Η Όλγα Νικολαΐδου γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά της αρέσει να φαντάζεται ότι γεννήθηκε σ’ ένα νησί με φως εκτυφλωτικό. Τον τόπο καταγωγής της μητέρας της. Φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών, όμως ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα της δικηγόρου. Σπούδασε υποκριτική και αυτό το πτυχίο το αξιοποίησε. ανεβαίνοντας στην σκηνή και προσπαθώντας να αναμετρηθεί με το κάθε παρόν που στο θέατρο έμαθε ότι είναι το αληθινό πρόσωπο του χρόνου. Εργάστηκε και συνεχίζει να εργάζεται ως αθλητικογράφος. Διδάσκοντας δημοσιογραφία, την ανακάλυψε εκ νέου, από τις συν αναζητήσεις με τους μαθητές της. Διδάσκοντας ελληνικά στο Σχολείο Μεταναστών. Κατάλαβε τι σημαίνει να μπορούμε οι άνθρωποι να μοιραζόμαστε την καρδιά μας «στο μεγάλο του κόσμου τραπέζι». Το μυθιστόρημα «Άνεμος Ωραίος» είναι το πρώτο της βιβλίο. Αυτήν την διαδρομή της συν γραφής, θα ήθελε να εξομολογηθεί, ότι την «μετράει» με αμέτρητα «ευχαριστώ», απέναντι σε όλους -γνωστούς και άγνωστους- συνοδοιπόρους.
Επιμέλεια συνέντευξης: Γιώργος Σπυράκης
– Πώς ξεκινά μια ιδέα για ένα βιβλίο;
Νομίζω όλες οι ιδέες κυκλοφορούν μέσα μας, συχνά, χωρίς να μπορούν να ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Μια «αταξίδευτη» ιδέα είναι σαν κάποιον που στέκεται μπροστά σε έναν καθρέφτη και περιμένει από το είδωλό του να του πει πού να πάει. Για να καταφέρει συγκεκριμένα η ιδέα ενός βιβλίου να… σαλπάρει, χρειάζεται να σηκώσει τις άγκυρες που την καθηλώνουν στο ασφαλές λιμάνι της σκέψης και να ξεχυθεί στο λευκό χαρτί, ή στην άδεια οθόνη ενός κομπιούτερ.
Η ιδέα για ένα βιβλίο, ξεκινά με την πρώτη λέξη του.
– Επιλέγεις τον ήρωά σου ή σε επιλέγει; Τι πιστεύεις;
Όσοι πιστεύουν στην ιδέα της μετενσάρκωσης, λένε ότι οι ψυχές πριν έρθουν στην ζωή, επιλέγουν τους γονείς τους ανάλογα με τα μαθήματα που θέλουν να πάρουν στη συγκεκριμένη φάση. Δεν ξέρω για τους ανθρώπους, αλλά έχω την αίσθηση ότι οι λογοτεχνικοί ήρωες, όντως, υφίστανται πολλές «μετενσαρκώσεις». Έρχονται και ξανάρχονται επιλέγοντας κάθε φορά διαφορετικούς «γονείς-συγγραφείς». Μόνο που στην περίπτωση των ηρώων, δεν μαθαίνουν εκείνοι από εμάς, αλλά εμείς από αυτούς.
– Πόση απόσταση μπορεί να διατηρήσει ένας συγγραφέας από το κείμενό του;
Όση απόσταση μπορεί να διατηρήσει το ποτάμι από το νερό που κυλάει μέσα του.
Το θέμα νομίζω είναι για τον συγγραφέα να προσπαθήσει να κρατήσει αποστάσεις από αυτά που ο ίδιος κουβαλάει, για να δώσει χώρο στο «φορτίο» του κειμένου. Ιδανικά, να αδειάσει από αυτά που κουβαλάει μέσα του και να προσφερθεί ως καθαρός αγωγός στο κείμενο. Για να κυλήσει ελεύθερα το κείμενο.
Ό,τι κυλάει ελεύθερα, βρίσκει τελικά τον προορισμό του.
– Πρώτο σου βιβλίο και μας «ξεκινάς» με ένα μυθιστόρημα, κάτι δύσκολο. Πώς αισθάνεσαι για την «αρχή» αυτή και πώς είναι η επόμενη μέρα της έκδοσης;
Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη και χαρά. Όλο αυτό είναι μια εμπειρία εξόδου για συνάντηση και μια διαδικασία διεύρυνσης. Σαν να χαράζει ένα μονοπατάκι το κείμενο κι ο κάθε αναγνώστης διαβάζοντάς το, να διασχίζει αυτό το μονοπατάκι και να το επιστρέφει πιο μεγαλωμένο.
