Πολυγραφότατος, υπαρξιακά ανήσυχος σαν τον αγαπημένο του Κάφκα, με ανεξίτηλες μνήμες από την ηλιόλουστη εσχατιά της νοτιοανατολικής Μεσογείου, και πλέον βαθιά δημουλικός, ο Παναγιώτης Θωμά λησμονεί για λίγο τις όποιες αναστολές του, παραδίδεται στο αυγουστιάτικο μελτέμι, και μας συστήνεται όσο διαρκεί ένας κυριακάτικος καφές. Το νέο του βιβλίο Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία: Μελετήματα για την ποίηση της Κικής Δημουλά (Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αρμός, 2020) ταράζει τα ήρεμα ύδατα της φιλολογίας, ανανεώνει το διάλογο με το ― επίπλαστα μόνο ― απόμακρο «θείο», αναβιώνει τη σκέψη της τελευταίας σύγχρονης δελφικής ιέρειας των ελληνικών γραμμάτων, της Κικής Δημουλά, θυμίζοντας σε όλους την απώλεια της από τον κόσμο του αισθητού.
Ο Παναγιώτης Θωμά, λοιπόν, εφ’ όλης της ύλης, «ανοιχτός» όπως το νέο του βιβλίο, έτοιμος να διαβαστεί, ακόμα και βουστροφηδόν.
Επιμέλεια συνέντευξης: Γιώργος Ορφανίδης
Θεολόγος, εκπαιδευτικός, συγγραφέας, μεταφραστής, παραμυθάς, αρχισυντάκτης, στιχουργός… πολλοί τίτλοι γύρω από μόλις ένα όνομα. Πώς προέκυψαν τόσες ιδιότητες και πώς συνδυάζονται;
Προέκυψαν είτε από πάθος και αγάπη, είτε από την ανάγκη έκφρασης, είτε από τις ανάγκες της επιβίωσης. Δεν τα είχα προγραμματίσει ούτε επιδιώξει όλα αυτά κι ομολογώ ότι όλοι αυτοί οι τίτλοι γύρω από το όνομά μου προκαλούν αρκετή αμηχανία, γιατί σέβομαι στο έπακρο το περιεχόμενό τους, γνωρίζοντας ότι υπάρχουν πολλά επίπεδα κατάφασης και απόδοσης για όποιον τους αποδέχεται. Όσον αφορά αυτά που εμπίπτουν στην ιδιότητα του… γραφιά, θα χρησιμοποιήσω μια αναλογία δανεισμένη απ’ τον Wendell Berry για να εξηγήσω πως συνδυάζονται: ένας γεωργός, λέει, ένας τεχνίτης γενικά, θα χρησιμοποιήσει διαφορετικά εργαλεία για να κάνει διαφορετικά πράγματα. Μπορεί να αλλάζει το είδος, αλλά όλα βρίσκουν την ενότητά τους στο πρόσωπο που εκφράζεται τιμώντας ακριβώς το κατάλληλο στην εκάστοτε περίπτωση είδος. Ομολογώ δε, ότι το πολλαπλό της ιδιότητας μου χαρίζει την ελευθερία της μη ταυτίσεως με κανέναν από αυτούς του τίτλους, την ίδια ώρα που με σεβασμό τους υπηρετώ.
Πρόσωπα και καταστάσεις που ανατροφοδότησαν τη σύνθεση της καλλιτεχνικής, και εν γένει, προσωπικότητά σας.
