Προσέγγιση του όρου ″Ντόπινγκ″
Η φυλή των Κάφρων στην Αφρική ονόμασε ένα πρωτόγονο αλκοολούχο ποτό το οποίο χρησιμοποιούνταν σε θρησκευτικές τελετές ως διεγερτικό με τη λέξη «ντοπ». Άλλες αναφορές περιγράφουν, τους πολεμιστές Ζουλού να χρησιμοποιούν «ντοπ», ένα αλκοολούχο ποτό παρασκευασμένο από φλούδες σταφυλιών και αφέψημα κόλα. Στη Δυτική Αφρική, η χρήση Cola accuminata και Cola nitida ήταν επίσης γνωστή κατά τη διάρκεια του αγώνα στο βάδην ή στο τρέξιμο.
Ακολούθως, οι Ολλανδοί άποικοι Boers χρησιμοποίησαν τον όρο «ντοπ» για να περιγράψουν οποιοδήποτε διεγερτικό αφέψημα και στη συνέχεια, ο όρος διαδόθηκε παγκοσμίως. Τελικά, ο όρος υιοθετήθηκε για ένα ευρύτερο φάσμα ουσιών και στον αθλητισμό, χρησιμοποιώντας αυτές τις ουσίες περιγράφτηκε περαιτέρω ως «ντόπινγκ», όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά σε Αγγλικό λεξικό το 1889.
Oρισμός του ″Ντόπινγκ″
Ο πρώτος ορισμός του ντόπινγκ που υιοθετήθηκε το 1963 από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Εξωσχολική Εκπαίδευση, αναφέρει:
Ντόπινγκ στον αθλητισμό ορίζεται ως «η χορήγηση ή η χρήση από ένα υγιές άτομο οποιουδήποτε παράγοντα ή ουσίας που φυσιολογικά δεν εντοπίζεται στο σώμα και/ή οποιουδήποτε φυσιολογικού παράγοντα ή ουσίας όταν χορηγείται σε αντικανονικές επιπρόσθετες ποσότητες και/ή μέσω αντικανονικής οδού και/ή με αντικανονικό τρόπο, με σκοπό και αποτέλεσμα την τεχνητή αύξηση και με αθέμιτο τρόπο, της απόδοσης του ατόμου κατά τη διάρκεια του αγώνα».
Σήμερα, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Κώδικα Αντι- Ντόπινγκ (World Anti-Doping Code), ως Ντόπινγκ ορίζεται (άρθρα 2.1 έως 2.8) η παρουσία μιας απαγορευμένης ουσίας ή των μεταβολιτών της ή των δεικτών της στο σωματικό δείγμα ενός αθλητή. Ντόπινγκ είναι επίσης η χρήση ή απόπειρα χρήσης μιας απαγορευμένης ουσίας ή απαγορευμένης μεθόδου. Η άρνηση ή η αποτυχία χωρίς καθοριστική αιτιολόγηση, για υποβολή σε συλλογή δείγματος μετά την κοινοποίηση θεωρείται επίσης μια παραβίαση του κανόνα αντι-ντόπινγκ, μαζί με την παραβίαση ή απόπειρα αλλοίωσης οποιουδήποτε μέρος ελέγχου.
Η κατοχή, η διακίνηση, η χορήγηση ή η απόπειρα χορήγησης, η παροχή βοήθειας, η ενθάρρυνση και η συγκάλυψη μιας ουσίας που απαγορεύεται, επίσης θεωρείται ότι είναι παραβίαση του αντι-ντόπινγκ. Η μη παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών εντοπισμού και η μη πραγματοποίηση δοκιμών, όπως έχουν οριστεί με βάση εύλογους κανονισμούς συμπεριλαμβάνονται στον κώδικα ως παραβιάσεις κανόνα.
