Όλα για το τίποτα,
είπε ο εκκλησιαστής· (1:2)
Δεν μπορείς ν’ αφήσεις ένα κείμενο να σε καταπιεί. Δεν του το επιτρέπεις· το κάνει από μόνο του. Και δεν αναφερόμαστε στο «ουσιαστικό» του περιεχόμενο, το πού βρέθηκε, από ποιον και με ποιον σκοπό, αλλά απ’ την πλευρά της αναγνωστικής πρόσληψης και τη διάθεσή σου κάθε που οι ράχες τρίζουν και σημαδεύονται.
Τα λόγια θα τελειώσουν·
κι εκείνο που ’θελες να πεις,
δε θα μπορέσεις να το πεις.
Δε θα χορτάσει να βλέπει το μάτι,
δε θα χορτάσει ν’ ακούει το αυτί. (1:8)
Είναι σαν μια δίνη με επίκεντρο εσένα. Βουτά σαν χέρι και σε ανακατεύει. Βρίσκεις αράδες που σου μοιάζουν, αράδες για τους συνειρμούς σου και αγανακτάς στην απαισιόδοξη θαμιστική αφήγηση του νοήματος. Εσύ, όμως, είσαι παρών και γυρνάς πίσω τις σελίδες, ανακατεύεις λέξεις, παραμιλάς νοήματα και στο τέλος αφήνεσαι· δεν μπορείς αλλιώς να κάνεις. Ή το κλείνεις ή σε κλείνει.
Είπα μες στην καρδιά μου:
έξω θα βγω να χαρώ τη χαρά,
έξω θα βγω και θα βρω τι αξίζει!
Ανώφελο κι αυτό. (2:1)
Και σε ξυπνά στο κάθε του κενό. Σαν εκείνα τα ασυνείδητα που δεν σου χαρίζουν ύπνο, μόνο μετράς την ώρα κι αλλάζεις πλευρό. Δεν χάνεται, δεν αλλάζει μορφή και λίγο πριν αφεθείς σου ψιθυρίζει: Κι όπως πεθαίνει ο ανόητος, ίδια πεθαίνει κι ο σοφός». (2:16)
Ένα ακόμα ζώο ο άνθρωπος (3:18) κι ανάγκες του ζωές ακόμα άλλες, που ξυπνούν και κοιμούνται, γεννιούνται και πενθούν, γυρνούν κι επαναλαμβάνονται μέχρι –όχι να καταλάβει μα…– να πιστέψει το ζώο ότι ένας αγώνας είναι και αρκεί, απ’ αυτό να μάθει.
Με τα χέρια ο άμυαλος
το κορμί του αγκάλιασε
και δάγκωσε τη σάρκα του. (4:5)
Μικρός θεός δεν είναι, αυτό τον διακρίνει. Άλλο ζώο κι άλλο Θεός. Ένα απ’ τα δύο φτιάχνει κόσμους και τους αμολά. Η επιστροφή όμως μοιάζει με αιώνιο κύκλο ζωής και λύτρωσης. Αιώνια μάχη· κάθε που τη στύβει βρίσκει να πιεί. Γυρνά κι έρχεται, δίχως όμως ν’ αλλάζει. Μόνο γυρνά κι έρχεται. Μην είναι η προσφορά σου σαν των κουτών τα τάματα· (5:17)
Καλύτερο τα μάτια σου να βλέπουνε
παρά να ταξιδεύει ο νους σου. (6:9)
Έτσι τα έκανε ο θεός,
ο άνθρωπος να μην μπορεί
να δει τι έχει εμπρός του. (7:14)
Μα αν τελικά δεν δει, δεν θα βρει να έχει. Κι όσα στο τέλος στράβωσαν ας μείνουν, ν’ αλλάζουν την πορεία και να φέρνουν το ζώο στο τέλος για μια ακόμα αρχή. Ξέρει να βρει τον γκρεμό του, ξέρει και πώς να πέσει· άγουρο να πεθάνει (7:17).
