Για δεύτερη χρονιά παίχτηκε – με μικρές αλλαγές στο θίασο- η παράσταση “Επτά επί Θήβας” συνεχίζοντας και φέτος την περσινή της επιτυχία. Ο Λιθουανός σκηνοθέτης, Τσεζάρις Γκραουζίνις διάλεξε ένα από λιγότερο παιγμένα αρχαία κείμενα για να μας μιλήσει για το φόβο του πολέμου. Μέρος της τριλογίας που έγραψε ο Αισχύλος για το Θηβαϊκό κύκλο, το «Επτά επί Θήβας» είναι το μοναδικό σωζόμενο, αν κι όχι αυτούσια, για τον οίκο των Λαΐδων. Η ιστορία είναι απλή: ο Πολυνείκης εξαιτίας της άρνησης του αδελφού του να του παραδώσει την εξουσία του τόπου μετά από ένα χρόνο διακυβέρνησής του, όπως αρχικά είχαν συμφωνήσει, κάνει εκστρατεία εναντίον του τόπου του. Στις επτά πύλες της Θήβας ο Ετεοκλής, βασιλιάς του τόπου, μαζί με τους άντρες του καλείται να αντιμετωπίσει τον αδελφό του. Η μάχη σκληρή ∙ πολλοί άνδρες χάνουν τη ζωή τους. Ανάμεσά τους και τα δύο αδέλφια, σπορά του καταραμένου Οιδίποδα. Ίσως αυτή η μοίρα να τους έπρεπε – για να κλείσει ο αιματηρός κύκλος που άνοιξε κάποτε ο πατέρας τους.
Με ένα λιτό σκηνικό, ένα από τα όπλα στη σκηνοθετική του φαρέτρα, ο Γκραουζίνις στήνει μια παράσταση που στηρίζεται περισσότερο στα ερμηνευτικά μέσα του θιάσου παρά σε σκηνικούς εντυπωσιασμούς. Αποκορύφωμα της απλότητας αυτής η βουβή σκηνή της αδελφοκτονίας. Η βία γίνεται μια αγκαλιά, το μίσος δίνει τη θέση του στην αγάπη. Ισορροπώντας ανάμεσα στο ρεαλιστικά ωμό και το ποιητικά γλυκό, η παράσταση μας υπενθυμίζει την αξία του να είσαι άνθρωπος. Με όποιο κόστος. Άλλωστε κι ο θεματικός άξονας του έργου είναι η σχέση μας με το άλλο, το ξένο. Ο άλλος δεν είναι εχθρός – υπάρχουν φορές που μάλλον σύμμαχος θεωρείται. Έτσι γίνεται και με τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Τα δύο αδέλφια αποτελούν καθρέφτη ο ένας του άλλου. Κι οι δύο αγαπούν τον άλλο, όμως ταυτοχρόνως τον μισούν για να καταλήξουν στον αλληλοσπαραγμό.
Ο Ετεοκλής του Γιάννη Στάνκογλου έχει καταφέρει το ακατόρθωτο – να ισορροπήσει ανάμεσα στον ήρωα βασιλιά και τον ψυχικά τσακισμένο άνθρωπο. Πιστός από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης ο ηθοποιός καταφέρνει να παρασύρει το θεατή στη δίνη του σκοτεινού μυαλού του ήρωα. Κι ο Πολυνείκης, όμως, αν και βουβός είναι εξίσου καλός – εκφραστικά αποδίδει μεστά τη συντριβή του. Οι Κλειώ Δανάη Οθωναίου (Αντιγόνη) κι Ιώβη Φραγκάτου (Ισμήνη) μας χάρισαν δυο δυνατές ερμηνείες, ειδικά στη σκηνή του θρήνου.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο Έντι Λάμε, που επιμελήθηκε την κινησιολογία. Έφτιαξε ένα σύνολο Χορού απόλυτα εναρμονισμένο με τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Με στοιχεία παρμένα από χορούς ιεροτελεστίας αρχέγονων φυλών, ο Χορός έγινε αρωγός του τραγικού λόγου. Άνδρες και γυναίκες ηθοποιοί κατάφεραν να μεταδώσουν το αίσθημα της μάζας, η οποία μπροστά στον κίνδυνο στέκεται άβουλη.
Μια πολύ καλή παράσταση του Ελληνικού Φεστιβάλ. Ίσως οι ιθύνοντες να πρέπει να σκεφτούν ως πρόταση τις επαναλήψεις καλών παραστάσεων.
Η τελευταία παράσταση θα δοθεί στις 8 Σεπτεμβρίου στο Αλκαζάρ, στη Λάρισα.