Η Ιστορία της Φαρμακοδιέγερσης
Στην Αρχαία Ελλάδα, ειδικοί περιγράφεται να προσφέρουν στους αθλητές διατροφικά συστατικά προκειμένου να βελτιώσουν τη φυσική τους απόδοση. Οι αθλητές προσπαθούσαν να αυξήσουν τη φυσική τους δύναμη καταναλώνοντας διαφόρων ειδών κρέας ή ζωμό αίματος πριν από τους αγώνες. Ο Φιλόστρατος (2ος αι. π.X.) στο έργο του «Περί γυμναστικής» μας πληροφορεί ότι οι ιατροί, ήταν σημαντικά χρήσιμοι στην προετοιμασία των αθλητών για τους αγώνες και οι μάγειρες ετοίμαζαν ψωμί, καρυκευμένο με χυμό μήκωνος της υπνοφόρου (φυτό από το οποίο παράγεται το όπιο), το οποίο είχε σημαντικές αναλγητικές ιδιότητες. Ο Πλίνιος ο νεότερος (1ος και 2ος αι. μ.X.), αναφέρει επίσης ότι οι Έλληνες δρομείς έπιναν ένα αφέψημα βοτάνων για να αυξήσουν τη δύναμή τους και να είναι ικανοί να αποδώσουν σε αθλήματα μεγάλης διάρκειας.
Στην Αρχαία Ελλάδα οι αθλητές προσπαθούσαν να αυξήσουν τη φυσική τους δύναμη καταναλώνοντας διαφόρων ειδών κρέας ή ζωμό αίματος πριν από τους αγώνες.
Η χρήση ουσιών στη Ρωμαϊκή ιστορία έχει, επίσης, καταγραφεί. Οι αρματοδρομείς έτρεφαν τα άλογά τους με διάφορα μείγματα προκειμένου να τα κάνουν να τρέχουν γρηγορότερα. Περιγράφεται, επίσης, ότι οι μονομάχοι χρησιμοποιούσαν παράγοντες ντόπινγκ για την αύξηση της δύναμης.
Αιώνες αργότερα, η επιστημονική έρευνα για τις διατροφικές συνήθειες κατά τις ολυμπιάδες μάλλον αρχίζει το 1922 και το πρώτο δημοσιευμένο άρθρο είχε τον τίτλο «Τι τρώνε οι καλύτεροι αθλητές στον κόσμο;» (Paul Schenk 1936, Βερολίνο). Αυτό που μαθαίνουμε από το άρθρο‐ ντοκουμέντο είναι κυρίως ότι υπήρχε ποικιλομορφία στα διαιτητικά σχήματα. Χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης ήταν η υπερκατανάλωση πρωτεΐνης, ενώ διαπιστώθηκε και η χρήση βοηθημάτων‐ συμπληρωμάτων διατροφής από κάποιες αποστολές.
Στη σύγχρονη εποχή πρώτος “ντοπαριστής” πρέπει να θεωρείται ο Γιούστους φον Λίμπινγκ, ο άνθρωπος που το 1847 έγινε ο παρασκευαστής του “συμπυκνωμένου ζωμού κρέατος Λίμπινγκ”. Επρόκειτο για ένα συμπλήρωμα διατροφής το οποίο εφοδίαζε τον οργανισμό με μεγάλες ποσότητες κρεατίνης. Φυσικά, εκείνη την εποχή ο οργανωμένος αθλητισμός ήταν ανύπαρκτος και δεν υπάρχουν μαρτυρίες για αθλητική αξιοποίηση του ζωμού. Το Ντόπινγκ στο σύγχρονο αθλητισμό αξιόπιστα καταγράφηκε από το δεύτερο μισό του 19ου Αιώνα:
1865
Η πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση εμφανίστηκε στην κολύμβηση κατά τον αγώνα στο κανάλι του Άμστερνταμ. Συγκεκριμένα, περιγράφηκε η πρόσληψη μιας ανώνυμης ουσίας που βελτιώνει την απόδοση.
1867
Στους δημοφιλείς αγώνες ποδηλασίας 6‐ημερών, οι Γάλλοι αθλητές προτιμούσαν μείγματα με βάση την καφεΐνη, οι Βέλγοι χρησιμοποιούσαν ζάχαρη αναμειγμένη με αιθέρα, ενώ άλλοι χρησιμοποιούσαν αλκοολούχα αφεψήματα ή νιτρογλυκερίνη.
1896
Τη χρονιά αυτή αναφέρεται ο πρώτος θάνατος που προκλήθηκε από το ντόπινγκ. Ο Άγγλος ποδηλάτης A. Linton πέθανε λόγω λήψης εφεδρίνης στον αγώνα Παρίσι‐Μπορντό.
1904
Στο μαραθώνιο του St. Louis, ο Tom Hicks που μόλις είχε κερδίσει τον αγώνα, κατέρρευσε και οι ιατροί διαπίστωσαν πρόσληψη στρυχνίνης και κονιάκ πριν από τον αγώνα.
