Την τηλεοπτική σεζόν που μας πέρασε ξεκίνησε και τελείωσε μία από τις ακριβότερες παραγωγές της ελληνικής κρατικής τηλεόρασης και η πρώτη μετά από δέκα χρόνια και τον Καρυωτάκη. Η Ζωή Εν Τάφω γέννησε μεγάλες προσδοκίες σε συντελεστές και κοινό, αλλά μέχρι το φινάλε της στα μέσα του Ιούνη είχε διαγραφεί ήδη από τη μνήμη των περισσοτέρων, αν όχι όλων. Μια σειρά γεμάτη με λάθος χειρισμούς και ατυχή γεγονότα θα ‘χαντακώσουν’ το πρότζεκτ και θα του βάλουν ταφόπλακα από νωρίς, καθώς επίσης θα αποτρέψουν και οποιαδήποτε σκέψη για παρόμοιο εγχείρημα στο κοντινό μέλλον. Και επειδή από ατυχή γεγονότα δε μου έρχεται τίποτα στο μυαλό, ας μιλήσουμε για τους λάθος χειρισμούς.

Η Ζωή Εν Τάφω ήταν ένα φιλόδοξο πρότζεκτ και στη γλώσσα της τηλεόρασης το φιλόδοξο μεταφράζεται ως ακριβό. Σε μια περίοδο που η χώρα δεν έχει βγει από την κρίση αλλά την έχει μάλλον συνηθίσει, το κρατικό κανάλι ρίχνει ένα ποσό αρκετά μεγάλο (άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ) για τα δεδομένα ελληνικών σειρών και φυσικά προκαλεί αντιδράσεις. Το ίδιο το κανάλι δε φρόντισε να βοηθήσει το προϊόν του και να το προωθήσει όσο θα έπρεπε. Για να παρακολουθήσει κάποιος μια εβδομαδιαία σειρά σε ένα κανάλι, που κάνει εδώ και πολλά χρόνια μονοψήφια νούμερα, πρέπει να γίνει η κατάλληλη διαφήμιση σε όσα οπτικοακουστικά μέσα γίνεται. Να πέσει κάποιος πάνω στη σειρά τυχαία σε ζάπινγκ είναι μάλλον αδύνατο, μια και τα κρατικά κανάλια μαζί με το κανάλι της Βουλής είναι από αυτά που δεν πάει το χέρι μας στο τηλεκοντρόλ. Η ΕΡΤ όχι απλά δε φρόντισε να εστιάσει την προσοχή του κοινού σε μια συγκεκριμένη ώρα προβολής, αλλά έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της, για να αποτρέψει τον τηλεθεατή από το να δει το Η Ζωή Εν Τάφω αλλάζοντάς του ώρα, μέρα αλλά ΚΑΙ κανάλι προβολής, αφού η σειρά μετακόμισε από την ΕΡΤ1 στην ΕΡΤ2 προς το τέλος της.

Αυτοί οι λάθος χειρισμοί της δημόσιας τηλεόρασης βέβαια δεν είναι αρκετές για να ‘θάψουν’ ένα καλό προϊόν. Η Ζωή Εν Τάφω θα μπορούσε να είχε επιβιώσει και να αγαπηθεί από το κοινό αν ήταν όντως κάτι τέτοιο, δηλαδή καλό προϊόν. Η μεταφορά του μυθιστορήματος του Στρατή Μυριβήλη από τον σκηνοθέτη Τάσο Ψαρρά (που επιμελήθηκε και το σενάριο) έγινε με όλους τους λάθος τρόπους (θα τους αναλύσουμε σε λίγο), με αποτέλεσμα να αγγίξει λίγους από το γενικό σύνολο του τηλεοπτικού κοινού και σχεδόν κανένα από το δυναμικό δημογραφικό, δηλαδή τις ηλικίες 18-55 – αυτές για τις οποίες ενδιαφέρονται οι διαφημιστικές. Και επειδή δε φταίει ποτέ μόνο ένας, είναι φανερό ότι και το υπόλοιπο επιτελείο της σειράς ήταν μάλλον ‘στεγνό’ από φρέσκες ιδέες.