Το σκυλί που ακόμα ζει
έχει αξία πιο πολλή
απ’ το νεκρό λιοντάρι. (9:4)
Στην αλλαγή του αγώνα βρίσκει δύναμη και ξαναζεί· ζει πάλι. Μια ζωή ακόμα του φέρνει κι όλα ξεκινούν εκεί που ο Θεός τα ξύπνησε. Μπαίνει σε ράγες για τον αγώνα και έχει μόνο μία ταχύτητα. Ούτε ο καιρός στρεβλώνει το ατσάλι, ούτε κι ο χρόνος μετρά. Εκείνο –το ζώο– τον λογαριάζει κι αλυχτά στο πέσιμο του ήλιου.
Τράβα εκεί που σ’ οδηγεί
η καθαρή καρδιά σου·
τράβα εκεί που σ’ οδηγούν
τα ανοιχτά σου μάτια· (11:9)
Και βρες χαρά. Ας είναι ίδια η ζωή, με άλλες διαδρομές κι ανησυχίες μοιρασμένες, να χάνεσαι σ’ αυτές κι ο χρόνος να κυλά. Εκεί να πέφτεις, να σηκώνεσαι άλλος και να γεννάς καρπούς ακόμα πιο δυνατούς. Μήτε να ψάχνεις θεούς, μήτε να γυρνάς την πλάτη. Μόνο ας βρεις μιαν ώρα· ώρα να φιλιώσεις (3:8)
Ανώφελο κι αυτό,
ανεμοκυνηγητό.
Κι εσύ σαν ζώο, όπως και τότε, πριν τη ζωή αυτή, σ’ εκείνον τον αγώνα να βρεθείς μέχρι την πτώση· εσύ να θυμάσαι ότι θεός δεν είσαι, ούτε θα βρεις ποτέ να κρεμάσεις. Εσύ θα γίνεις πάλη και άνεμος, να κυνηγάς ανέμους άλλους, όχι καινούργιους, τους ίδιους, έτσι όμως όπως δεν τους έζησες ποτέ στο παιχνίδι της ζωής αυτής, στο κυνηγητό της χαράς.
Μόνο άκου! Αυτό δεν θ’ αλλάξει όσες φορές κι αν ξανάρθεις. Άκου.
Σαν τ’ αγκάθια που ψήνονται στη θράκα·
έτσι ακούγονται των άμυαλών τα γέλια. (7:6)
τίτλος: Ο εκκλησιαστής
ISBN: 978-618-83224-1-7
εκδόσεις: Δώμα
οπισθόφυλλο: Όλα για το τίποτα, είπε ο Εκκλησιαστής. Όλα είν’ ανώφελα, όλα για το τίποτα. Μία είναι η μοίρα των ανθρώπων, δίκαιων και άδικων, φτωχών και πλούσιων, δούλων και ελεύθερων: ο θάνατος. Τα καλά θα χαθούν. Οι προσπάθειες θ’ αποτύχουν. Τα όνειρα θ’ αποδειχτούνε χίμαιρες. Μα οι έγνοιες δε θα κοπάσουν. “Ο Εκκλησιαστής” παραμένει ένα αίνιγμα. Την ίδια στιγμή που χαρακτηρίζεται ως το σκοτεινότερο κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Εκκλησιαστής περιγράφεται και σαν ένας φιλοσοφικός ύμνος στη χαρά. Ίσως γιατί τόλμησε να βυθιστεί πέρα ως πέρα στο σκοτάδι της ματαιότητας, για να βρει ένα πράγμα αληθινά φωτεινό. Η χαρά του κόπου. Αυτό είναι το μερτικό του ανθρώπου, το μόνο πράγμα που αξίζει στις μετρημένες μέρες της ζωής του. Μα οι έγνοιες δε θα κοπάσουν.
“Ο Εκκλησιαστής” γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα τον 3ο αιώνα π.Χ. Περιλαμβάνεται στην εβραϊκή Βίβλο και τη χριστιανική Παλαιά Διαθήκη