1910
O James Jeffrie ισχυρίστηκε, αφού ηττήθηκε από τον Jack Johnson, ότι το τσάι του μολύνθηκε/ντοπαρίστηκε προκειμένου να τον νικήσει. Αυτή είναι η πρώτη αναφορά περίπτωσης στην οποία κατηγορούνται ντοπαρισμένοι αθλητές. Πολλές παρόμοιες περιπτώσεις για ντόπινγκ έχουν αναφερθεί στην Πυγμαχία κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου Αιώνα.
1920
Παρασκευάζονται για πρώτη φορά οι αμφεταμίνες, γνωστές κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα όχι μόνο στον αθλητισμό.
1952
Κατά τη διάρκεια των παγοδρομιών στο Όσλο, αίσθηση προκάλεσε όταν αμπούλες και σύριγγες βρέθηκαν στα αποδυτήρια των αθλητών.
1960
Η δραματική αύξηση χρήσης ουσιών ντόπινγκ ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960. Η κοινωνία εκείνες τις μέρες πίστευε ότι υπήρχαν φάρμακα ικανά να οδηγήσουν σε οποιαδήποτε επιτυχία. Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Ρώμης το 1960, ο Δανός ποδηλάτης K. Jensen πέθανε λόγω χρήσης αμφεταμινών.
1976
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, ο Πολωνός αθλητής Z. Kaczmarek και ο Βούλγαρος αθλητής V Khristov (αθλητές άρσης βαρών), αναγκάστηκαν να επιστρέψουν τα χρυσά τους μετάλλια όταν βρέθηκαν θετικοί σε Ντόπινγκ.
Ο Πολωνός αθλητής Z. Kaczmarek, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ.
1984
Αναβολικά στην Ελλάδα κυκλοφορούσαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το πρώτο συνταρακτικό κρούσμα ντόπινγκ για τον ελληνικό αθλητισμό σημειώθηκε το 1984 στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες με την Άννα Βερούλη που βρέθηκε θετική σε νανδρολόνη και τον αρσιβαρίστα Σεραφείμ Γραμματικόπουλο. Πριν από τους αγώνες είχε βρεθεί θετικός και ο Δημήτρης Ζαρζαβατσίδης που αποκλείστηκε.
1988
Ο Ben Johnson στους Ολυμπιακούς της Σεούλ, βρέθηκε θετικός για ένα απαγορευμένο αναβολικό στεροειδές (στανοζολόλη), του αφαιρέθηκε το χρυσό του μετάλλιο στα 100 μέτρα ταχύτητας και αποκλείστηκε για δύο έτη. Αργότερα, αποδείχθηκε ότι όλοι ή σχεδόν όλοι από τους φιναλίστ εκείνη την κούρσα είχαν πάρει απαγορευμένες ουσίες.
Η Γονιδιακή Ενίσχυση των Αθλητικών Επιδόσεων
Τα τελευταία χρόνια σημαντική πρόοδος έχει επιτευχθεί όσον αφορά την γνώση του χάρτη του ανθρώπινου γονιδιώματος, με αποτέλεσμα να επιχειρείται η χρήση της γονιδιακής θεραπείας για τη διαχείριση των ασθενών όλο και πιο συχνά. Στόχος της γονιδιακής θεραπείας είναι η αντικατάσταση ελαττωματικών γονιδίων in vivo ή/και η προώθηση μακροπρόθεσμης ενδογενούς σύνθεσης μιας ανεπαρκούς πρωτεΐνης, με μεταφορά γενετικού υλικού σε κύτταρα του ίδιου οργανισμού. Με τον τρόπο αυτό η εκφραζόμενη πρωτεΐνη μπορεί δυνητικά να είναι δυσδιάκριτη από την ενδογενή εκδοχή της ίδιας πρωτεΐνης που κωδικοποιείται από τα χρωμοσωμικά γονίδια.
Αυτό είναι σημαντικό για να εξασφαλιστεί ότι η εκφραζόμενη πρωτεΐνη δεν στοχεύετε από το ανοσοποιητικό σύστημα, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται μακροχρόνια παραγωγή της κατά τη γονιδιακή θεραπεία. In vitro μελέτες έχουν βελτιώσει την παραγωγή ανθρώπινων ανασυνδυασμένων πρωτεϊνών, όπως της ινσουλίνης (INS), της αυξητικής ορμόνης (GH), του ινσουλινοειδούς αυξητικού παράγοντα-1 (IGF-1) και της ερυθροποιητίνης (ΕΡΟ), οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν θεραπευτική εφαρμογή. Δυστυχώς όμως, οι γενετικές μέθοδοι που έχουν αναπτυχθεί για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο σε ανταγωνιστικά αθλήματα.
