Ο Τζίμμυ Κορίνης είναι αναμφίβολα μία από τις σημαντικότερες μορφές στο χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Με μεγάλη πείρα στον χώρο των περοδικών εκδόσεων, με αξιοσημείωτη τη δράση του στο θρυλικό περιοδικό «Μάσκα» και έχοντας στο ενεργητικό του πολλές, διαφορετικές και ενδιαφέρουσες ασχολίες, όπως τη δημιουργία κινηματογραφικών σεναρίων και τη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων, το μόνο σίγουρο είναι ότι πρόκειται για έναν συγγραφέα που έχει να μοιραστεί με το κοινό πολύτιμες εμπειρίες. Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του μυθιστορήματος «Ίντριγκα στο Ιόνιο», μιλήσαμε με τον κύριο Κορίνη για το βιβλίο, τον κινηματογράφο και πολλά ακόμα…
- Γράψατε το πρώτο σας noir διήγημα, όταν ήσασταν μόνο 11 ετών, το οποίο δημοσιεύτηκε σε λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής. Τι μπορεί να ωθήσει ένα παιδί σε μια τόσο μικρή και τρυφερή ηλικία να γράψει, και μάλιστα ένα τέτοιου είδους διήγημα;
Δεν ξέρω για άλλα παιδιά, αλλά εμένα με είχε ξεσηκώσει η «Μάσκα» που είχα πρωτοδιαβάσει «λάθρα» δύο χρόνια πριν, όταν έφερε στο σπίτι ο αδερφός μου, δυο φρεσκοδεμένους τόμους με δέκα τεύχη ο καθένας. Αυτά που διάβασα προκάλεσαν μια περίεργη αναστάτωση ή μάλλον ενίσχυσαν μια αναστάτωση που είχε ξεκινήσει από τις ταινίες που έβλεπα κρυφά και μετά τις «έπαιζα» στα γειτονόπουλα που δεν είχαν τη δυνατότητα να πάνε κινηματογράφο. Ιδέα δεν είχα ότι μπορούσα να γράψω. Οι εκθέσεις μου ήσαν για γέλια. Όταν στην έκτη δημοτικού αποφασίστηκε η έκδοση μαθητικού (χειρόγραφου) περιοδικού, χωρίς να έχω επίγνωση του τι έλεγα, προθυμοποιήθηκα να γράψω ένα «μυθιστόρημα» και άρχισα να το γράφω… Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
- Έχετε αναμφίβολα μεγάλη πείρα στον χώρο των περιοδικών εκδόσεων, με αξιοσημείωτη τη δράση σας στο εμβληματικό περιοδικό «Μάσκα». Πόσο σημαντική είναι αυτή η εμπειρία και πόσο διαφορετική σε σχέση με την έκδοση ενός ολοκληρωμένου μυθιστορήματος;
Η εμπειρία στα περιοδικά που κουμαντάριζα ενίσχυσε το οργανωτικό κομμάτι του εγκεφάλου μου που χρησίμεψε και χρησιμεύει ακόμη στην οργάνωση του μυθιστορήματος. Στο περιοδικό διαλέγεις και οργανώνεις την ύλη ώστε να έχει ενδιαφέρον και να τραβάει τον αναγνώστη. Στο μυθιστόρημα οργανώνεις την πλοκή, τους χαρακτήρες κι ό,τι μέλλει να συμβεί στα κεφάλαια που θα το αποτελέσουν, έχοντας πάντοτε για στόχο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
- Διαβάζοντας το ομολογουμένως εντυπωσιακό βιογραφικό σας, παρατήρησα ότι έχετε ασχοληθεί εκτός των άλλων και με τη συγγραφή σεναρίων για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Πώς υποδέχεται έναν λογοτέχνη ο κόσμος της τηλεόρασης και πώς έναν δημοσιογράφο ο κινηματογράφος;
Δεν μπορώ να πω ότι ο κόσμος της τηλεόρασης μου έστρωσε κόκκινο χαλί. Ίσως επειδή, γνωρίζοντας ότι σπάνια κατέληγε σενάριο σε ταινία όπως το είχε γράψει ο σεναριογράφος, απαίτησα να σκηνοθετήσω εγώ τη δουλειά μου. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο απώτερος σκοπός μου στη ζωή – σενάριο και σκηνοθεσία και είχα φροντίσει να αποκτήσω τις απαραίτητες γνώσεις. Το πέτυχα μεν, γράφοντας και σκηνοθετώντας δύο σίριαλ («38ο Αστυνομικό Τμήμα» και «Το μαύρο κλειδί»), τα πρώτα «αστυνομικά» σίριαλ που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα, αλλά αυτό έγινε αφορμή για έναν «υπόγειο» πόλεμο που χόντρυνε πολύ όταν έγραψα και σκηνοθέτησα «πιλότο» για την επόμενη σειρά, απέσπασα εγκωμιαστικά σχόλια από το αρμόδιο τμήμα της τότε ΥΕΝΕΔ και στη συνέχεια το επεισόδιο προβλήθηκε ΧΩΡΙΣ το όνομά μου (σενάριο/σκηνοθεσία) και «κατασχέθηκαν» από τον φιλοχουντικό παραγωγό μου τα 23 σενάρια που, ηλιθίως, είχα γράψει και του είχα παραδώσει.
