Γεννημένος ανήμερα Χριστούγεννα, ο Μάνος Καρατζογιάννης μοιάζει να έχει χάρισμα, αφού με ό,τι καταπιάνεται το κάνει με επιτυχία. Αριστούχος απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Γ.Αρμένη, ευτύχησε να βγει στη σκηνή με την «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη. Και κάπως έτσι γεννήθηκε μια αγάπη για τη μεγάλη αυτή θεατρική δημιουργό, που κατέληξε στη διδακτορική του διατριβή. Πέραν όμως της ιδιότητας του ηθοποιού έχει ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία (σε έργα ξένων δραματουργών, αλλά και της Λ.Αναγνωστάκη), τη συγγραφή (σ.σ. έχει γράψει το κείμενο της παράστασης «Για την Ελένη») και πλέον την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου Σταθμός.
Επιμέλεια Συνέντευξης: Μαντώ Χαντζή
- Ας ξεκινήσουμε με τις συστάσεις. Πες μας λίγα λόγια για σένα.
Είμαι ηθοποιός κι αυτό είναι η αφετηρία μου. Έτσι σκέφτομαι, από αυτό εμπνέομαι, από τη σχέση μου δηλαδή ως ηθοποιός με το θέατρο κι από εκεί συνεχίζουν οι υπόλοιπες ιδιότητές μου. Αυτή του σκηνοθέτη ή του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου Σταθμός ή του συγγραφέα (σ.σ. έχει γράψει το θεατρικό κείμενο της παράστασης «Για την Ελένη») ή του δασκάλου στη σχολή (σ.σ. διδάσκει στη Σχολή του Γιώργου Αρμένη). Οι ηθοποιοί, άλλωστε, όπως έλεγε κι ο Τσαρούχης λανσάρουν τα θέατρα κι όχι τα θέατρα τους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί κάνουν τις παραστάσεις. Μια λέξη λοιπόν θα μπορούσε να με περιγράψει καλύτερα, «ηθοποιός».
- Ηθοποιός ή σκηνοθέτης; Προτιμάς κάποιο από τα δύο;
Ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές μου ανά περίοδο. Υπάρχουν φορές που νομίζω ότι δε μπορώ να πατήσω τη σκηνή, ότι δεν έχω τη δύναμη να εκτεθώ δημόσια. Κι είναι φορές που το επιζητώ αυτό. Θέλω να πω πως άλλες φορές θέλω να βρίσκομαι πίσω από τη σκηνή κι άλλες φορές πάνω σε αυτή. Άλλες φορές υπάρχει η δυνατότητα να κάνω μια παραγωγή όπως τη θέλω και να μη χρειάζεται να είμαι πάνω στη σκηνή κι άλλες φορές μπορεί να χρειαστεί, ακόμη και λόγω κόστους, να παίξω και να καλύψω ανάγκες της παραγωγής. Σίγουρα, όπως είπα και πριν, αφετηρία μου είναι η υποκριτική. Πρέπει, όμως, κάποιες φορές να επιλέξω μεταξύ καρδιάς και λογικής, καθήκοντος κι επιθυμίας.
- Πριν αναφέρθηκες σε μία σχετικά πρόσφατή σου ενασχόληση, αυτή της διδασκαλίας σε δραματική σχολή. Πώς είναι να γυρνάς μετά από χρόνια στη σχολή από την οποία αποφοίτησες κι τι είχες να πεις στους μαθητές;
Ήταν πολύ συγκινητική η επιστροφή την πρώτη χρονιά, γιατί με ορισμένα παιδιά δεν είχα μεγάλη ηλικιακή διαφορά. Αυτό από τη μία μου δημιουργούσε μια ζεστασιά, από την άλλη όμως και μια αγωνία. Ξεκίνησα από την ιδιότητα του μαθητή προκειμένου να προσεγγίσω τα παιδιά και συγκεκριμένα από το πώς ένιωθα εγώ όταν ξεκίνησα. Ανέλαβα το τρίτο έτος όπου δίδαξα Λούλα Αναγνωστάκη. Θεωρώ ότι η γνωριμία τους με την Αναγνωστάκη μόνο ευεργετική επίδραση μπορεί να έχει, γιατί είναι η μόνη Ελληνίδα συγγραφέας που έχει γράψει τόσο πολύ για νέους. Επομένως οι μαθητές παίζουν χαρακτήρες που είναι κοντά στην ηλικία τους. Μιλά, δηλαδή, στη γλώσσα τους κι αυτό τους βοηθά να πάνε παρακάτω ως ηθοποιοί, αλλά παράλληλα τους βάζει να σκέπτονται πολιτικά, κάτι που είναι ανάγκη. Η Αναγνωστάκη, άλλωστε, στοχεύει στην αφύπνιση του αναγνώστη. Σκοπός, όμως, και των δραματικών σχολών (πρέπει να) είναι να δημιουργήσουν σκεπτόμενους ηθοποιούς που δεν εφησυχάζουν, που σκέπτονται έξυπνα, αλλά κι είναι ενεργοί εντός κι εκτός σκηνής.