Με την εξέλιξη της επιστήμης, οι αθλητές απολαμβάνουν σύγχρονες μεθόδους και φαρμακολογικούς παράγοντες, για την ενίσχυση της φυσικής τους κατάστασης, της μυϊκής δύναμης και την βελτίωση των αθλητικών ικανοτήτων τους.
Το ντόπινγκ αν και απαγορεύεται από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (IOC) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Αντιντόπινγκ (WADA), χρησιμοποιείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, με τη μορφή, μεταξύ των άλλων, των αναβολικών στεροειδών, της ερυθροποιητίνης και της αμφεταμίνης. Σήμερα, με την ολοκλήρωση του Προγράμματος Ανθρώπινου Γονιδιώματος (HUGO Project) και την ανάπτυξη της γονιδιακής θεραπείας στην ιατρική, υπήρξε δυναμική εξέλιξη της έρευνας για το γονιδιακό ντόπινγκ και τις τεχνολογίες μεταφοράς γονιδίων, για τη βελτίωση της αθλητικής απόδοσης σε διάφορα αθλήματα.
Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία, το γονιδιακό ντόπινγκ σχετίζεται με την εισαγωγή στον οργανισμό ενός διαγονιδίου ή/και μιας ανσυνδυασμένης πρωτεΐνης, με σκοπό την έκφραση ή τη ρύθμιση έκφρασης του ήδη υπάρχοντος γονιδίου, για την επίτευξη ενός περαιτέρω πλεονεκτήματος στη φυσιολογική απόδοση του αθλητή. Σύμφωνα με τον κατάλογο των απαγορευμένων ουσιών της WADA που δημοσιεύτηκε το 2008, το γονιδιακό ντόπινγκ έχει οριστεί ως: ‘’η μη θεραπευτική χρήση κυττάρων, γονιδίων, γενετικών στοιχείων ή η ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης που έχει την ικανότητα να ενισχύσει την αθλητική απόδοση’’ (WADA, The World Anti-Doping Code: The 2008 Prohibited List international Standard, 2008). Το 2013 η WADA διευκρίνισε τον τύπο του γενετικού υλικού που απαγορεύεται στον αθλητισμό, όπως η μεταφορά νουκλεϊκών οξέων ή αναλόγων τους σε κύτταρα και η χρήση γενετικά τροποποιημένων κυττάρων (WADA, The World Anti-Doping Code: The 2013 Prohibited List international Standard, 2013).
Μέθοδοι Μεταφοράς Γονιδίων
Γενετικό υλικό μπορεί να εισαχθεί σε ένα κύτταρο είτε in vivo είτε ex vivo. Η in vivo στρατηγική είναι η άμεση μεταφορά του γονιδίου στο ανθρώπινο σώμα, απευθείας σε κύρια αιμοφόρα αγγεία ή στον ιστό/όργανο στόχο, ενώ στην έμμεση στρατηγική μεταφοράς DNA, δηλαδή στην ex vivo μεταφορά του γονιδίου, τα κύτταρα συλλέγονται από τον ασθενή και μετά από γενετική τροποποίηση, αναπαραγωγή και επιλογή, επανεισάγονται στο σώμα του ασθενούς.
Στη γονιδιακή θεραπεία και ομοίως στο γονιδιακό ντόπινγκ, το γενετικό υλικό μεταφέρεται στα κύτταρα και στους ιστούς, χρησιμοποιώντας ιικούς ή μη ιικούς φορείς. Με τους φορείς ιών, όπως είναι οι εξασθενημένοι ρετροϊοί, οι αδενοϊοί και οι λεντοϊοί, ένα διαγονίδιο απελευθερώνεται σε κύτταρα-στόχους και πολλαπλασιάζεται, χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς του κυττάρου-ξενιστή. Μερικοί από αυτούς τους ιούς, όπως οι ρετροϊοί, ενσωματώνουν το γενετικό τους υλικό στα χρωμοσώματα ενός ανθρώπινου κυττάρου, ενώ οι αδενοϊοί εισάγουν το διαγονίδιο στον πυρήνα του κυττάρου, χωρίς χρωμοσωμική ενσωμάτωση.