Η αφοσίωση και η επιμονή της μάνας μου, η τρυφερότητα και η μεγάλη εμπιστοσύνη του μακαριστού πατέρα μου, που σεβάστηκαν τα θέλω όλων των παιδιών τους. Πρόσφυγες και οι δύο από τον Βορρά της Κύπρου καλλιέργησαν σε μας τη μνήμη στην προσφυγιά μακριά από ιδεολογίες και φανατισμούς. Ο τρόμος του πολέμου στην (ημι)κατεχόμενη πατρίδα επίσης με διαμορφώνει. Στα χρόνια των σπουδών μου καθοριστικός χωρίς αμφιβολία ο καθηγητής μου Χρυσόστομος Σταμούλης, ο οποίος μου άνοιξε την πόρτα σε έναν ολόκληρο κόσμο, όπου η ουσία της θεολογίας στη γοητευτικότερη έκφρασή της (τη δική του δηλαδή έκφραση) συναντούσε την ίδια τη ζωή: τα όνειρα, τον έρωτα, το πάθος για τον τόπο. Όποιος τον γνωρίζει στ’ αλήθεια και μπορεί να εκτιμήσει το επιστημονικό και καλλιτεχνικό μέγεθος αυτού του ανθρώπου, καταλαβαίνει ίσως τι ακριβώς εννοώ. Χρωστάω πολλά και στον πατέρα Νεκτάριο Πάρη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας που με βοήθησε με έναν τρόπο… διασκεδαστικό και ειλικρινή να απαλλαγώ από κάποιες αχρείαστες θρησκοληψίες και να αναπνεύσω πιο ελεύθερα. Στον ενάμιση χρόνο που πέρασα στη Αμερική, συγκεκριμένα στη Βοστόνη, ως υπότροφος του ΙΚΥ Ελλάδος για το δεύτερο έτος του μεταπτυχιακού μου, διεύρυνα τους ορίζοντες μου, πλάθοντας ακριβές φιλίες με ανθρώπους σχεδόν από όλον τον κόσμο. Ο πόθος της μάθησης αλλά και της έκφρασης στον ξένο τόπο ―με την οικουμενικότητα που σου χαρίζει ένα υγιές ακαδημαϊκό περιβάλλον στα δύο κολλέγια όπου παρακολούθησα μαθήματα και στο περιβάλλον της ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική―, προκάλεσαν μέσα μου ζυμώσεις πολλαπλές και πολύτιμες. Μου δόθηκε ελευθερία έκφρασης καλλιτεχνικής μέσα από το τραγούδι από την ακαδημαϊκή κοινότητα στο Holy Cross ―όπου φοιτούσα― και αυτό δεν το ξεχνώ ποτέ. Σίγουρα, όμως, με επηρέασε και με διαμόρφωσε και η σύντομη θητεία μου ως μέλους μουσικού σχήματος, της Ενδοχώρας, από το 2007 και εξής, πλάι στον καλό μου φίλο και συνεργάτη, τον σπουδαίο τραγουδοποιό Γιώργο Καλογήρου.
Αυτό που σας εμπνέει περισσότερο είναι…;
Η φιλία ίσως πάνω απ’ όλα, η εγγύτητα των ψυχών, το αγκάλιασμα μιας πολύπλευρης επικοινωνίας (που είναι εξάλλου και η ουσία κάθε έρωτα), η γιορτή της μνήμης. Με εμπνέει εξίσου το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον ― ο πολιτισμός. Είναι τόσο υπέροχα όσα μπορεί να αντικρύσει ο άνθρωπος στον κόσμο. Αλλά όλα αυτά με πολλαπλάσιο θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη τα ξαναβλέπω μέσα από τα μάτια των δύο μικρών κόρων μου. Αυτό κι αν είναι έμπνευση: η ίδια η ζωή που αυξάνει ανεπαισθήτως μπροστά σου. Θα ρωτούσε. βέβαια. κάποιος: ο πόνος, ο ανθρώπινος πόνος, δεν εμπνέει έναν συγγραφέα, έναν λογοτέχνη; Ασφαλώς, αλλά χρειάζεται προσοχή στο πώς μιλάμε γι’ αυτό, γιατί υπάρχει πολλή προσποίηση συμπόνιας και καπήλευση του πόνου. Αρκούμαι να πω πως σε όλα όσα περιέγραψα πιο πάνω ενυπάρχει ο πόνος, η έμ-πονη στάση ενώπιον των ανθρώπων και των πραγμάτων.