- Ζήσατε πολλά χρόνια στο Λονδίνο. Πώς πήρατε την απόφαση να φύγετε από την Ελλάδα και πόσο δύσκολη ήταν η προσαρμογή στη βρετανική πρωτεύουσα;
Η «φυγή» μου υπαγορεύτηκε από την προηγούμενη πρωτόγνωρη ενέργεια εναντίον μου. Επειδή δεν μπορούσα να χωνέψω αυτό που είχε γίνει, κατέφυγα στα δικαστήρια – πήγα τη Χούντα στα δικαστήρια. Και κέρδισα τη δίκη, επειδή το δίκιο μου ήταν κατάφωρο. Έπειτα απ’ αυτό όμως, δεν μπορούσα να μείνω στην Ελλάδα επειδή το παιχνίδι «χόντρυνε» ακόμα περισσότερο και μόλις και μετά βίας κατάφερα να φύγω αφήνοντας πίσω την οικογένειά μου «αμανάτι» που λέμε. Όσο για την «προσαρμογή» μου στη βρετανική πρωτεύουσα, δεν νομίζω ότι προσαρμόστηκα ποτέ. Αναγνωρίζω ότι μου φέρθηκαν καλά, μου έδωσαν αμέσως άδεια εργασίας, με προσέλαβαν στο BBC χωρίς καν να το ζητήσω, μου βρήκαν πράκτορα για τη δουλειά μου, αλλά δεν τα πήγαμε ποτέ καλά. Ο Άγγλος δεν συμπαθεί τον Έλληνα. Πιστεύει ότι όλοι οι Έλληνες του Λονδίνου είναι Κύπριοι – και δεν τους συμπαθεί. Επίσης, δεν συμπαθούν άτομα που ξέρουν λίγη ιστορία και λίγη γεωγραφία. Γενικά, πάντως, δεν δημιουργήθηκαν προβλήματα.
- Πώς νιώθετε όταν βλέπετε τα νέα παιδιά να εγκαταλείπουν την Ελλάδα με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής στο εξωτερικό; Πιστεύετε ότι αποτελεί μονόδρομο πλέον η φυγή των νέων στο εξωτερικό, αναλογιζόμενος την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα;
Είναι θλιβερό αυτό που συμβαίνει. Να βλέπεις νέους ανθρώπους με δύο και τρία πτυχία να δουλεύουν σε σουβλατζίδικα ή καφετέριες. Με θλίβει το γεγονός ότι επαληθεύτηκαν τα οράματα του Χίτλερ που, όταν σχεδίαζε ποιος θα κάνει τι στον καινούργιο κόσμο που θα έφτιαχνε, είχε χαρακτηρίσει τους Έλληνες κατάλληλους μόνο για γκαρσόνια. Αν δεν πάψουν να τρώγονται οι πολιτικοί μας, παριστάνοντας είτε τους αριστερούς είτε τους δεξιούς ή τους κεντρώους, ενώ όλους τους τρώει ο πόνος για την «καρέκλα», δεν βλέπω προκοπή.
- Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το νέο σας βιβλίο «Ίντριγκα στο Ιόνιο», με πρωταγωνιστή έναν κυνικό δημοσιογράφο. Το δημοσιογραφικό σας παρελθόν αποτελεί σημαντική πηγή έμπνευσης για εσάς;
Όλη μου η ζωή αποτελεί σημαντική πηγή έμπνευσης, επειδή δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε «νορμάλ» ζωή. Έζησα σε «μικρογραφίες» σημαντικές καταστάσεις όπου έπαιζαν σπουδαίο ρόλο τα ανθρώπινα πάθη κι απ’ αυτές τις καταστάσεις κάτι έμεινε, κάτι που διαμόρφωσε τα πιστεύω μου και βγαίνει αβίαστα στο γράψιμο, δίχως να καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια.
- Θα ήθελα να σταθούμε για λίγο ακόμα στο καινούργιο σας συγγραφικό έργο, αν μου επιτρέπετε. Φαίνεται ότι παρακολουθείτε με ενδιαφέρον τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο, καθώς το γεωπολιτικό σκηνικό του πολέμου στη Συρία αποτελεί τον «καμβά» πάνω στον οποίο «ζωγραφίζετε» την ιστορία σας. Γιατί επιλέξατε να καταπιαστείτε με αυτό το θέμα και να εντάξετε στο βιβλίο σας αυτό το φλέγον γεωκοινωνικοπολιτικό ζήτημα;
Παρακολουθώ τα πάντα. Στις 6 κάθε πρωί κάθομαι στο PC, ενημερώνομαι για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο στις δύο γλώσσες που γνωρίζω καλά, παρά το γεγονός ότι πλακώνεται η ψυχή μου απ’ αυτά που διαβάζω. Ο πόλεμος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής από κτήσεως κόσμου. Αν πάψει ο πόλεμος, θα ξεκινήσει μια «καραμπόλα» που θα προκαλέσει χάος ανεργίας και φαγωμάρας άλλου είδους. Και πόλεμος χωρίς όπλα δεν γίνεται. Η σπουδαιότητα του όπλου που έπρεπε να φτάσει στη Συρία ήταν αρκετά σοβαρό κίνητρο για να στηθεί πάνω του μια ιστορία – που, φυσικά, για να είναι συναρπαστική δεν περιλαμβάνει μόνο αυτό.
- Ένα ελληνικό νησί αλλά και το αποπνικτικό αστικό περιβάλλον μιας μεγαλούπολης αποτελούν τους τόπους όπου μας ταξιδεύει το βιβλίο. Η ομορφιά του ελληνικού τοπίου θεωρείτε ότι κατέχει σημαντικό ρόλο στην προτίμηση του αναγνώστη;
Όπως θα είδατε, δεν ασχολούμαι πολύ με τα τοπία ή με τα δέντρα ή με τα πουλιά ή τα χρώματα του ήλιου πάνω στο νερό ή τέτοιου είδους περιγραφές που με καλοσύνη χαρακτηρίζω «φιοριτούρες». Ακόμα και για το αποπνικτικό αστικό περιβάλλον πινελιές βάζω, σύντομες, περιεκτικές, για να μη χάνει ο αναγνώστης την ιστορία. Και διάλεξα τη Λευκάδα, επειδή εκεί έζησα κάμποσες καταστάσεις όποτε ερχόμουν στην Ελλάδα – ως επισκέπτης πλέον.
- Στο «Ίντριγκα στο Ιόνιο» παρατηρούμε μεγάλες διαφορές στην προσωπικότητα του Έλληνα Άρη και της Αγγλίδας Τζάκι. Από την εμπειρία σας στο εξωτερικό, πόσο μεγάλες είναι οι πολιτισμικές διαφορές και τι θέλετε να δείξετε ενώνοντας στο τέλος αυτούς τους διαφορετικούς κόσμους;
Είναι τεράστιες οι διαφορές μας, εντελώς διαφορετικά τα βιώματά μας στο πέρασμα του χρόνου, εντελώς διαφορετικά τα κατάλοιπα που μας άφησαν, αλλά δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες για να μη δώσω τροφή σε όσους με επιπλήττουν για την αιχμηρότητα των επισημάνσεών μου. Όσο για τη σχέση του ζεύγους Άρη-Τζάκι, αποπειράθηκα να δείξω κάτι που το ζω κι εγώ ο ίδιος πάνω από μισό αιώνα – χωρίς υποχωρήσεις εκατέρωθεν, χωρίς αμοιβαίο σεβασμό των ιδιαιτεροτήτων του ενός και του άλλου, δεν μπορεί να σταθεί καμιά σχέση, όσο δυνατή κι αν είναι.