Ιικοί φορείς για τη μεταφορά του γενετικού υλικού
Οι ιικοί φορείς είναι αποτελεσματικοί στη μεταφορά γονιδίου, καθώς προσφέρουν πλεονεκτήματα, όπως μεγάλη ικανότητα συσκευασίας γενετικού υλικού, κύτταρο-ειδικό τροπισμό και/ή μακροπρόθεσμη έκφραση. Σε ορισμένες περιπτώσεις ωστόσο, μπορεί να εμφανιστούν μη αναστρέψιμες παρενέργειες, όπως ο απρόσμενος ενδογενής ανασυνδυασμός του ιού, που οδηγεί σε ταχεία μεταμόρφωση των φυσιολογικών κυττάρων in vitro και την εμφάνιση όγκων in vivo, μέσω ενίσχυσης αλληλουχιών πρώτο- ογκογονιδίου του ξενιστή στο ιικό γονιδίωμα. Επιπρόσθετα, οι ιικοί φορείς μπορεί να αναγνωριστούν από το ανοσοποιητικό σύστημα του ξενιστή, με αποτέλεσμα μια αυξημένη ανοσολογική απόκριση, και συνεπώς μια αναποτελεσματική μεταφορά του διαγονιδίου.
Στρατηγικές Γονιδιακής Θεραπείας με εφαρμογή στο Γονιδιακό Ντόπινγκ.
Μη ιικοί φορείς για τη μεταφορά του γενετικού υλικού
Οι τεχνικές στις οποίες χρησιμοποιούνται μη ιικοί φορείς για την μεταφορά του γενετικού υλικού σε ανθρώπινα κύτταρα είναι λιγότερο αποτελεσματικές, αλλά χαρακτηρίζονται από χαμηλή κυτταροτοξικότητα. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται φυσικές μέθοδοι όπως η ηλεκτροδιάτρηση, το ‘’γονιδιακό όπλο’’ και χημικοί μεταφορείς, χρησιμοποιώντας κατιονικά λιποσώματα ή βιοδιασπώμενα πολυμερή. Παρ’ όλα αυτά τα μη ιικά συστήματα μεταφοράς γονιδίου μπορεί να προκαλέσουν αύξηση της ανοσολογικής απόκρισης.
Οι φυσικές μέθοδοι επιτρέπουν τη μεταφορά του γενετικού υλικού στο κυτταρόπλασμα ή στον πυρήνα του κυττάρου, με τοπική ή αναστρέψιμη βλάβη της κυτταρικής μεμβράνης. Η πιο κοινή φυσική μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η ηλεκτροδιάτρηση, που βασίζεται στην εφαρμογή υψηλής τάσης ηλεκτρικού παλμού στα κύτταρα που οδηγεί στον σχηματισμό υδρόφιλων πόρων στην κυτταρική μεμβράνη, με διάμετρο διάφορα νανόμετρα. Η ηλεκτροδιάτρηση είναι μια πολύ αποτελεσματική μέθοδος και ένα από τα πλεονεκτήματά της είναι η προστασία των κυττάρων από την είσοδο ανεπιθύμητων ουσιών, κατά τη διάρκεια μεταφοράς του διαγονιδίου. Σήμερα η ηλεκτροδιάτρηση είναι η πιο συχνή μέθοδος που χρησιμοποιείται για να εισαχθεί DNA σε κύτταρα δέρματος και σε ηπατικά κύτταρα.
Οι βιοχημικές μέθοδοι, περιλαμβάνουν τη χρήση χημικών μεταφορέων, οι οποίοι σχηματίζουν σύμπλοκα με τα νουκλεϊκά οξέα για την εξουδετέρωση του αρνητικού τους φορτίου. Αυτά τα σύμπλοκα εισέρχονται εν συνεχεία στα κύτταρα με φαγοκυττάρωση και λιγότερο συχνά με σύντηξη με την κυτταρική μεμβράνη. Ορισμένοι από τους χημικούς φορείς, διευκολύνουν την απελευθέρωση του νουκλεϊκού οξέος στο κυτταρόπλασμα, από το ενδόσωμα, προστατεύοντάς το από τις κυτταρικές νουκλεάσες.