ανήμπορη, όμως, η Σεμέλη να αντέξει στη θέα των αστραπών που περιέβαλλαν τον εραστή της, έπεσε κεραυνοβολημένη. Ο Δίας γρήγορα τής απέσπασε το παιδί που κυοφορούσε και που ήταν ακόμη έμβρυο έξι μηνών. Το έραψε στον μηρό του και, όταν συμπληρώθηκε ο χρόνος της κύησης, το παιδί βγήκε από εκεί καλοσχηματισμένο και ζωντανό. Ήταν ο μικρός Διόνυσος, ο θεός «που γεννήθηκε δύο φορές».
Ο Διόνυσος κατείχε κεντρική θέση στο αθηναϊκό εορτολόγιο. Ήταν ο θεός της βλάστησης, του κρασιού, του θεάτρου, της μέθης, της ευφορίας και της έκστασης. Λατρευόταν με θορυβώδεις πομπές, στις οποίες συμμετείχαν συμβολιζόμενα από μάσκες τα πνεύματα της γης και της γονιμότητας. Η λατρεία του ήταν εξαιρετικά δημοφιλής ιδιαίτερα στις λαϊκές τάξεις και τους αγρότες και υποστηρίχτηκε πολύ από τους τοπικούς άρχοντες που αναζητούσαν λαϊκά ερείσματα.
Τρεις είναι οι κύριες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται ο Διόνυσος στις λατρευτικές τελετές
α) Με έμβλημα τον φαλλό (που το σύμβολό του προηγούνταν στις οργιαστικές πομπές), το δένδρο – εξ ου και η προσωνυμία δενδρίτης – ή τον ταύρο, είναι θεός της γονιμότητας και προστάτης των καλλιεργειών, κυρίως της αμπέλου.
β) Στη δεύτερη μορφή του είναι ο ενθουσιαστικός Διόνυσος, με εμβλήματα τον θύρσο (=σκήπτρο από ξύλο στολισμένο με κισσούς και κορδέλες) και τη δάδα.
γ) Στην τρίτη και αρχαιότερη μορφή του είναι οντότητα του Κάτω Κόσμου και φέρει την προσωνυμία Ζαγρεύς (ο μέγας κυνηγός). Είναι γιος του καταχθόνιου Δία και της Περσεφόνης.
Λατρεία του θεού Διόνυσου – χαρακτηριστικά
- Η ιερή μανία, που προκαλεί την έκστασιν (εξίσταμαι = βγαίνω από τον εαυτό μου και επικοινωνώ με το θείο)
- Η θεοληψία (θεός + λαμβάνω), η κατάσταση δηλαδή κατά την οποία ο πιστός ένιωθε ότι κατέχεται από το πνεύμα του λατρευόμενου θεού
- Ο έξαλλος ενθουσιασμός των οπαδών (ἔνθεος < εν + θεός, ενθουσιάζω = εμπνέομαι)
- Το μιμητικό στοιχείο στις κινήσεις και στη φωνή των πιστών, για να εκφράσουν συναισθηματικές καταστάσεις
- Η μεταμφίεση των πιστών σε Σατύρους, ζωόμορφους ακόλουθους του θεού.
Στο τέλος της αρχαϊκής εποχής η λατρεία του θεού Διόνυσου πήρε μεγάλες διαστάσεις. Στο γεγονός αυτό συνέβαλαν καθοριστικά δύο παράγοντες. Από τη μία πλευρά, οι τύραννοι της αρχαϊκής εποχής ήθελαν να διευρύνουν τη λατρεία του θεού στην προσπάθειά τους να αποδυναμώσουν τις παλαιότερες λατρείες των ηρώων, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των αριστοκρατών. Από την άλλη, ο τρόπος που γιορταζόταν ο θεός Διόνυσος βρήκε πρόσφορο έδαφος στην αγροτική παράδοση, καθώς μετά τη σκληρή δουλειά του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, ακολουθούσε το γλέντι και η διασκέδαση. Γι’ αυτό άλλωστε και οι τέσσερις γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του, πραγματοποιούνταν τους χειμερινούς και εαρινούς μήνες (Κατ’ αγρούς Διονύσια, τα Λήναια, τα Ανθεστήρια και τα Μεγάλα Διονύσια.