- Φέτος σε βρίσκουμε σε ένα καινούριο χώρο στο θέατρο Σταθμός, όπου έχεις αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση. Εκτός από τιμή ήταν κι ένα άγχος για σένα κυρίως για το πώς θα πάει όλο αυτό; Ποιες είναι οι φιλοδοξίες σου;
Μεγάλο άγχος στην αρχή, αλλά και τώρα. Κυρίως στο κομμάτι της επικοινωνίας, γιατί στη ζωή μας υπάρχει ασυνεννοησία. Και στο θέατρο πρέπει να συνεννοηθούμε πολλοί άνθρωποι και να συνεννοηθούμε καλά ενώ ταυτόχρονα να μείνουμε όλοι ευχαριστημένοι. Τέχνη με δυσαρέσκεια δε μπορεί να γίνει. Μέχρι στιγμής δεν έχουν προκύψει προβλήματα ούτε στις επιμέρους συνεργασίες ούτε στους χρόνους, ούτε σε τεχνικά θέματα. Το θέατρο Σταθμός έχει σαφή προσανατολισμό – σαφή δραματουργικό άξονα και καθαρό θεατρικό στίγμα κι αυτό μου δίνει ελπίδα ότι μπορούμε να συνεχίσουμε. Η φιλοδοξία αφορά σε αυτό που προτείνουμε, δηλαδή θέλουμε το εγχείρημά μας να το αγκαλιάσει ο κόσμος. Και φυσικά να είναι μια πέτρα στα θεατρικά νερά, δηλαδή να έχει επίδραση και να μη χαθεί μέσα στην υπερπληθώρα των θεατρικών προτάσεων. Όλες οι παραστάσεις, άλλωστε, διέπονται από την ίδια ανησυχία. Θεματικός άξονάς μας είναι «100 χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό, ψάχνοντας τα σημεία αναφοράς που μας ενώνουν».
- Αυτή την περίοδο σκηνοθετείς δύο παραστάσεις (σ.σ. «Για την Ελένη» και «Πατρίδα τώρα-8 ώρες και 35 λεπτά»). Θα ξεκινήσω από το «Για την Ελένη» που είναι η παλιότερη σου σκηνοθετική προσπάθεια. Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σου για την ηθοποιό Ε. Παπαδάκη;
Είχε ενδιαφέρον αυτή η ανθρωποθυσία για την οποία κανείς ποτέ δε μιλούσε θεατρικά. Δεν είχε γίνει κάτι για τη γυναίκα αυτή στη θεατρική σκηνή. Όταν, λοιπόν, ανέβηκε η παράσταση για πρώτη φορά στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ήταν σαν να επέστρεψε το πρόσωπο για να αφηγηθεί το κύτταρο του θεάτρου. Ήταν κάτι που με κέντρισε πάρα πολύ. Πέραν της ηθικής αποκατάστασης του προσώπου, πέραν της παράστασης, το έργο εστιάζει στο σεβασμό στη διαφορετικότητα, στην ετερότητα. Στο πόσο διαφορετική ήταν η Παπαδάκη για την εποχή της. Θεατρίνα, σοφερίνα, ανύπαντρη, με αμφιλεγόμενη προσωπική ζωή, καπνίστρια, αλλά και μεγαλοαστή και γλωσσομαθής. Ουσιαστικά η παράσταση εστιάζει στο τι μπορεί να συμβεί όταν η διαφορετικότητά σου βρεθεί σε μια γκρίζα περίοδο.
- Μια βιογραφική παράσταση πώς μπορεί να γίνει αντικειμενική; Θεωρείς ότι μετά από τόσα χρόνια μπορεί τα γεγονότα εκείνης της εποχής να παρουσιάζονται εξωραϊσμένα;
Επειδή η παράσταση εστιάζει στη διαφορετικότητα κι επειδή έχει βασιστεί σε εμπεριστατωμένο ιστορικό αρχείο, πρόσβαση στο οποίο μου παραχώρησε ο Μάνος Ελευθερίου, νομίζω ότι κρατά μια απόσταση από τα γεγονότα μέσα από έναν σαρκασμό. Κάποια πράγματα, άλλωστε, δεν αναφέρονται – απλώς υπονοούνται. Άλλα, βέβαια, αναπόφευκτα κατονομάζονται.
