[…] Όμως δεν είμαι πια σίγουρος κατά πόσο έχει κανείς το δικαίωμα να λέει τι πράγμα είναι παλαβό και τι δεν είναι. Είναι σάμπως μέσα στον καθένα μας να βρισκόταν ένας άλλος άνθρωπος που να ήταν πέρα από τα όρια της φρονιμάδας ή της τρέλας, και που όντας μάρτυρας στις λογικές και στις μη λογικές πράξεις μας, να τις έκρινε με την ίδια φρίκη και το ίδιο σάστιμα.
Μέσα σε έξι εβδομάδες γράφεται αυτό το κείμενο, και μετά κείται στο άχρονο της ζωής, για να φτάνει στα χέρια κάθε φορά άλλου και να «ψυχορραγεί» στις σελίδες του.
Είναι που ο Φώκνερ χαρτογραφεί με μαεστρία τους ήρωές του και μας βάζει στα μάτια τους· στην σκέψη που τους αρμόζει και στη λογική μιας εποχής άλλης. Στην Αμέρικα της επαρχίας, στο Κραχ του ’29, ο συγγραφέας γεμίζει τις σελίδες του κειμένου του με δύσκολη γλώσσα, απόλυτα ιδιωματική και ενδυναμώνει τη «μυρωδιά» της εποχής.
Η ιστορία απλή: η μητέρα πεθαίνει και ο πατέρας με τα πέντε παιδιά του ετοιμάζουν το φέρετρο (το «αρρωστόκουτο», καθώς θα έγραφε ο George Saunders | Λήθη και Λίνκολν) και τη μεταφορά της σε μια άλλη επαρχία – όπως πρόσταξε η μάνα και αυτό θα γίνει. Διαδοχικές πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, οπτικές εστιασμένες στην εσωτερικότητα του κάθε αφηγητή και μια πλοκή να εκτυλίσσεται μέσα απ’ τα λόγια και τις σκέψεις τους.
Για ακόμα μια φορά –όπως άλλωστε και στο Η βουή και η μανία– ο Φώκνερ είναι φειδωλός στον σεβασμό προς τον αναγνώστη και τον σπρώχνει κυριολεκτικά στα άκρα του κειμένου, διεκδικώντας χρόνο και ένταση. Ξεγυμνώνει τη μιζέρια και την αθλιότητα των ανθρώπων, τις εμμονές που τους χαρακτηρίζουν και με τον πιο συνεπή τρόπο φτάνει το κείμενο ψηλά· τόσο που ο καθένας θα πρέπει να του δώσει –όπως είπαμε και πριν– χρόνο και μόνο χρόνο.
Ο συγγραφέας έχει την περιγραφή στο «τσεπάκι», αλλά δεν αρκείται σε αυτό και την κάνει δυναμική, να προκαλεί τις αισθήσεις και την αγανάκτησή μας κάθε φορά που χαρίζεται σαν σφήνα στον νου μας. Και καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται, παράλληλα ξεκινούν και νέοι κόσμοι: αυτοί των λογοτεχνικών χαρακτήρων, αλλά και οι δικοί μας για καθέναν τους.
Αξίζει στον χρόνο που του αξίζει, άσχετα με το δεδομένο του ποιος ακούγεται ότι είναι πλέον ο Φώκνερ.
*αγαπάμε μετάφραση από τον Μ.Κ.
[…] και ο μικρός να ‘χει πάρει καταπόδι ένα από δαύτα θαρρείς κι είχε να κάνει με καμιά γαλοπούλα, και κάθε που πήγαινε να το πιάσει, το πουλί υψωνόταν ξεφεύγοντάς του με τέχνη.