Κάποτε άκουσα να λέτε ότι η πόλη της Θεσσαλονίκης σας σημάδεψε. Θα μοιραστείτε μαζί μας αυτές τις στιγμές;
Θα έπρεπε να γράψω ένα μικρό βιβλίο για να το πετύχω αυτό! Θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα στίγμα από τα σχεδόν οκτώ χρόνια που έζησα εκεί, ξεκινώντας από το αποτέλεσμα το ψυχικό που είναι και ολωσδιόλου σωματικό: θυμάμαι πως στο ένατο πια έτος των σπουδών μου είχα ταυτιστεί πλήρως με τον Πεντζίκη, ο οποίος αποκάλεσε τη συμπρωτεύουσα Μητέρα Θεσσαλονίκη στο ομότιτλο έργο του. Είναι δεύτερη πατρίδα για μένα, ισότιμη μέσα μου με την Κύπρο. Μίλησα για σωματική σχέση και σας εξομολογούμαι ότι εντελώς αυτόματα και ενστικτωδώς έπιασα κάποιες φορές των εαυτό μου να αγγίζει εξερευνητικά τις πέτρες που ξεγλιστρούσαν στα μισογκρεμισμένα χαμηλότερα τείχη της Άνω Πόλης ανεβαίνοντας προς την Ευαγγελίστρια όπου έμενα. Ναι, αγάπησα μέχρι και το χώμα της Θεσσαλονίκης, το υπέροχο μελάνιασμα του Θερμαϊκού της μέσα στην πορφύρα του απογεύματος, τον ουρανό της που ξέρει τόσο μοναδικά χειμώνα-καλοκαίρι να σε εκπλήσσει. Όμως, η πόλη μιλάει μέσα από τα πρόσωπα, τα πρόσωπα κάνουν τον τόπο να αληθεύει, στη διαλεκτική τόπου και ανθρώπου αναδεικνύεται εξάλλου η ομορφιά του τοπίου. Όπως είπα και πριν, με καπετάνιο τον Χρυσόστομο Σταμούλη, εγώ και αρκετοί φίλοι μου εξοικειωθήκαμε με έναν κόσμο εκλεκτό. Ως μέλη της χορωδίας «Ιωάννης ο Χρυσόστομος», την οποία διευθύνει, είχαμε τη χαρά να συμμετάσχουμε σε ξεχωριστές συναυλίες στα μεγάλα θέατρα της πόλης, μυσταγωγούμενοι από τον μαέστρο στα ιερότερα και ποιοτικότερα μέρη του ελληνικού τραγουδιού και ενταγμένοι σε ένα καθόλα οικογενειακό περιβάλλον φιλικότητας. Γι’ αυτό δεν μπορώ να ξεχάσω τη συναυλία μας με τον αλησμόνητο Σταύρο Κουγιουμτζή, ο οποίος, πέρα από τα σπουδαία τραγούδια του, με συγκίνησε βαθύτατα ανακινώντας υλικά εκλεκτής ευαισθησίας με τα δύο βιβλία του: Ανοικτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια και Στα διώροφα έμενα οι όμορφες. Είμαι σύνθετος άνθρωπος και επιστρέφοντας στον Κουγιουμτζή λυτρώνομαι μέσα από την απλότητά του. Τέτοια απλότητα και μάλιστα ενός προσώπου με σπανιότατη επιστημονικότητα συνάντησα και στον καθηγητή Νίκο Ματσούκα, ο οποίος ήταν από τα πρόσωπα της Θεσσαλονίκης που με επηρέασαν καθοριστικά.
Ο Παναγιώτης Θωμά σε τρεις λέξεις.
Θα μπορούσα να πω «Δεν ξέρω ακόμα», και δεν θα σας έλεγα ψέματα! Αλλά αφού με ρωτάτε και με μια κάποια επιφύλαξη ― γιατί δεν είμαι μεγάλος θιασώτης της αυτογνωσίας ― θα χρησιμοποιούσα τις εξής λέξεις: αισθηματικός, δημιουργικός, αμφιβάλλων.
Κάπου εδώ άρχισα να υποψιάζομαι ότι αυτά τα τρία χαρακτηριστικά του εαυτού του μετουσιώνονται στο βαθύτερο νόημα της λέξης «διαρρυγνύοντας», δίνοντας νέα τροπή στο σημαινόμενο της.
Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία: Μελετήματα για την ποίησή της Κικής Δημουλά: λίγα λόγια για το νέο σας βιβλίο;
Είναι η δεύτερη εκδομένη μελέτη μου (η πρώτη αφορούσε τον Ν. Γ. Πεντζίκη και τον W. Berry), η οποία εντάσσεται στον διάλογο της θεολογίας με τη λογοτεχνία, τον οποίο και υπηρετώ από τον καιρό των μεταπτυχιακών και διδακτορικών μου σπουδών. Αυτή τη φορά μετακόμισα στην ποίηση, αλλά δεν είναι όψιμη η σχέση μου με αυτήν, η δε προσεκτική ενασχόλησή μου με το δημουλικό corpus συμπληρώνει ήδη μια δεκαετία. Τα πρώτα, λοιπόν, τρία μελετήματα που εκδόθηκαν πρόσφατα σε αυτό το τομίδιο από τον φιλόξενο Αρμό είχαν πρωτοεκδοθεί στα περιοδικά Σύναξη, Ένεκεν και Ακτή την περίοδο 2011-2012 και αποτελούν την πρώτη σοβαρή επαφή μου με την ποιητική της Κικής Δημουλά. Στο πρώτο αναλύω διεξοδικά ένα ποίημά της με ορίζοντα τη σάρκωση του Λόγου, στο δεύτερο συζητώ την πρόταση για μια ερωτική οικονομία, φέρνοντάς την ποιήτρια σε διάλογο με τον Κουγιουμτζή και τον Πεντζίκη, ενώ στο τρίτο με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, σχολιάζοντας την εύλογη απομάκρυνση από την Εκκλησία, την οποία προκαλεί πολλές φορές η άκρως αντιεκκλησιαστική νοοτροπία κατά τη λατρεία της. Το τέταρτο και εκτενέστερο μελέτημα γονιμοποιεί θα έλεγα την δημοσιευμένη εισήγησή μου να ονομαστούν κάποια από τα ποιήματα της Δημουλά «λειτουργικά», δηλαδή να τονιστεί η σχέση τους ―διακειμενική και όχι μόνο― με τα υμνολογικά κείμενα της Εκκλησίας, σχολιάζοντας τα άκρως υπαρξιακά αυτά ποιήματά της στα όρια της επίμονης και σταθερής αμφιβολίας της ως προς την πίστη αλλά και την κατάφασή της στο μυστήριο, όπως γράφω, της αβεβαιότητας. Τη συνδέω, εν τέλει, με τον σύγχρονό μας αθεϊσμό και αγνωστικισμό.
Γιατί την Κική Δημουλά; Μήπως για τα «λειτουργικά ποιήματά» της, που εύλογα ελκύουν ένα Θεολόγο; Μήπως για εκείνον τον κρυφό ποιητικό «σπαραγμό» της, που διατρέχει νοητά τις περισσότερες σελίδες του βιβλίου σας;
Για όλα αυτά σίγουρα, αλλά και για πολλά άλλα. Ας τα πάρω, όμως, με τη σειρά γιατί αυτή είναι μία πολύ καλή ερώτηση. Σίγουρα για μένα ―και για άλλους συγγραφείς που γνωρίζω― η ενασχόληση με το έργο ενός λογοτέχνη / μιας λογοτέχνιδας αποτελεί πρώτα απ’ όλα μια παραδοχή, εξάπαντος ευχάριστη, της ψυχικής-πνευματικής και υπαρξιακής συνταύτισης με την ουσία της ποιητικής κατάθεσής τους. Θα έλεγα ότι αυτό ξεπερνάει συχνά και την όποια αισθητική-υφολογική προτίμηση. Μόλις είχα πιάσει στο χέρι μου το πρώτο ποιητικό βιβλίο της Δημουλά, που είχα αγοράσει με παρότρυνση της συντρόφου μου το 2009, διάβασα μερικές σελίδες και σχεδόν με απογοήτευση το πέταξα σε μια γωνία όπου παρέμεινε για έναν τουλάχιστον χρόνο. Γιατί ο δημουλικός τρόπος ανέτρεπε αυτό που είχα στο μυαλό μου ως ποίηση. Αν, όμως, υπάρχει λόγος, όπως εύστοχα το λέει και το τραγούδι, γυρίζεις και μένεις κάπου, γιατί ανακαλύπτεις αλήθειες που φωτίζουν δικές σου απορίες και αναζητήσεις. Έτσι, επέστρεψα και διάβασα όλα τα ποιήματά της, πολλές φορές καθηλωμένος από το πηγαίο, εντελώς ξεχωριστό ταλέντο της. Ο σπαραγμός της, ναι, με βρήκε να συμπλέω· η αμφιβολία της για την πίστη ―τουλάχιστον όπως τυπικά μας παραδίδεται μέσα από κανόνες και ντιρεκτίβες ετοιμοπαράδοτης πνευματικότητας―, επίσης. Η άρνηση της να δεχθεί τον θάνατο (η τόσο χριστιανική στο βάθος και ορθόδοξη) και η δύναμή της να συνομιλεί γενναία με αυτόν με κράτησαν σχεδόν άγρυπνο, όταν έγραφα τα σχετικά κεφάλαια του βιβλίου. Όσο για τα λειτουργικά» ποιήματά της δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν θα είλκυαν, όπως λέτε, ένα άλλον θεολόγο και αυτό δεν το λέω με ευχαρίστηση. Θα είλκυαν σίγουρα όλους τους σκεπτόμενους και αβέβαιους ―θεολόγους και μη― που θέλουν να στοχαστούν, επίπονα πάντα, επάνω στα πλέον φλέγοντα ζητήματα: τον έρωτα, τη ζωή, τη δημιουργία, την «αδίδακτη», όπως λέει η ποιήτρια «ύλη του θανάτου».
«Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι ο διάλογος της θεολογίας με τη λογοτεχνία μπορεί να ευεργετήσει τη θεολογία…». Βαρυσήμαντη δήλωση θα έλεγε κανείς, διαβάζοντας το βιβλίο. Μιλήστε μας για αυτή τη – φαινομενικά – ιδιότυπη σχέση θεολογίας-λογοτεχνίας.
Έχουν γραφτεί πολλά και χρήσιμα γι’ αυτό το θέμα τα τελευταία είκοσι-τριάντα χρόνια διεθνώς και έχουν εκπονηθεί αξιόλογες μελέτες από τα τμήματα θεολογίας των ελληνικών πανεπιστημίων. Δεν μπορώ σίγουρα να εξαντλήσω ένα τέτοιο θέμα με ένα σύντομο σχόλιο αλλά θα πιαστώ από τη φράση που χρησιμοποιείτε, η οποία είναι όντως δική μου, για να πω ότι ο λόγος ο λογοτεχνικός με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του (τύποι, αλληγορίες, σύμβολα, μεταφορές, παρομοιώσεις και άλλα όργανα του μύθου) προσφέρει μεγάλες δυνατότητες έκφρασης που καλλύνουν τη θεολογική μαρτυρία, λυτρώνοντάς την από τον στεγνό, σχεδόν τεχνοκρατικό λόγο (είτε στα ακαδημαϊκά συγγράμματα, είτε στο κακόμοιρο το κήρυγμα στις Εκκλησίες). Η λογοτεχνία, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί απλό και μόνο περίβλημα του όποιου δημόσιου λόγου, στη δε εκκλησιαστική και θεολογική παράδοση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικού της τρόπου ζωής και έκφρασης. Όσο αλλόκοτο και να ηχεί αυτό, ο ποιητικός-μυθικός λόγος, είναι η ανώτερη και πληρέστερη ίσως μορφή έκφρασης αληθειών για το θείο και τη σχέση του με τον κόσμο κι αυτό μαρτυρείται σε πλείστα όσα κείμενα από τον Ρωμανό τον Μελωδό, τον Συμεών Νέο Θεολόγο και τον σύγχρονο όσιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη ως τον μέγιστο για μένα εν ζωή Έλληνα ποιητή, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη. Διαβάστε λόγου χάρη τα ποιήματά του «Αυτός που βάδιζε απάνω στο νερό», «Αποκαθήλωση Β’» και «Η γέννησή του» και θα καταλάβετε πολλά. Ο διάλογος, όμως, για τον οποίο μιλάμε θα πρέπει να αποτελεί αμφίδρομη σχέση, συν-ομιλία πραγματική, στην οποία και τα δύο μέρη δίνουν και παίρνουν. Δεν το κάνω χρήση για ευνόητους λόγους, αλλά σε δύο ξεχωριστές επιστολές της η Κική Δημουλά με πολλή ευγένεια με ευχαρίστησε θερμά για όσα έγραψα από θεολογική σκοπιά για την ποίησή της, εξηγώντας μου παράλληλα και δικές της ποιητικές προθέσεις.