- Τόσο σε αυτό όσο και σε παλαιότερα έργα σας, το προβάδισμα δίνεται στη γρήγορη πλοκή, με κοφτά, σύντομα κεφάλαια και αλλεπάλληλες εξελίξεις. Είναι μια τεχνική «καθήλωσης» του αναγνώστη ή μια συγκεκριμένη λογοτεχνική φιλοσοφία που υπηρετείτε;
Το είπα και το ξαναλέω, εγώ είμαι περισσότερο σεναριογράφος και σκηνοθέτης και λιγότερο «λογοτέχνης». Η μεγάλη επιτυχία των αναγνωσμάτων της «Μάσκας» και του «Μυστηρίου» οφειλόταν στο «κινηματογραφικό» όπως το χαρακτηρίζουμε γράψιμο. Όσο για τον αναγνώστη, τον καθηλώνει ο τρόπος της γραφής, αλλά περισσότερο τον καθηλώνουν η ιστορία κι ο τρόπος που είναι δομημένη. Οι χολιγουντιανοί γκουρού του σεναρίου, που έχουν δημιουργήσει τόσα αριστουργήματα, δεν παύουν να διδάσκουν και να γράφουν: ΙΣΤΟΡΙΑ… ΙΣΤΟΡΙΑ… ΙΣΤΟΡΙΑ… και ΔΟΜΗ… ΔΟΜΗ… ΔΟΜΗ…. Αν δεν αξίζει η ιστορία που αφηγείσαι κι αν δεν τη δομήσεις σωστά, αποκλείεται να καθηλώσεις τον αναγνώστη, όσο επιεικής κι αν είναι.
- Πόσο δύσκολο είναι να ασχολείται κάποιος με τη λογοτεχνία σε έναν κόσμο που στρέφει ολοένα και περισσότερο την πλάτη του στο (καλό) βιβλίο;
Για μένα δεν ισχύει αυτό. Ο κόσμος είναι αυτός που είναι, πάντοτε ήταν περίπου έτσι. Έχω διαπιστώσει ότι με τον δικό του τρόπο, αφελή τις περισσότερες φορές, ανεβάζει μετριότητες σε βάθρο που δεν τους αξίζει και μπλοκάρει τη σκάλα που θέλουν και μπορούν να ανέβουν άλλοι, πραγματικά ταλαντούχοι. Όσο για μένα, γράφω επειδή νιώθω την ανάγκη να γράψω κι επειδή πιστεύω ότι αν πάψω να γράφω θα μαραθώ, όπως τα απότιστα φυτά. Κι επειδή είναι βαθιές τώρα πια οι ρίζες μου, τις… ποτίζω ακατάπαυστα.
- Aν δίνατε έναν τίτλο στο βιβλίο της ζωής σας, ποιος θα ήταν αυτός;
Το βιβλίο είναι έτοιμο και ψάχνει για (τολμηρό) εκδότη. Κι ο τίτλος του είναι «Πιο noir… πεθαίνεις!»
- Τέλος, υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώσατε που δεν καταφέρατε να το πραγματοποιήσετε;
Δεν είναι ακριβώς μετάνοια, επειδή δεν έφταιγα εγώ που δεν πραγματοποιήθηκε. Δυο φορές έφτασα στην πηγή που ονειρευόμουν από μικρό παιδί, με τις καλύτερες προοπτικές, αλλά δεν κατάφερα να πιω νερό και όχι από δική μου υπαιτιότητα. Την πρώτη φορά μού στέρησε τη χαρά ο φθόνος του σκηνοθέτη που είχε αναλάβει τη δουλειά (Columbus-The Story Never Told) και θέλησε να μe βγάλει από το κάδρο με αποτέλεσμα να χάσουμε και οι δύο τη δουλειά, και τη δεύτερη ο αιφνίδιος θάνατος μεγάλου αμερικανού συγγραφέα που μου είχε αναθέσει τη συγγραφή σεναρίου με βάση ένα σπουδαίο βιβλίο του (Quest for Troy). Και τέτοιες ευκαιρίες το Χόλιγουντ δεν τις προσφέρει κάθε μέρα.
Εύχομαι κάθε επιτυχία στο νέο σας πόνημα, καθώς και σε κάθε μετέπειτα βήμα σας!
Ευχαριστώ πολύ.
[punica-divider]