Η τσαρική Ρωσία ήταν ένα αχανές κράτος, από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες του κόσμου. Ιδρύθηκε ως βασίλειο αρχικά από τον Ιβάν Δ΄ τον Τρομερό, και κυβερνήθηκε διαδοχικά από τους Ρουρικίδες, τους Γκοντουνόφ και μετά από τον πασίγνωστο Οίκο των Ρομανώφ. Το 1721, ο Πέτρος Α΄ ο Μέγας ανακήρυξε το βασίλειό του, αυτοκρατορία έτσι το κράτος πήρε το όνομα Ρωσική Αυτοκρατορία. Όπως κάθε αυτοκρατορία, έτσι και η τσαρική Ρωσία αποτελούνταν από μία σύνθετη κοινωνική δομή με πολλές όψεις και εκφάνσεις και συχνά – όπως είναι εύλογο – και πολλές αντιθέσεις.
Η τσαρική Ρωσία ήταν κατά κύριο λόγο μία αγροτική και πρωτογενής κοινωνία. Το 1913, προς τα τελευταία χρόνια της μοναρχίας, περίπου το 80% του πληθυσμού ήταν αγρότες. Αργότερα, με τη δημιουργία της ΕΣΣΔ, πολλοί ιστορικοί του σοσιαλιστικού καθεστώτος υποστήριξαν πως η κοινωνία της τσαρικής Ρωσίας περνούσε διαρκώς από κρίση τον 19ο αιώνα, φτωχοποιώντας τους εργάτες και τους γεωργούς. Βέβαια, νεότερες μελέτες απορρίπτουν αυτή τη θεωρία: η κατάργηση της δουλείας το 1861, σε συνδυασμό με την όχι πολύ βαριά φορολογία των αγροτών και με τις γενικότερες μεταρρυθμίσεις στις οποίες προχωρούσε το καθεστώς, μάλλον διευκόλυναν παρά δυσχέραιναν την αγροτική παραγωγή.
Οι υπήκοοι της τσαρικής Ρωσίας χωρίζονταν σε κοινωνικές τάξεις: Υπήρχαν οι ευγενείς, ο κλήρος, οι έμποροι, οι κοζάκοι και οι αγρότες. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της χώρας που εθνικά δεν ήταν Ρώσοι ή Σλάβοι (Τάταροι, Μπασκίρ, Εβραίοι, Σαχά, Τσετσένιοι κλπ) καταγράφονταν επισήμως ως “άνθρωποι άλλης προέλευσης“. Περίπου το 81,6% του συνολικού πληθυσμού του κράτους ήταν αγρότες, ένα 0,6% ήταν ευγενείς, 0,1% ήταν κληρικοί, ένα 9,3% ήταν έμποροι και αστοί και ένα 6,1% ήταν στρατιωτικοί. Μέρος των αγροτών της Ρωσίας, ήταν πρώην δούλοι, άλλοι ήταν περιφερειακοί και άλλοι κρατικοί αγρότες.
Από τον 16ο αιώνα, είχε αναπτυχθεί στη Ρωσία ένα ισχυρό σύστημα δουλοπαροικίας, το οποίο είχε κατοχυρωθεί με νόμο που ψηφίστηκε το 1649. Το 1861, επί βασιλείας του Αλέξανδρου Β΄του Απελευθερωτή, η δουλεία καταργήθηκε. Όσοι ήταν οικιακοί υπηρέτες ή απλώς άτομα εξαρτώμενα από τον ιδιοκτήτη τους, απελευθερώθηκαν. Όσοι δούλοι εργάζονταν στη γη και στα χωράφια έλαβαν τα σπίτια τους και ένα κομμάτι καλλιεργήσιμης έκτασης. Για το κομμάτι αυτό έπρεπε να πληρώνουν σταθερό ενοίκιο. Η κυβέρνηση έδινε τη δυνατότητα στους αγρότες να εξαγοράσουν αυτή τη γη από τον ιδιοκτήτη τους, πληρώνοντας η ίδια τον ιδιοκτήτη. Βέβαια, μετά ο αγρότης χρωστούσε στην κυβέρνηση, με επιτόκιο 6% και για 49 χρόνια.
