Το παρόν άρθρο
Το παρόν άρθρο εστιάζει στο πρώιμο μέγεθος του λεξιλογίου και της εκδήλωσης ΔΕΠΥ μετέπειτα στη ζωή. Η πρώιμη γλωσσική ανάπτυξη είναι ένας σημαντικός παράγοντας πρόβλεψης των μεταγενέστερων γλωσσικών δεξιοτήτων, των δεξιοτήτων ανάγνωσης και της μάθησης των παιδιών. Επιπλέον, οι γλωσσικές δυσκολίες σχετίζονται με νευροαναπτυξιακές διαταραχές όπως η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) και η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ).
Τα παιδιά συνήθως αρχίζουν να λένε τις πρώτες τους λέξεις μεταξύ της ηλικίας των 10 και 15 μηνών. Στην ηλικία των δύο ετών περίπου, μπορεί να παράγουν μεταξύ 100-600 λέξεων και να καταλάβουν πολλές περισσότερες. Κάθε παιδί ξεκινά τη δική του αναπτυξιακή πορεία προς τη γλωσσική κατάκτηση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλες ατομικές διαφορές από το ένα παιδί στο άλλο.
Στο παρόν άρθρο θα παρουσιαστούν ο ερευνητικός σκοπός και τα ερευνητικά ευρήματα μίας πρόσφατης, μετα-αναλυτικής έρευνας σε επίπεδο γονιδιώματος για την κατανόηση του πώς η γενετική παίζει ρόλο στην ανάπτυξη της παραγωγής και της κατανόησης των λέξεων των παιδιών.
Μία μετα-αναλυτική ερευνα σε επίπεδο γονιδιώματος
Ερευνητικός σκοπός και σχεδιασμός
Παραγωγή λέξεων και κατανόηση
Η Verhoef και οι συνεργάτες της (2024) για να κατανοήσουν πώς η γενετική παίζει ρόλο στην ανάπτυξη της παραγωγής και της κατανόησης των λέξεων των παιδιών, η ομάδα πραγματοποίησε μια μελέτη μετα-ανάλυσης σε όλο το γονιδίωμα (GWAS) του μεγέθους του λεξιλογίου των βρεφών (15-18 μηνών) και των νηπίων (24-38 μηνών). Στις πρώτες μετρήσεις του μεγέθους του λεξιλογίου, οι γονείς αναφέρουν ποιες λέξεις λένε και/ή κατανοούν τα παιδιά τους από μία δεδομένη λίστα λέξεων. Η ομάδα των ερευνητών χρησιμοποίησε δεδομένα λεξιλογίου και γενετικά δεδομένα από 17,298 παιδιά που μιλούσαν Αγγλικά, Δανέζικα ή Ολλανδικά.
Ο αριθμός των λέξεων που μπορούσαν τα παιδιά να πουν (εκφραστικό λεξιλόγιο) ήταν διαθέσιμος τόσο για τα βρέφη όσο και για τα νήπια. Ο αριθμός των λέξεων που μπορούσαν τα παιδιά να κατανοήσουν (προσληπτικό λεξιλόγιο) ήταν διαθέσιμος μόνο για τα νήπια. Έπειτα, οι ερευνητές μελέτησαν:
- τις δεξιότητες γραμματισμού αυτών των παιδιών (ορθογραφία, ανάγνωση και φωνημική ενημερότητα) μετέπειτα στη ζωή τους
- τις γνωστικές ικανότητες (γενική νοημοσύνη και έτη εκπαίδευσης) μετέπειτα στη ζωή τους &
- τις νευροαναπτυξιακές διαταραχές (γενετικός κίνδυνος ΔΕΠΥ, καθώς επίσης και άμεσα παρατηρούμενα συμπτώματα που σχετίζονται με τη ΔΕΠΥ σε ορισμένα από τα παιδιά που μελετήθηκαν) μετέπειτα στη ζωή τους.
Ερευνητικά ευρήματα
Η έρευνα έδειξε γενετικές συσχετίσεις μεταξύ του πρώιμου μεγέθους λεξιλογίου των παιδιών και της ΔΕΠΥ (μετέπειτα στη ζωή τους), του γραμματισμού και της γενικής γνωστικής τους ικανότητας. Αυτές οι συσχετίσεις άλλαξαν δυναμικά κατά τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής.
- Η ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι στη βρεφική ηλικία, ένας μεγαλύτερος αριθμός λέξεων (εκφραστικό λεξιλόγιο) συσχετίστηκε γενετικά τόσο με αυξημένο κίνδυνο για την εκδήλωση ΔΕΠΥ όσο και με περισσότερα συμπτώματα ΔΕΠΥ.
- Ωστόσο, αυτή η γενετική σχέση αντιστράφηκε στην νηπιακή ηλικία: ένας μικρότερος αριθμός λέξεων που μπορούσαν τα παιδιά να καταλάβουν (προσληπτικό λεξιλόγιο) συσχετίστηκε με περισσότερα συμπτώματα ΔΕΠΥ.
- Είναι πιθανό ότι στη βρεφική ηλικία, όταν τα παιδιά «μαθαίνουν να μιλούν», ο αριθμός των λέξεων που λένε (εκφραστικό λεξιλόγιο) καταγράφει τις διαδικασίες που σχετίζονται με την ομιλία.
- Επίσης, τα παιδιά με υψηλότερο γενετικό κίνδυνο για την εκδήλωση ΔΕΠΥ μπορεί να έχουν την τάση να εκφράζονται περισσότερο.
- Αντίθετα, κατά τη φάση της «ομιλίας για μάθηση» όταν το μέγεθος του λεξιλογίου συνδέεται με τη γνωστική λειτουργία, ο υψηλότερος γενετικός κίνδυνος εκδήλωσης ΔΕΠΥ μπορεί να σχετίζεται με φτωχότερες λεκτικές και γνωστικές ικανότητες.
Συμπεράσματα
Η έρευνα έδειξε ότι υπάρχουν τουλάχιστον 2 γενετικοί παράγοντες που συμβάλλουν στο μέγεθος του λεξιλογίου κατά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία που ταιριάζουν σε διακριτά μοτίβα πολυγονιδιακής συσχέτισης με πολλά χαρακτηριστικά στη μετέπειτα ζωή (ΔΕΠΥ, γραμματισμός, γνωστική λειτουργία).