Όταν μιλάμε για τον Καββαδία, μιλάμε για την θάλασσα. Όταν μιλάμε για τον Καββαδία αναφερόμαστε σε έναν ξεχωριστό, μοναδικό ποιητή. Ο Νίκος Καββαδίας έγραψε ποιήματα τελείως διαφορετικά από άλλα: ενώ πολλοί ποιητές υμνούσαν τον έρωτα, την ανθρώπινη μικρότητα και ζωή, εκείνος, ταξιδεύοντας στις θάλασσες του κόσμου έγραψε για την ζωή των ναυτικών, για ναυτικά λιμάνια, μπάσες στεριές και πειρατικά πλοία που μεταφέρουν στο Περού χασίς… Έτσι κατάφερε να μπει στις καρδιές των ανθρώπων, οι οποίοι διαβάζοντάς τον ταξίδευαν στις άκρες του κόσμου, ζώντας μαζί του την περιπέτεια.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν, στην Ματζουρία, από γονείς κεφαλλονίτες.
Στα 1914 με το ξέσπασμα του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα και εγκαθίστανται στο Αργοστόλι, όπου ο ποιητής έζησε τα παιδικά του χρόνια. Το 1921 ήρθαν στον Πειραιά όπου και έμειναν μέχρι το 1932. Εκεί έγραψε τα πρώτα του ποιήματα ως μαθητής του δημοτικού. Σε ηλικία 18 ετών δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και εκδίδει το σατυρικό περιοδικό «Σχολικός Σάτυρος» όπου γράφει ποιήματα για τους συμμαθητές του. Το πρώτο του ποίημα δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Σημαία» με τίτλο «Ο θάνατος της Παιδούλας» αν και κατά τον Δ. Νικορέτζο, πρώτο του ποίημα ήταν «Ο Πόθος» και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.
Τον Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει τον επόμενο χρόνο ως «ναυτόπαις» με το φορτηγό «Άγιος Νικόλαος». Στα 1932 ξεκινάει να δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στην εφημερίδα «Πειραϊκόν Βήμα» μαζί με το μυθιστόρημα «Η απίστευτη περιπέτεια του Λοστρόμου Νικαχαναμόκο» όμως η εφημερίδα σταμάτησε κάποια στιγμή την κυκλοφορία της και το έργο του έμεινε ημιτελές.
Τον Ιούνιο του 1933 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή σε ηλικία 23 ετών, με προσωπικά του έξοδα, με τίτλο «Μαραμπού» η οποία λαμβάνει πολύ ευνοϊκές κριτικές από τον Φώτο Πολίτη και τον Κώστα Βάρναλη . Η πρώτη έκδοση είχε 245 αντίτυπα.
Η «Βάρδια» ένα από τα λίγα πεζογραφήματα του ποιητή, χαρακτηρίστηκε το 1989 από την Liberation ως ένα από τα εκατό καλύτερα βιβλία της Ευρώπης.
Τα πρώτα ταξίδια του ήταν με φορτηγά πλοία. Ο Καββαδίας μπόρεσε να έχει βιωματική επαφή με το υγρό στοιχείο και σε αυτό οφείλεται αυτή η αυθεντικότητα που συναντάται στα ποιήματά του.
Η οικογένεια της μητέρας του ήταν ναυτική οικογένεια. Έτσι η μητέρα του, καθώς στεναχωριόταν για την σκληρή ζωή του Καββαδία στα φορτηγά, πίεσε τα αδέλφια της να τον πείσουν να τελειώσει τη σχολή του ασυρματιστή ή του καπετάνιου. Εν τέλει, ο Καββαδίας πείστηκε να μπει στην σχολή των ασυρματιστών στα 1939 σε ηλικία 29 ετών. Από εκεί παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως.
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
Στην διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κατατάχτηκε στον στρατό ξηράς και υπηρέτησε ως τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς του ασυρματιστή, χρησιμοποιήθηκε στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Στην διάρκεια του πόλεμου γράφει το πεζογράφημά του «Στο άλογό μου». Στα 1969 θα γράψει και ένα άλλο πεζογράφημα για τον πόλεμο με τίτλο «Του πολέμου». Στην διάρκεια της κατοχής προσχώρησε στην εθνική αντίσταση βοηθώντας πολλούς λογοτέχνες που διώκονταν ή ήταν εξόριστοι.
Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ λογοτεχνών-ποιητών, θέση την οποία στις 6 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου παραχωρεί στον Ν. Βρεττάκο, καθώς εκείνος αναχωρεί από την Ελλάδα με το πλοίο «Κορινθία». Η ασφάλεια τού έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής. Θα ταξιδέψει για 30 ολόκληρα χρόνια, μέχρι και τον Νοέμβριο του 1974. Το περιοδικό “Ελεύθερα Γράμματα” δημοσιεύει τα ποιήματά του “Αντίσταση” και “Federico Garcia Lorca“( σε αυτό το ποίημα ο Καββαδίας συγκλονισμένος από την δολοφονία του μεγάλου Ισπανού ποιητή από τους Φρανκιστές τον Αύγουστο του 1936, δίνει μια ρεαλιστική απεικόνιση της εκτέλεσης των 200 κομμουνιστών, έγκλειστων στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, από τους Γερμανούς (1/5/1944) και της ομαδικής σφαγής των κατοίκων του Διστόμου απ’ τους ναζιστές και ταγματασφαλίτες (10/6/1944), ενώ κυκλοφορεί και η μετάφραση του έργου του Αμερικανού ποιητή Φορντ Μάντοξ με τίτλο “Τα Παλιά Σπίτια της Φλάντρας“. Τον Ιανουάριο του 1947 οι εκδόσεις Θ. Καραβία κυκλοφορούν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Ν. Καββαδία, με τίτλο “Πούσι“, ενώ επανεκδίδεται και το “Μαραμπού”.
Ο Ν. Καββαδίας αγαπούσε πάρα πολύ την θάλασσα, ήταν σχεδόν ερωτευμένος μαζί της. Αγαπούσε τα μακρινά ταξίδια γι’ αυτό δεν μπάρκαρε ποτέ σε πλοία της γραμμής. Αγαπούσε επίσης την περιπέτεια γι’ αυτό οι κίνδυνοι της θάλασσας, αντί να τον απομακρύνουν, τον γοήτευαν.
Του Αναμ τα στίγματα
Στα ποιήματά του έχει πολλές αναφορές στα τατουάζ, τα οποία αποκαλεί «στίγματα». Ο ίδιος είχε πολλά τατουάζ και αισθανόταν ιδιαίτερα περήφανος για αυτά, ειδικά για μια γοργόνα που είχε στο αριστερό του μπράτσο, την οποία την είχε αποκτήσει στις Ινδίες. Συνήθιζε να λέει ιστορίες στους φίλους του για αυτήν, λέγοντας ότι αυτή η κοπέλα, η γοργόνα, δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ.
Ο Καββαδίας δεν απέκτησε ποτέ οικογένεια και ερωτεύτηκε μόνο μια φορά. Στα 65 του χρόνια έζησε τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Ο ίδιος λέει πως πάντοτε πήγαινε με πόρνες και ποτέ δεν είχε αγαπήσει, τον έρωτα τον κορόιδευε. Όταν ερωτεύτηκε, κατάλαβε πόσο σπουδαίο πράγμα είναι ο έρωτας. Μια νύχτα που απήγγειλε 3 ποιήματά του, η κοπέλα που αγαπούσε τον εγκατέλειψε οριστικά· τότε κατάλαβε πόσο την αγαπούσε.
Ο στεριανός θάνατος
Τον Φεβρουάριο του 1975 ο Καββαδίας βρίσκεται στην στεριά και ανυπομονεί για άλλη μια φορά να μπαρκάρει. Κάποια μέρα, είχε κλείσει ένα ραντεβού με έναν φίλο του στον Πειραιά, όμως, όπως μας λέει ο ίδιος, ο Καββαδίας δεν εμφανίστηκε ποτέ. Όταν ο φίλος του επικοινώνησε με την αδερφή του Νίκου, εκείνη του είπε πως ο αδερφός της πέθανε από εγκεφαλικό. Ήταν 10 Φεβρουαρίου 1975. Ο Καββαδίας μόλις τον χτύπησε το εγκεφαλικό, είπε στην αδερφή του «Έγινε αυτό που φοβόμουν: Θα πεθάνω στην στεριά ενώ εγώ ήθελα να πεθάνω στην θάλασσα και να ταφώ στην θάλασσα»
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
Είναι ανατριχιαστικό να διαβάζει κανείς τους παραπάνω στίχους από το ποίημα Mal du départ. Μοιάζει ότι είχε προβλέψει τον θάνατό του και εξέφραζε το παράπονό του για το επερχόμενο, ανεπιθύμητο τέλος. Και ανεπιθύμητο όχι γιατί θα αναχωρούσε για πάντα από αυτόν τον κόσμο. Ανεπιθύμητο γιατί δεν θα θαβόταν στον ωκεανό παρά στην στεριά.