Ομολογουμένως, η λέξη «αμφιβολία» τρομάζει τη σκέψη του μέσου ανθρώπου. Ίσως, πολύ περισσότερο η φράση «διαρρηγνύοντας την αμφιβολία». Πώς ορίζεται, λοιπόν, η έννοια της αμφιβολίας στο νέο σας βιβλίο;
Θα εστίαζα, προσπαθώντας να σας εξηγήσω την αμφιβολία όπως την εννοώ στο βιβλίο μου, στην έννοια της αβεβαιότητας ή καλύτερα, όπως είπα και πριν, στο μυστήριο της αβεβαιότητας, το οποίο υπηρετεί με πίστη και συνέπεια έως και την τελευταία της εκδομένη συλλογή η Κική Δημουλά. Ξέρετε, υπάρχει απορία και αβεβαιότητα και στους μεγάλους αγίους της Εκκλησίας, όπως λόγου χάρη στον Κύριλλο Αλεξανδρείας που την υμνεί ανεπανάληπτα, αποκαλύπτοντας πως η μυστηριακή σχέση με τον Θεό, όπως κάθε αληθινή σχέση, δεν είναι καθόλου ή πάντοτε δεδομένη. «Το ανέθρεψα του κόσμου το μυστήριο / με θυσία και με στέρηση» γράφει η Δημουλά. Ε, λοιπόν, ορίστε το ομότροπον που φωνάζει! Όσον για τον λεγόμενο μέσο άνθρωπο που φοβάται ίσως να αμφιβάλλει, νομίζω πως συχνά του στερεί η εξουσία και η εξουσιαστικότητα ―εκκλησιαστική και μη— το δικαίωμα στην αμφιβολία. Αλλά η αμφιβολία μπορεί να αποβεί υγιής στάση απέναντι στην πίστη, απαλλάσσοντας από τα κίβδηλα της τυπολατρίας και στρέφοντας την προσοχή στον Θεό, που όπως λέει πάλι η Δημουλά, είναι ο «Πλησίον» άνθρωπος που φανερώνεται ως οικείος, σαρκωμένος Χριστός. Αυτά, όμως, προκαλούν ανασφάλειες και γκρεμίζουν βεβαιότητες. Έτσι, γκρεμίζεται όμως η θεολογία, μα πολύ φοβάμαι πως καταρρέει και η αλήθεια του εκκλησιαστικού σώματος.
Αγαπημένος συγγραφέας;
Θα μπορούσα να πω ο Wendell Berry αν ελάμβανα υπ’ όψιν ένα σύνολο κριτηρίων (ύφος, ρυθμός, πλοκή, περιεχόμενο), αλλά δεν μπορώ να απεμπολήσω τον ασύγκριτο υπαρξιακό πλούτο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη ούτε και να προδώσω την ποιητική και το λογοτεχνικό ύψος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ή τη μυστηριακότητα του Κάφκα.
Τα σχέδια σας για το προσεχές χρονικό διάστημα και τα όνειρα σας για το μέλλον;
Μου αρέσει αυτή η διάκριση: το προσεχές χρονικό διάστημα και το μέλλον σε συνδυασμό με τα σχέδια και τα όνειρα! Ο λόγος είναι πως η σχέση ονείρων και σχεδίων με την πραγματικότητα είναι… στην καλύτερη περίπτωση ενδιαφέρουσα. Γιατί, παραφράζοντας: «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε ΚΑΙΡΟΣ κελεύει» και εμείς ως πρωτότοκα παιδιά της κρίσης το ζήσαμε αυτό στο πετσί μας. Όμως, τα όνειρα βρίσκουν τον δρόμο τους. Θα ήθελα, λοιπόν, να κυκλοφορήσω ένα σύνολο τραγουδιών σε στίχους δικούς μου που βασίζονται σε διηγήματα του Φραντς Κάφκα, να εκδώσω ένα παιδικό-εφηβικό αφήγημά μου που αισθάνομαι πως έφθασε η στιγμή του και να μαζέψω σε έναν τόμο τα διασκορπισμένα διηγήματά μου, αλλά και τα δημοσιευμένα σε διάφορα έντυπα μελετήματά μου για τη σχέση θεολογίας και κινηματογράφου. Μία πρωτότυπη μελέτη για τις θέσεις αθεϊσμού και αγνωστικισμού περί της ερμηνείας της λογοτεχνίας σε αντιπαράθεση με τη θεολογία είναι επίσης στα σχέδια μου. Αυτά τα ολίγα! Αλλά πρώτα ονειρεύομαι να ζω στο έπακρο και με ηρεμία το παρόν με τους δικούς ανθρώπους με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες… Σας ευχαριστώ πολύ!
Και ο καφές μας τελείωσε…
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αρμός και διατίθεται σε ένα πλήθος βιβλιοπωλείων της χώρας.
Πρασακάκη 5, 54622 Θεσσαλονίκη
Τηλ: 2310 220992 – Fax: 2310 220910
Γενικές πληροφορίες: info@armosbooks.gr
Παραγγελίες: pepa.armos@gmail.com
Εκδοτικό τμήμα: ekdosis@armosbooks.gr
Δημόσιες σχέσεις: pr@armosbooks.gr
Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί: Παναγιώτης Θωμά, Τόπος Χρονοποιός. Κοινότητα, φιλοπατρία, ετεροτοπία και ο τόπος των εσχάτων στα κείμενα των Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και Wendell Berry, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αρμός, 20217.
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Παναγιώτη Θωμά για το φωτογραφικό υλικό και τη συνέντευξη!