Η χρηματική εξόφληση στον ιδιοκτήτη, δεν υπολογιζόταν στην αξία των μεριδίων αλλά θεωρείτο πως ήταν μία αποζημίωση για το γεγονός ότι πλέον δεν υπήρχε καταναγκαστική εργασία. Πολλοί ιδιοκτήτες βέβαια, προσπαθούσαν να περιορίσουν τα κομμάτια όπου απασχολούντο οι αγρότες και έτσι τους εξανάγκαζαν να νοικιάζουν γη από τους πρώην αφέντες τους, συχνά με μεγάλο κοινωνικό κόστος. Λόγω όμως της άνισης διανομής της γης και των υψηλών φόρων εξαγοράς, το ένα πέμπτο των αγροτών αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τις εστίες του και να περιπλανιούνται σε όλη τη Ρωσία αναζητώντας εργασία. Η κατάσταση στην Ουκρανία και στις χώρες της Βαλτικής ήταν κάπως καλύτερη και γενικότερα, μόνο το ένα τέταρτο των αγροτών ήταν ιδιοκτήτες γης, οι υπόλοιποι ήταν απλά εργάτες. Βλέπουμε έτσι ότι κυριαρχούσε ένα ισχυρό φεουδαρχικό σύστημα.
Μαζί με τη φεουδαρχία, μεγάλο ρόλο στη ρωσική κοινωνία της εποχής έπαιζε και η Ορθόδοξη Εκκλησία. Για μία μεγάλη περίοδο, η Εκκλησία ήταν ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης στη χώρα, ήταν ανεξάρτητη από την πολιτεία και απολάμβανε μεγάλα προνόμια. Παρόλα αυτά, στα μέσα του 18ου αιώνα, η εκκλησία έχασε μεγάλη από την οικονομική της υποστήριξη και άρχισε να γίνεται υπόλογη στο κράτος. Οι τσάροι της Ρωσίας επιθυμούσαν να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους τη δύναμη και τον πλούτο της Εκκλησίας. Φυσικά, αυτό ενίσχυσε τη δύναμή τους καθώς ο μέσος Ρώσος ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος και άκουγε σε μεγάλο βαθμό τα κηρύγματα της θρησκείας και της Εκκλησίας, η οποία απέκτησε και αυτή μεγάλη κοινωνική ισχύ, σε μία αμφίδρομη σχέση με το κράτος.
Φυσικά, σε καμία κοινωνία καμίας χώρας, δε λείπουν οι ευγενείς και οι αριστοκράτες. Έτσι και στην τσαρική Ρωσία, οι αριστοκράτες (αν και ήταν πολύ λίγοι σε αριθμό) ζούσαν μία πολύ άνετη ζωή, με πλούτη και μακριά από τα προβλήματα του απλού κόσμου. Κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και πολλούς τιμητικούς τίτλους. Τελούσαν γάμους μόνο μεταξύ τους, ή με την οικογένεια του τσάρου ή με τις οικογένειες ξένων βασιλιάδων. Ο ίδιος ο τσάρος ήταν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας: λειτουργούσε για μεγάλο διάστημα σαν απόλυτος μονάρχης, κατείχε αμύθητα πλούτη και μεγάλες εκτάσεις γης. Η αριστοκρατική τάξη της Ρωσίας επωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κατάργηση της δουλείας γιατί απέκτησε ακόμα περισσότερη γη μέσω των ενοικίων που επέβαλε στους ελεύθερους πια αγρότες. Βέβαια, με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και την κατάργηση της μοναρχίας, η αριστοκρατική τάξη στοχοποιήθηκε και σιγά – σιγά διαλύθηκε.
Στη μεσαία τάξη, πλην των αγροτών, ήταν και οι εργάτες. Μετά την ανάπτυξη της βιομηχανίας στην Ευρώπη και την εκβιομηχάνιση της τσαρικής Ρωσίας στα τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν πολλοί κάτοχοι εργοστασίων, εργάτες κλπ. Οι περισσότεροι από αυτούς διέθεταν μία κάποια μόρφωση και διαπνέονταν από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες. Αργότερα, εκπροσωπήθηκαν και στη Δούμα. Ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης ή δουλειάς, η ρωσική κοινωνία της εποχής των τσάρων, ήταν σε μεγάλο βαθμό πατριαρχική, με μεγάλες αντιθέσεις μεταξύ των δύο φύλων.
