Η ανθρώπινη φυλή φημίζεται για την ικανότητά της να θρυμματίζει κάθε ίχνος ευαισθησίας και θαλπωρής. Παρά, λοιπόν, την όποια ανάπτυξη και εξέλιξή μας σαν είδος, κάτι που εν πολλοίς οφείλεται στην απανταχού επιστημονική κοινότητα, υστερούμε σε πιο συναισθηματικά πλαίσια, όπως το ενδιαφέρον και η συμπόνια για τον συνάνθρωπο. Ανά καιρούς έχουν λάβει χώρα πολλά πειράματα με διαφορετικούς σκοπούς και επιδιώξεις, αλλά, ταυτόχρονα, και διαφορετικά θύματα. Χωρίς να γίνεται αποδεκτή η αναγκαστική θυσία των ζωικών οργανισμών, που χρησιμοποιούνται από τους ειδικούς, θα ήταν εύλογη η αποχή ανθρωπίνων οργανισμών από ανάλογα εγχειρήματα. Τα πειράματα των Ναζί κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην εν λόγω λίστα, έδωσαν την αφορμή για μια πιο αποτελεσματική και ωφέλιμη για την κοινωνία έρευνα με την χρήση ανθρώπων στο ρόλο του πειραματόζωου. Η «τερατώδης μελέτη» του Wendell Johnson αποτελεί ηχηρό παράδειγμα.
Τον Ιανουάριο του 1939, στο Davenport της Iowa, το τοπικό πανεπιστήμιο με επικεφαλής τον ψυχολόγο Wendell Johnson αποφάσισε να εμβαθύνει περισσότερο στο χώρο της μελέτης του ανθρώπινου οργανισμού, με την προσοχή να στρέφεται στην οριστική επιδιόρθωση των γλωσσικών δυσκολιών. Στο βωμό της επιστήμης αναμενόταν να «θυσιαστούν» 22 ορφανά παιδιά της πολιτείας, τα οποία κατέφθασαν στο χώρο χωρίς να γνωρίζουν τι επρόκειτο να διαδραματιστεί.
Άμεσος συνεργάτης στο εγχείρημα αυτό του ψυχολόγου στάθηκε μια από τις αξιότερες φοιτήτριές του, η Mary Tudor, η οποία, προς απόδειξη της λανθασμένης τροπής που πήρε η συγκεκριμένη προσπάθεια, εργάστηκε εθελοντικά στο ορφανοτροφείο των παιδιών, προκειμένου να τα συνδράμει ψυχολογικά. Αρχικά, έγιναν διάφορες εξετάσεις σχετικά με τη ψυχοσύνθεση και το νοητικό επίπεδο των «πειραματόζωων», με το ιατρικό επιτελείο να προσπαθεί να εξακριβώσει διάφορα στοιχεία της προσωπικότητάς τους. Στη συνέχεια, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, ανάλογα με την ικανότητά τους στο λόγο, με την πρώτη ομάδα να αποτελείται από μέλη με αξιοσημείωτη ευφράδεια και ευγλωττία, ενώ η δεύτερη από χαμηλότερου επιπέδου άτομα. Σημειωτέον πως αμφότερες διέθεταν στο ενεργητικό τους πέντε παιδιά με αξιοπρόσεκτο τραύλισμα. Η κύρια διαφορά τους έγκειται στο τρόπο αντιμετώπισής τους από την επιστημονική μονάδα του κτηρίου, με τους ικανότερους ομιλητές να επαινούνται, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που δέχονταν ψυχολογικές επιθέσεις.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το εγχείρημα του πανεπιστημίου σκόπευε στην ολοκληρωτική μεταμόρφωση των τραυλών παιδιών, με την άμεση συναναστροφή τους με συνομηλίκους που δεν αντιμετώπιζαν ιδιαίτερη δυσκολία στο συγκεκριμένο κομμάτι της ομιλίας.
