Η εσωτερική πρωτοπρόσωπη αφήγηση ξυπνά τον πιο ενδότερο εαυτό σου. Και η αφηγήτρια του μυθιστορήματος διχάζεται σε σκέψεις και συναισθήματα, σε αναζητήσεις και σταθερές. Ο ιδιαίτερος θάνατος της μητέρας της διαμορφώνει απόσταση απ’ την επικοινωνία, όχι λόγω του φυσικού συμβάντος, αλλά σαν κάποιας μορφής ένστικτο – λες και το ήξερε απ’ την αρχή.
Ούτε να ακούσει τις φωνές μας μπορούσε πλέον η μαμά μου, που στο εξής δεν ήταν η μαμά μου γιατί το νήμα κόπηκε, ήταν μονάχα η Ανδριάννα. Έτσι θα τη λέω λοιπόν και το «μαμά» θα το βάζω κρυφά στο στόμα μου, σαν μια παλιά καραμέλα που πας να τη δαγκώσεις και σου σπάει τα δόντια.
Η αφηγήτριά μας ξεκινά ένα εσωτερικό παιχνίδι διασταύρωσης στοιχείων και συμπτώσεων, καθώς βέβαια η ζωή της εκτυλίσσεται στην κανονικότητα της καθημερινότητας. Η φιγούρα του πατέρα που είναι κοντά και στηρίζει –έτσι τουλάχιστον μοιάζει–, ο Πέτρος που γίνεται η πιο γλυκιά «πέτρα» στα σωθικά της, η φίλη που είναι πιο κοντά στην αλήθεια της, η γιαγιά που στη σιωπή της υπάρχουν φωνές και ερωτήματα κι ένας κυκλωτικός συνειρμός που διαγράφει εναλλαγές στη ζωή της.
Η δεύτερη φωνή δεν είναι άλλη από τις επίμαχες επιστολές· αυτές τις συμβολικές στιγμές που μας αποκαλύπτουν την πιο ιδιαίτερη πτυχή της Ανδριάννας, σε ένα ευαίσθητο και ενοχικό παιχνίδι δήθεν φαντασίας. Στην αλήθεια αυτών των κειμένων η αφηγήτρια πλάθει και πλάθεται. Αναζητά μια εσωτερική λύτρωση στην έκφραση και αναμοχλεύει όλα όσα –μάλλον– δεν είχε τολμήσει μέχρι το σωστό ερέθισμα.
Η ζωή τής προσφέρει καταστάσεις, εναλλαγές και ανατροπές που όχι μόνο εξυπηρετούν τη ροή της πλοκής και της ιστορίας, αλλά δικαιολογούν το «άστατο» κατά καιρούς θυμικό της και τα ατέρμονα ερωτηματικά στον τρόπο που σκέπτεται και αναζητά συνέχειες.
Η ηρωίδα πάσχει μέσα απ’ τη διαρκή πορεία, απ’ τι σκάλισμα στα βαθιά και δοκιμάζεται. Τολμά να βυθιστεί στο σκοτάδι και στο μυαλό των άλλων και αυτοαναιρείται κάθε που τα γεγονότα την προλαβαίνουν. Η πεζή πραγματικότητα του πατέρα, η δουλειά με τους κήπους, το ταξίδι στο νησί και οι άνθρωποι που την πλησιάζουν, όχι μόνο ανατρέπουν όσα στεγανά δομεί, αλλά ανασύρουν την πραγματικότητα – αποδομώντας σταδιακά την αλήθεια της.
Βιώνει μια λύπη, αλλά και μια απελευθερωτική διάθεση, για να μπορέσει να συγκρίνει τη «δυαδική» νόρμα των ανθρώπων, αφήνοντας τον εαυτό σαν έρμαιο στους άλλους, διατηρώντας όμως τον δυναμισμό της άποψης σε κάθε της ανατροπή.
Μέχρι που λίγο πριν το τέλος όλα γίνονται κάτι απ’ τα παραμύθια που τη μεγάλωσαν, τις φωτογραφίες που τη στιγμάτισαν και τους ανθρώπους που πέρασαν και τη συντρόφεψαν.
Είναι που δεν θα ήθελε να μοιάζει μ’ εκείνον τον «λεκέ» στη ζωή. Να θυμίζει ότι όλα τελικά σου μιλούν, όλα έχουν κάτι να σου πουν, αρκεί να τα μεγεθύνεις και να προσέξεις στην αλήθεια που κρύβουν – έστω κι αν κάποια η φωνή μοιάζει να σου κάνει δεύτερη, τόσο αόρατη και δική σου.
Έτσι κι αλλιώς, η λύτρωση δεν είναι παρά μια γλυκιά ανάμνηση που σε οδηγεί στο τέλος· για μια ανατρεπτική αρχή που η αφηγήτρια θα ήθελε να είχε προβλέψει – ίσως και να το κάνει να μοιάζει σαν μια και μοναδική φωτογραφία στιγμής.
Το μόνο που σου λέει ένα αποτυπωμένο πρόσωπο είναι: Κοίτα με. Υπήρξα εδώ. Υπήρξα εδώ αλλά δεν είμαι πια εδώ. Υπήρξα εδώ για να σου θυμίζω πως δεν θα ξαναϋπάρξω εδώ, όμως εσύ πάντα θα με βλέπεις πάνω στο φωτογραφικό χαρτί σαν λεκέ πάνω σε ρούχο που δεν βγαίνει με τίποτα. Ο αποτυπωμένος άνθρωπος είναι ο λεκές».
*άξια σημασίας και η επιλογή της Έλενας Μαρούτσου να συνεργαστεί με τη νέα συγγραφέα Ούρσουλα Φωσκόλου, κάτι που δυστυχώς δεν είναι σύνηθες στην καθιερωμένη νοοτροπία και αντιμετώπιση των πιο έμπειρων συγγραφέων προς την ορμή όσων ξεκινούν τα συγγραφικά τους δρώμενα. Καλή επιτυχία και στις ΔΥΟ.
Δύο (μυθιστόρημα) | εκδόσεις Κίχλη
από το οπισθόφυλλο:
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο της μητέρας της, η αφηγήτρια ανακαλύπτει τυχαία μια σειρά επιστολών που συνοδεύονται από σκίτσα εμπνευσμένα από τις φωτογραφίες της Αμερικανίδας φωτογράφου Ντιάν Άρμπους. Ακολουθώντας τον μίτο αυτών των επιστολών θα καταδυθεί στα έγκατα της οικογενειακής της ιστορίας, στις στοές των μεταλλείων της Σερίφου, όπου προσωπικές και συλλογικές εξεγέρσεις έχουν πνιγεί στο αίμα.
Το “Δύο” αποτελεί μια πολύπτυχη αφήγηση όπου γραφή, φωτογραφία και ζωγραφική αλληλοκαθρεφτίζονται. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα το οποίο ανιχνεύει τα νήματα που ενώνουν τη συλλογική με την προσωπική ιστορία και συνάμα ψαύει τα όρια της ατομικής ταυτότητας και της ερωτικής επιθυμίας. Τέλος, βάζει το δάχτυλο στην πληγή του πρωταρχικού δεσμού μάνας και κόρης.
Μια ιστορία που χτυπάει επίμονα την κλειδωμένη πόρτα της αγάπης.