Οργιαστική έκσταση των λατρευτικών τελετών
Αρχικά η λατρεία του θεού είχε οργιαστικό χαρακτήρα. Δημιουργούσε στον θνητό ένα αίσθημα απεριόριστης και αχαλίνωτης ελευθερίας. Ο θεός συνοδευόταν από Σατύρους, Σειληνούς, και Μαινάδες. Οι Σάτυροι και οι Σειληνοί ήταν όντα ιδιαίτερου χαρακτήρα, μισο-άνθρωποι και μισο-ζώα, που όντας στην αρχή ξεχωριστοί, κατέληξαν αργότερα να συγχέονται και να θεωρούνται όμοιοι. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί από τις πολυάριθμες καλλιτεχνικές απεικονίσεις τους, παρά από λογοτεχνικές πηγές. Οι οργιαστικές τελετές γίνονταν στην ύπαιθρο, κυρίως σε βουνοκορφές, με τη συμμετοχή ιδιαίτερα γυναικών. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην αρχαία κοινωνία οι γυναίκες ήταν αυστηρά περιορισμένες, παραγκωνισμένες και αποκλεισμένες από την πολιτική και κοινωνική ζωή και δραστηριότητα. Γι’ αυτόν, επομένως, τον λόγο ένιωσαν ιδιαίτερη έλξη προς αυτήν τη θρησκεία. Οι Μαινάδες ή Βάκχες, οι παράφορες γυναίκες με την εξημμένη φαντασία και τα διεγερμένα νεύρα, φάνταζαν σαν όντα μυθικά. Με θύρσους και λαμπάδες ακολουθούσαν τον αόρατο θεό και οδηγό τους, ψάλλοντας θρησκευτικούς ύμνους, χορεύοντας ξέφρενα και βγάζοντας άναρθρες κραυγές.
Οι οπαδοί του Διόνυσου τις ημέρες των τελετουργιών μεταμφιέζονταν φορώντας δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία (κατακάθι του κρασιού) ή κάλυπταν το πρόσωπό τους με διάφορες μάσκες, για να παραμείνει άγνωστη η ταυτότητά τους. Οι «Σάτυροι» έκρυβαν την αληθινή τους ταυτότητα πίσω από τις μάσκες και εξέφραζαν ελεύθερα τις κρυφές ερωτικές τους σκέψεις, όπως κάνουν και οι σημερινοί μασκαράδες στις αποκριές. Επίσης, στεφανώνονταν με κισσό, το αειθαλές ιερό φυτό του Διόνυσου, και προσπαθούσαν να έχουν τη μορφή Σατύρων, που έμοιαζαν με τράγους. Στη διάρκεια των διονυσιακών γιορτών οι μαλλιαροί σάτυροι χορευτές μεταμφιεσμένοι σε «γάστρωνες» (κοιλαράδες), όπως τους βλέπουμε στις παραστάσεις των διαφόρων αρχαίων αγγείων, ξεχύνονταν στους δρόμους και επιδίδονταν στον χορό και στο ποτό με προκλητικές πράξεις και έντονη βωμολοχία. Τραγουδούσαν τον «διθύραμβο», χόρευαν πίνοντας άφθονο κρασί και το κέφι έφτανε στο κατακόρυφο. Το κρασί στην περίπτωση αυτή έχει θρησκευτική αξία, καθώς αυτός που πίνει γίνεται «ένθεος», δηλαδή έχει πιεί την ίδια τη θεότητα. Επομένως, το ψυχολογικό αποτέλεσμα ήταν να απελευθερωθεί ο άνθρωπος από τα δεσμά που του επιβάλλει η λογική και κοινωνική συνήθεια. Το κρασί και ο χορός οδηγούσαν, λοιπόν, σε ένα είδος «κάθαρσης» από τα προβλήματα και τις φροντίδες της καθημερινότητας. Αυτό το γεγονός προσέδωσε στον θεό την προσωνυμία «Λύσιος» και «Ελευθέριος».
Μ΄ αυτόν τον τρόπο, με τη δύναμη του ξέφρενου χορού, την ομαδική υποβολή και την υστερία, γινόταν ο ποθητός διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα και η ένωσή της με το θείο. Η Διονυσιακή έκσταση πραγμάτωνε την πλήρη αλλοτρίωση της προσωπικότητας «το εκτός εαυτού». Αυτοί οι οργιαστικοί χοροί συνοδεύονταν από αντίστοιχη οργιαστική μουσική που την έπαιζαν οργιαστικά όργανα, όπως: τα τύμπανα, τα κύμβαλα, τα χάλκινα κρόταλα και ο φρυγικός αυλός «οὐκ ἐστιν αὐλός ἠθικόν ἀλλά μᾶλλον ὀργιαστικόν» (Αριστοτέλης “Πολιτικά”, 1341 α). Έτσι, μέσα στους εκστατικούς τους χορούς οι Μαινάδες δεν καταλάβαιναν, όπως μας λέει κι ο Ευριπίδης (Βάκχες 757) τη φωτιά που άναβε στα μαλλιά τους, χωρίς φυσικά να τις καίει «ἐπί δέ βοστρύχοις πῦρ ἔφερον, οὐδ’ ἔκαιεν» γιατί, όπως φαίνεται, πραγμάτωναν κατά βούληση, είτε μια ιδανική υπέρβαση είτε μια ομαδική υστερία με αναλγικές συνέπειες. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, «ἔμφρονες δέ οὖσαι οὐ …» (Πλάτων «Ιων», 534 α). Η μέθη δεν αποτελούσε τον μόνο τρόπο για να γίνει κανείς «ένθεος». Όπως μας παραθέτει ο Ευριπίδης στο έργο του «Βάκχες», η ορειβασία, δηλαδή ο χορός στο βουνό, ήταν επίσης μέρος της τελετής. Συντροφιές γυναικών ανέβαιναν στους Δελφούς χρόνο παρά χρόνο και χόρευαν σε έξαλλη κατάσταση. Όμως, η πράξη που αποκορύφωνε τον χειμωνιάτικο διονυσιακό χορό ήταν η ωμοφαγία κάποιου ζώου.