Έτσι, λοιπόν, ο Johnson και η συνεργάτης του, Tudor, προσπάθησαν να ωθήσουν τη δεύτερη ομάδα, αυτή που έχρηζε βοήθειας δηλαδή, στην ορθή ανάπτυξη του λόγου. Ο τρόπος, όμως, απείχε παρασάγγας από το ιδανικό σενάριό τους, που μάλλον είχε συνταχθεί πρόχειρα κάποιες εβδομάδες πριν.
Οι γιατροί συνομιλούσαν καθημερινά με τα ορφανά, για να ελέγξουν την κατάσταση προόδου τους αλλά και τα συναισθήματα που είχαν αναπτυχθεί. Οι απειλές συνεχίστηκαν με την απαγόρευση της ομιλίας μέχρι να κατορθώσουν να μιλήσουν ορθά! Παράλληλα με τις προσβολές, ο ψυχολόγος ήταν γλυκός και τρυφερός με την άλλη ομάδα, η οποία δεν αντιμετώπισε δυσκολίες. Με τον καιρό, τα μέλη της δεύτερης ομάδας κλείστηκαν στον εαυτό τους και ανέπτυξαν ιδιαίτερο άγχος και φόβο κατά τη διάρκεια των συνομιλιών τους με τους ειδήμονες. Ένιωθαν αμήχανα, ένιωθαν ανίκανοι, ένιωθαν μόνοι. Την ίδια στιγμή, ο Johnson επισήμαινε την άρνηση προόδου τους…
Το εν λόγω εγχείρημα διήρκεσε περίπου πέντε μήνες, με την πορεία του να ολοκληρώνεται τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Η ανήθικη στάση των γιατρών δεν πέρασε απαρατήρητη από το ευρύ κοινό, με τα μέσα της εποχής να κατακεραυνώνουν τη στάση που υιοθέτησε το πανεπιστήμιο, αλλά και η πολιτεία της Iowa. Με το πέρας του πειράματος, τα ψυχολογικά προβλήματα, οι ανησυχίες και οι ανασφάλειες των ορφανών σίγουρα υποσκίαζαν την όποια μελέτη.
Αν και τα αποτελέσματα της έρευνας δεν εκδόθηκαν ποτέ δημοσίως, προκειμένου να μην υπάρξει συσχέτιση με τα αντίστοιχα πειράματα των Ναζί και κατακεραυνωθεί η φήμη του γιατρού και του πανεπιστημίου, διάφοροι λόγιοι της εποχής, κυρίως ψυχολόγοι και συγγραφείς, απένειμαν στο πείραμα την ονομασία «τερατώδης μελέτη», επαληθεύοντας ουσιαστικά τα ψυχικά βασανιστήρια που διαδραματίστηκαν εις βάρος των ορφανών.
Εν τέλει, 68 μόλις χρόνια μετά, στις 17 Αυγούστου 2007, έπειτα από αλλεπάλληλα δικαστήρια και μηνύσεις, τα εν ζωή ορφανά του εγχειρήματος των Johnson και Tudor δικαιώθηκαν, με το ποσό των 925.000 δολαρίων να καταβάλλεται ως φόρος τιμής των όσων αντιμετώπισαν στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Βέβαια, πολλά από τα τότε παιδιά δεν κατόρθωσαν να αποκτήσουν μια φυσιολογική καθημερινότητα, με πολλά ψυχικά τραύματα να τα συντροφεύουν μέχρι και τη τελευταία τους στιγμή. Η πολιτεία αρνήθηκε κάθε ανάμειξη, ενώ ο πρωτεργάτης του εγχειρήματος, Wendell Johnson, δεν κατάφερε να δει την αναγνώριση των θυμάτων του, καθώς είχε πεθάνει το καλοκαίρι του 1965.
Κανένα παιδί δεν έμεινε για πάντα τραυλό, κανένα παιδί , όμως, δεν ηρέμησε ποτέ.