Πολλοί θα σπεύσουν να πουν ότι το κοινό προτιμά τα ριάλιτι μαζικής κατανάλωσης από τη μυθοπλασία ή ότι το περιεχόμενο της σειράς δεν απευθύνεται στο νεανικό κοινό. Το κοινό βέβαια βλέπει περισσότερες σειρές από ποτέ μιας και έχει ευκολότερη πρόσβαση σε αυτές απ’ ότι πριν 20, 10 ή 5 χρόνια. Σειρές εποχής, δραματικές, μυστηρίου και ό,τι μπορείς να φανταστείς είναι ένα κλικ μακριά οποιαδήποτε στιγμή θες, όπου και να είσαι. Αυτή η ποικιλία επιλογής βέβαια έχει αυξήσει τα στάνταρ του τηλεθεατή και είναι απορίας άξιο πώς οι άνθρωποι, που επιμελούνται τέτοια εγχειρήματα στην ελληνική τηλεόραση, έχουν καταφέρει να κάνουν βήματα προς τα πίσω ή στην καλύτερη να έχουν μείνει στάσιμοι.

Ας επανέλθουμε όμως στη μεταφορά του μυθιστορήματος στη μικρή οθόνη. Δεν είναι μια απλή διαδικασία ή κάτι εύκολο, επειδή υπάρχει το αρχικό υλικό όπως θα νόμιζε κανείς. Το βιβλίο είναι διαφορετικό μέσο από την τηλεόραση και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται. Πολλές φορές βλέπουμε μεταφορές και μετράμε τις αλλαγές της ταινίας/σειράς σε σχέση με το βιβλίο. Αυτές οι αλλαγές δεν γίνονται τυχαία. Οι δημιουργοί που γνωρίζουν τι κάνουν, παίρνουν κάποιες αποφάσεις που μπορεί να είναι το κόψιμο κάποιων σκηνών ή κάποιον χαρακτήρων που δε ‘μεταφράζονται’ καλά στην οθόνη. Η αλλαγή των διαλόγων από το μυθιστόρημα στο ρεαλισμό της οθόνης είναι απαραίτητη. Οι αλλαγές αυτές δεν πετυχαίνουν πάντα και σίγουρα αποτελεί ένα ρίσκο, αλλά αυτό που σίγουρα δεν πρέπει να κάνεις είναι να πάρεις το βιβλίο και τους διαλόγους αυτούσιους. Κάτι που δυστυχώς δεν απέφυγε το Η Ζωή Εν Τάφω.

Όταν μιλάω για τον ρεαλισμό της οθόνης δε μιλάω για ρεαλιστικά γεγονότα, αλλά για ρεαλιστική απόδοση της πλοκής. Οι πρωταγωνιστές του Η Ζωή Εν Τάφω δε καταφέρνουν ποτέ να μας πείσουν μέσα από το διάλογό τους ότι είναι πραγματικοί χαρακτήρες και όχι κάποιες καρικατούρες ενός πολεμικού μυθιστορήματος σε βραδιά ποίησης. Και παρ’ όλα αυτά μια καλή σκηνοθεσία ή ερμηνείες θα μπορούσε να μας καθηλώσει αλλά η σειρά αποτυγχάνει ακόμα και κει. Από μια ελληνική δραματική σειρά και πόσο μάλλον εποχής δε θα μπορούσαν να λείπουν οι θεατρικές ερμηνείες της υπερβολής που η τηλεόραση του εξωτερικού έχει καταλύσει εδώ και δεκαετίες, αλλά εμείς δε λέμε να τις αποτάξουμε.
Από την άλλη, η ‘θεατρικότητα’ του πράγματος τονίζεται ακόμα περισσότερο μέσα από τη σκηνοθεσία του Ψαρρά που τις περισσότερες φορές βάζει όλους του τους χαρακτήρες να αλληλοεπιδρούν στο ίδιο επίπεδο, στο ίδιο πλάνο, και κάνει τα πάντα για να μας πείσει ότι είμαστε σε μια θεατρική παράσταση, ενώ δεν προσπαθεί στιγμή να μας ‘βάλει’ στο έργο.

Στην τελική το Η Ζωή Εν Τάφω απέτυχε, γιατί δεν τόλμησε κάτι καινούργιο. Στην καλύτερη θα μπορούσε να μιμηθεί κάποια σύγχρονη σειρά του εξωτερικού αλλά προτίμησε να μιμιθεί παλιές σειρές του εσωτερικού. Όσο η ‘παλιά’ ελληνική τηλεόραση δε καταλαβαίνει ότι οι μυθιστορηματικοί διάλογοι και η θεατρική απόδοση δεν έχουν πλέον θέση στο μέσο της μικρής οθόνης, δυστυχώς δε θα δούμε ποτέ ‘νέα’ ελληνική τηλεόραση.