Οι άντρες ήταν αυτοί που εργάζονταν, που λάμβαναν θέσεις σε υψηλά πόστα, που είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν στα κοινά και που μπορούσαν να ζουν ανεξάρτητοι. Μάλιστα, αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν κατοχυρωμένο με νόμο. Ο ποινικός κώδικας της τσαρικής Ρωσίας, έδινε στον σύζυγο πλήρη ελευθερία στο να ρυθμίσει τα θέματα του οίκου του. Οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες, πέρα από το να παντρευτούν, να ακούν και να πράττουν με βάση τη βούληση του συζύγου τους. Δεν είχαν δικαίωμα να αιτηθούν διαζύγιο, οι γάμοι ήταν ισόβιοι και έπρεπε οπωσδήποτε να κάνουν αρσενικά παιδιά για να συνεχιστεί το όνομα της οικογένειας. Δεν κληρονομούσαν γη (παρά ένα πολύ μικρό μερίδιο αν δεν υπήρχαν αρσενικοί απόγονοι) και φυσικά δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά. Βέβαια, υπήρχαν και περιπτώσεις γυναικών που κατάφεραν να συγκεντρώσουν μεγάλη εξουσία στα χέρια τους, φτάνοντας ακόμα και στον θρόνο (π.χ. η τσαρίνα Αικατερίνη η Μεγάλη) όμως αυτό λειτουργούσε ως τελική λύση μεταξύ των αριστοκρατών για να μη χαθεί η γραμμή διαδοχής, και αποτελούσε απλώς την εξαίρεση στον κανόνα.
Ο μέσος όρος ηλικίας για γάμο στην τσαρική Ρωσία για τις γυναίκες ήταν τα 20 χρόνια, αν η γυναίκα προερχόταν από τα μεσαία ή τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Φυσικά, είχε το δικαίωμα να παντρευτεί άνδρα ανάλογο της κοινωνικής της θέσης. Για την αριστοκρατία, ο μέσος όρος ηλικίας ήταν λίγο παραπάνω. Στην τσαρική Ρωσία, το ποσοστό θνησιμότητας παιδιών ήταν πάρα πολύ υψηλό: γύρω στο 47% των παιδιών τον 190 αιώνα, δε ζούσε πάνω από πέντε χρόνια.
Συνοψίζοντας, η ρωσική κοινωνία του Μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων (μέχρι το 1917) ήταν μία κοινωνία με ποικίλες εκφάνσεις αλλά και έντονες αντιθέσεις, αδιέξοδα και χάσματα. Δε μπορούσε κανείς να ανελιχθεί εύκολα κοινωνικά, μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες που τον 21ο αιώνα φαντάζουν εξωπραγματικές, η θέση της γυναίκας ήταν σκληρή και πολύ περιορισμένη από τους νόμους και τις αντιλήψεις, η κρατική εξουσία δεν μεριμνούσε για τους πολίτες της και υπήρχε υψηλή θνησιμότητα. Η μόρφωση που παρεχόταν επίσης ήταν πολύ περιορισμένη. Όλα αυτά τα περιέγραψαν με γλαφυρό τρόπο, οι μεγάλοι Ρώσοι συγγραφείς του 19ου αιώνα, όπως ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, ο Αλεξάντερ Πούσκιν και ο Λέων Τολστόι. Αυτή ήταν η εικόνα μίας κατά τ’ άλλα κραταιάς αυτοκρατορίας που εκτεινόταν σε δύο ηπείρους και η δύναμη που είχε για πολλά χρόνια ήταν ανυπέρβλητη στο εξωτερικό.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτό το άρθρο:
- Russian Society: ανακτήθηκε από alphahistory.com
- Culture & Society in Imperial Russia: ανακτήθηκε από study.com
- Ρωσική Αυτοκρατορία: ανακτήθηκε από el.wikipedia.org