- Η δεύτερη παράσταση «Πατρίδα τώρα-8 ώρες και 35 λεπτά», την οποία όχι μόνο σκηνοθετείς, αλλά παίζεις κι ως ηθοποιός, πραγματεύεται ένα διαχρονικό ζήτημα. Αυτό της πατρίδας, των ριζών. Αλήθεια ορίζεται η πατρίδα;
Η Τσαλίκογλου αφηγείται μια απλή ιστορία – ένας Έλληνας που έχει μεγαλώσει στην Αμερική επιστρέφει στον τόπο καταγωγής της μητέρας του. Κατά τη διάρκεια λοιπόν της πτήσης (σ.σ. 8 ώρες και 35 λεπτά) ζωντανεύουν η γιαγιά του (πρόσφυγας από τη Σμύρνη το ’22), η μητέρα του κι η αδελφή του. Και μαζί με αυτές ζωντανεύει η ιστορία της οικογένειάς του, αλλά κι η ιστορία ενός ολόκληρου λαού. Επομένως η πατρίδα είναι η μνήμη. Είναι ό,τι κουβαλάμε, ό,τι κρατά η μνήμη μας. Ένας τόπος – όχι με την έννοια της χωροταξίας, μια συνείδηση που κουβαλάμε, που αγαπάμε. Έχει την έννοια του «κάτι μαζί».
- Θεωρείς ότι μπορεί κάποιος κακεντρεχής να μιλήσει για πατριδολατρία;
Η δική μας παράσταση δεν εμπεριέχει τέτοιους εθνικιστικούς κινδύνους. Η ποίηση άλλωστε δεν έχει χρόνο ούτε πατρίδα. Στο θέατρο προσεγγίζουμε την πατρίδα μέσα από τη ματιά ποιητών και πεζογράφων. Αισθάνομαι πως αυτή τη στιγμή ο κόσμος χρειάζεται σημεία αναφοράς που θα τον ενώσουν με το συνάνθρωπό του. Έχει αγριέψει το μάτι μας και νομίζω χρειάζεται να αγαπήσουμε ξανά την Ελλάδα. Γιατί αν δεν την ξανααγαπήσουμε, πώς θα ζήσουμε; Μέσα στο μίσος; Και με το μίσος περνά ο καιρός, όπως λέει κι η Ελένη στην παράσταση. Όμως έχουμε δει πού καταλήγει όλο αυτό. Έχουμε δει τι παραφροσύνη γεννά το μίσος στους λαούς. Χρειάζεται λοιπόν να αγαπήσουμε ξανά όχι μόνο τον τόπο μας, αλλά κυρίως το διπλανό μας και τον εαυτό μας. Κι η αγάπη έρχεται μέσα από τη γνώση. Αν γνωρίζεις λοιπόν τα λάθη σου, μόνο έτσι μπορείς να τα αποφύγεις.
- Κι οι δύο παραστάσεις έχουν ένα κοινό θεματικό άξονα, την ανεκτικότητα στο διαφορετικό. Σε απασχολεί το ζήτημα του διαφορετικού;
Ναι, με αφορά πάντα. Γι’ αυτό κι έχω παίξει πολλούς τέτοιους ρόλους – μετανάστες, ιδιαίτερους ανθρώπους όπως τον Κρίστοφερ στο «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα», ποιητές. Νομίζω ότι αυτό αποτελεί κι αίτημα της εποχής. Δε μπορεί να υπάρξει η δημοκρατία που ονειρευόμαστε, αν δεν υπάρξει ο σεβασμός στην ιστορία του άλλου, ο οποίος σκέφτεται ή ζει διαφορετικά από εσένα.
- Αλήθεια, ο Έλληνας του 2017, είναι ανεκτικός απέναντι στο ξένο;
Νομίζω ότι μπορούμε να παλέψουμε και να υπερασπιστούμε το διαφορετικό από όπου κι αν προέρχεται. Οφείλουμε, βασικά, κόντρα στους καιρούς.