Για να μπορέσει, όμως, η διονυσιακή λατρεία να κερδίσει μόνιμη θέση στο κρατικό εορτολόγιο της Αθήνας έπρεπε προηγουμένως να εξημερωθεί ο χαρακτήρας της. Έτσι και έγινε. Από τον 6ο αιώνα και έπειτα, οι επίσημες θυσίες που τελούνταν προς τιμήν του θεού γίνονταν με παρουσία όλων των πολιτών στο λαμπρό φως της ημέρας και δεν είχαν καμία σχέση με τα όλο βία και μέθη νυχτερινά όργια που γίνονταν άλλοτε στην άγρια φύση.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι το όνομα του Διόνυσου συνδέθηκε με μία από τις αρτιότερες μορφές του ελληνικού λόγου, το «δράμα», καθώς στις μεταμφιέσεις των πιστών και στο τραγούδι (διθύραμβος) που έψαλλαν χορεύοντας προς τιμήν του θεού βρίσκονται οι απαρχές της δραματικής ποίησης.
Διονυσιακές τελετές και Απόκριες
Τα δρώμενα της Αποκριάς στα νεότερα χρόνια έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα και στη λατρεία του Διόνυσου «και σήμερα αποτελούν ένα ψηφιδωτό ιστορίας και λαογραφίας με ήθη και έθιμα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Θεωρείται κατεξοχήν περίοδος εκτόνωσης, κατά την οποία οι άνθρωποι ξεφεύγουν από την καθημερινότητα και εξωτερικεύουν τα πάθη τους με τη βοήθεια της μεταμφίεσης» (Αλέξης Τότσικας). Οι αποκριάτικες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις δεν έχουν καμιά σχέση με το χριστιανικό πνεύμα και το χριστιανικό εορτολόγιο. Η χριστιανική εκκλησία, μάλιστα, καταπολέμησε αυτά τα έθιμα ως «ειδωλολατρικά» κατάλοιπα. Όμως, παρ’ όλες τις διώξεις και απαγορεύσεις, ο χριστιανισμός δεν μπόρεσε να εξαλείψει και να καταργήσει τις λαϊκές αυτές εκδηλώσεις με τις πανάρχαιες ρίζες και τελικά τις ανέχτηκε και τις προσάρμοσε στο εορτολόγιό του. Οι «Απόκριες» στη γλώσσα της Εκκλησίας ονομάζονται «Τριώδιο» και πήραν την ονομασία αυτή από το ομώνυμο εκκλησιαστικό βιβλίο, το Τριώδιο, το οποίο περιλαμβάνει τους ύμνους που ψάλλονται στις εκκλησίες κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.
Η διονυσιακή λατρεία στην αρχαία Ελλάδα αποτελεί μια σημαντική κομβική πτυχή του πολιτισμού της εποχής. Αυτή η θρησκευτική εμπειρία παρέχει μια ενδιαφέρουσα και πολυσύνθετη ματιά στον τρόπο που οι αρχαίοι Έλληνες αντιλαμβάνονταν το θείο και τον ρόλο του στη ζωή τους. Μέσω των διονυσιακών γιορτών και των μυστηρίων τελετών, η αρχαία Ελλάδα έζησε μια εποχή εκστατικής πνευματικής και κοινωνικής ανεμελιάς, που αποτελεί μέχρι σήμερα αντικείμενο συνεχούς μελέτης και θαυμασμού.
Πηγές:
https://www.polignosi.com (τελευταία πρόσβαση 26/2/2024)
http://ebooks.edu.gr (τελευταία πρόσβαση 26/2/2024)
https://el.wikipedia.org (τελευταία πρόσβαση 26/2/2024)
«Από την διονυσιακή λατρεία στις Αποκριές» (ο5 Μαρτίου 2022) Ανακτήθηκε από: https://www.proinoslogos.gr (τελευταία πρόσβαση 26/2/2024)
«Διόνυσος, διονυσιακή λατρεία» (13/02/2015) Ανακτήθηκε από: https://www.schizas.com (τελευταία πρόσβαση 26/2/2024)
«Η γιορτή της Αποκριάς και η σχέση της με την διονυσιακή λατρεία» (21 Ιανουαρίου 2023