7 νάνοι στο s/s Cyrenia.
Ο Καββαδίας γράφει αυτό το ποίημα στα 1951 και το αφιερώνει στην ανιψιά του Έλγκα, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία. Οι 7 νάνοι είναι κάποιοι νάνοι που είχε η Έλγκα κρεμασμένους πάνω απ’ το κρεβάτι της και του είχε ζητήσει να τους ονομάσει. Ο Καββαδίας ονόμασε τους νάνους και έγραψε αυτό το ποίημα.
Όσο αναφορά το s/s Cyrenia έχει την δική του ιστορία. Το s/s Cyrenia ήταν από τα πρώτα επιβατηγά πλοία με τα οποία οι Έλληνες μετανάστες ταξίδευαν από την Ελλάδα στην Αυστραλία. Ο Καββαδίας έκανε μερικά ταξίδια με αυτό το πλοίο και στο ποίημα αυτό εξιστορεί τις εμπειρίες του.
Σταυρός του Νότου, το έργο που μας γνώρισε τον Καββαδία
Ο Θάνος Μικρούτσικος, στα 1979 δημοσιεύει μελοποιημένα ποιήματα του Καββαδία, με τίτλο «Σταυρός του Νότου». Ο Μικρούτσικος δημοσιεύει το 1991 άλλον έναν δίσκο με ποίηση του Καββαδία, με τίτλο «Γραμμές των Οριζόντων». Με αυτόν τον πρώτο δίσκο πέτυχε να μεταφέρει τον Καββαδία από τους ναυτικούς και τα πλοία που ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο, στην στεριά και τους καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι τον αγκάλιασαν και ταξίδεψαν μέσα από τα ποιήματά του.
Μέσα στο δίσκο «Σταυρός του Νότου» τραγουδούν ο Γιάννης Κούτρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Αιμιλία Σαρρή, ενώ στις «Γραμμές των Οριζόντων» τραγουδούν ο Γιώργος Νταλάρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Θάνος Μικρούτσικος και οι Κατσιμιχαίοι. Μόλις δημοσιεύθηκε το πρώτο από αυτά τα δύο έργα του Μικρούτσικου έλαβε πολλά ειρωνικά σχόλια καθώς οι στίχοι του Καββαδία δεν ήταν κατανοητοί από την πλειονότητα των ακροατών. Ο ποιητής χρησιμοποιεί, ως ναυτικός, ειδικό λεξιλόγιο με ναυτικούς όρους και ορολογίες, γλώσσα η οποία δεν είναι απολύτως κατανοητή από τους «στεριανούς». Και αυτό έδωσε την ευκαιρία στους κριτικούς να ειρωνευτούν τον Μικρούτσικο. Πιστεύω, όμως, πως αυτές οι «περίεργες λέξεις» σε συνδυασμό με τα εξωτικά τοπωνύμια που χρησιμοποιεί είναι που κάνουν τον Καββαδία και την ποίησή του γοητευτικούς. Διαβάζοντάς για αυτούς τους εξωτικούς τόπους και πολλές φορές, τους εξωτικούς ανθρώπους, οδηγούμαστε πολύ μακριά, σε ανοιχτές θάλασσες.
Ο Καββαδίας μπορεί να πέθανε στα 1975 όμως η ποίησή του άφησε το δικό της λιθαράκι στην πορεία του ελληνικού πνεύματος. Σήμερα, θεωρείται ένας από τους μεγάλους ποιητές της γενιάς του.
*Πληροφορίες αντλήθηκαν από την Μηχανή του Χρόνου, την Βικιπαιδεία και από τα Κεφαλονίτικα Νέα.