- Το ζήτημα της πατρίδας και της ταυτότητας έχει απασχολήσει και μια αγαπημένη σου θεατρική συγγραφέα, τη Λούλα Αναγνωστάκη, η οποία απεβίωσε πρόσφατα. Η αγάπη σου γι’ αυτή με αποκορύφωμα το διδακτορικό σου πάνω στο έργο της πώς προέκυψε;
Η Λούλα ήταν ένα μεγάλο δώρο στη ζωή μου κι ο θάνατός της μια μεγάλη απώλεια. Ήμουν, δεν ήμουν 20 χρονών όταν πρωτόπαιξα στο θέατρο την «Κασέτα». Έτσι τη γνώρισα. Μετά ακολούθησαν άλλες συνεργασίες, όπως «Ο ήχος του όπλου», «Η παρέλαση», μια παράσταση για το Γ. Χειμωνά (σ.σ. σύζυγο της Λ. Αναγνωστάκη) στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, οι «Ενέδρες της ζωής», μια δική μου σύνθεση πάνω στα σημαντικότερα έργα της, το «Σ’ εσάς που με ακούτε». Έπειτα ήρθαν το διδακτορικό, το βιβλίο, το μεγάλο αφιέρωμα που ετοίμασα για εκείνη… Μ’ έμαθε να σκέφτομαι κι ως ηθοποιός κι ως πολίτης. Είναι το σημείο αναφοράς της θεατρικής μου ζωής. Της οφείλουμε πολλά. Έγραψε πολύ για τους νέους – κανένας άλλος Έλληνας δραματουργός δεν το έχει κάνει. Με τα έργα της το ελληνικό θέατρο ταξίδεψε έξω. «Η παρέλαση» είναι το πιο πολυπαιγμένο έργο διεθνώς – έχει παιχτεί σε Αγγλία, Τουρκία, Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία.
Μίλησε για θέματα που κανείς δεν τόλμησε. Ήδη το ’64 με την «Παρέλαση» μιλά για την ετερότητα, το ’79 με τη «Νίκη» για τη διχόνοια, όπου απέδωσε ευθύνες και στην Αριστερά, κάτι που ήταν ταμπού. Το ’81 για την οικογενειοκρατία με την «Κασέτα», ενώ το 2003 έγραφε για τη διάλυση της Ευρώπης και το άνοιγμα της κοινωνικής ψαλίδας. Βρήκε τη δύναμη να εκφράσει τα δεινά της πολιτικής μας ζωής. Έγινε η φωνή του ηττημένου Έλληνα, μίλησε για τις ενοχές και τα τραύματά του. Αν τα γνωρίζεις αυτά, όμως, μπορείς να πας παρακάτω. Κι ενώ τα έργα της έχουν τραγική κατάληξη, νιώθω ότι σε οδηγούν σε μια κάθαρση, σαν τις τραγωδίες. Σε βοηθούν να σκεφτείς. Κάπως έχουμε συνδυάσει στο μυαλό μας πως η πνευματικότητα κι η σκέψη στη σύγχρονη ζωή είναι βαριά και «μαύρα». Δεν προχωρά, όμως, ο τόπος με το «χαχα».
- Είναι εύκολο, όμως, το «χαχα»…
Ναι, δεν αντιλέγω. Κι οι παραστάσεις που κάνουμε φέτος έχουν πολύ φως, χιούμορ κι ελπίδα. Ειδικά το «Πατρίδα τώρα – 8 ώρες και 35 λεπτά». Και μας λείπει η ελπίδα. Πιστεύω πως θα ξανάρθει. Μέσα από τους νέους ανθρώπους. Πρέπει να παλέψουμε. Το πιο εύκολο πράγμα είναι να κλειστούμε στα σπίτια μας και στον εαυτό μας. Θέλει κόπο το να ανοίξεις, να δημιουργήσεις, να ερωτευτείς. Ας κάνουμε και λάθη και στις σχέσεις και στις παραστάσεις μας.
- Το θέατρο βοηθά το θεατή ν’ ανοιχτεί;
Νομίζω το θέατρο σε μια εποχή όπου η τεχνολογία κι η τηλεόραση παλαιότερα έφερε μια αποξένωση στους ανθρώπους και τους έκλεισε στα σπίτια τους στους καναπέδες τους και τώρα στους υπολογιστές τους εξακολουθεί να φέρνει τη ζεστασιά. Κι ελπίζω και την πνευματικότητα.
- Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
Ύστερα από πρόταση από το «Εντευκτήριο» στη Θεσσαλονίκη ετοιμάζω ένα αφιέρωμα στη Λούλα Αναγνωστάκη. Επίσης τον Απρίλιο θα ανέβει ένα δίπτυχο με τίτλο «Ο ουρανός… και το παντελόνι του», βασισμένο σε έργα του Ι. Καμπανέλλη και της Λ. Αναγνωστάκη, όπου θα σκηνοθετήσω τη Νένα Μεντή και τον Ηλία Λογοθέτη. Βέβαια, πλην των δικών μου δουλειών, μπορείτε να δείτε ωραίες παραστάσεις στο θέατρο Σταθμός.
Ευχαριστούμε πολύ το Μάνο Καρατζογιάννη για το χρόνο του. Του ευχόμαστε καλή τύxη σε ό,τι κι αν κάνει!