Κι όταν το μέσα μας το διαβάζουμε μαζί με άλλους, και ο έξω κόσμος γίνεται πολύ πιο ευανάγνωστος και πολύ πιο κατανοητός.
Η συγγραφή οδηγεί στη συν ανάγνωση.
Advertising
– «Άνεμος ωραίος» και σε κάθε κεφάλαιο κρύβεται ένα παιχνίδι με την αλφαβήτα. Δηλαδή;
Είναι σαν κάθε γράμμα ν’ αναζητά μια φλέβα για να κυκλοφορήσει τις λέξεις του μέχρι τελικά όλες οι λέξεις να συναντηθούν στην κεντρική αρτηρία όπου το νόημα μπορεί πια να στοιχειοθετηθεί έξω από τις λέξεις.
Θέλω να πω ότι θεωρητικά χρησιμοποιούμε τις λέξεις μας για να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας, αλλά στην πράξη, πολύ συχνά, οι λέξεις είναι ένα οχυρό που πίσω του καλυπτόμαστε και κρυβόμαστε. Και άλλοτε πάλι, παραμένοντας στο πεδίο της μάχης, εκτοξεύουμε τις λέξεις σαν οβίδες, προκαλώντας θόρυβο και καταστροφή. Έχω την αίσθηση ότι η γλώσσα της ψυχής, η γλώσσα του Θεού ταξιδεύει στη σιωπή. Στη μήτρα της σιωπής συλλαμβάνονται οι πιο όμορφες λέξεις που παραμένουν ανείπωτες. Όπως λέει κι ο ποιητής, ο Ναζίμ Χικμέτ «κι αυτό που θέλω να σου πω, το πιο όμορφο απ’ όλα, δε στο ‘χω πει ακόμα».
– Μοιάζει το κείμενό σου να διατηρεί μια «εσωτερικότητα», μια αναζήτηση στον αφηγητή; είναι τεχνική ή συγγραφική ανάγκη;
Νομίζω και τα δύο. Η τεχνική, η μορφή, η φόρμα, η μέθοδος, όπως κι αν το πεις, δίνει μια κατεύθυνση. Η κατεύθυνση δίνει τελικά ελευθερία. Και η ελευθερία κάνει την ανάγκη ιστορία. Όπως το λέει ο στίχος του γνωστού τραγουδιού «πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία» – μιλάω για την «Ρόζα» του Μητροπάνου, σε μουσική Μικρούτσικου και στίχους Άλκη Αλκαίου.
– Τι σε ενέπνευσε να γράψεις το συγκεκριμένο βιβλίο; Τι θες να «χαρίσεις» στον αναγνώστη;
Νομίζω ότι η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης είναι ο ήλιος που κάθε μέρα ανατέλλει. Και που κάθε σούρουπο διαλύεται για να χαρίσει την ομορφιά του «θανάτου» του και της «αιμορραγίας» του στον ουρανό και στο δικό μας βλέμμα.
Ως προς τι θα ήθελα να «χαρίσω» εγώ στον αναγνώστη, θα δανειστώ μια φράση από το βιβλίο: «Η ιστορία αυτού του τόπου είναι μια ιστορία φωτός. Αχ, πόσο το ήθελε η Λυδία να γίνει κομμάτι μιας ιστορίας φωτός».
– Λένε ότι τα κείμενα ανήκουν στους αναγνώστες, λένε όμως και ότι οι συγγραφείς αισθάνονται τα κείμενα σαν παιδιά τους… τι συμβαίνει τελικά;
Νομίζω ότι το θέμα είναι να μην ανήκουμε και να μην έχουμε την ανάγκη, κάτι να μας ανήκει. Το θέμα είναι να χαιρόμαστε να μοιραζόμαστε.
– Εκτός από τη συγγραφή, τι άλλο κινεί την καλλιτεχνική σου περιέργεια και ευαισθησία;
Το θέατρο, όπου σου δίνεται η ευκαιρία να «κερνάς» την παρουσία σου γεμίζοντας την με τόσες ζωές, τις ζωές των ρόλων.
– Λυδία, λοιπόν, η ηρωίδα σου και μάλιστα με έντονη κειμενική υπόσταση και σκέψη… Αν ήταν καρτούν ή κάποια super-ηρωίδα, ποια θα επέλεγες;
Νομίζω ότι από τα καρτούν θα διάλεγα την Μαφάλντα, ακριβώς γιατί συνυπάρχουν πάνω της η ενήλικη αντίληψη μαζί με την παιδική αφέλεια και την περιέργεια. Για την ακρίβεια νομίζω τελικά ότι αυτή η προσπάθεια προσέγγισης των πραγμάτων με περιέργεια και αφέλεια είναι αυτή που οδηγεί σε μια ουσιαστική ωριμότητα.
Ο ώριμος άνθρωπος πάντα κρατάει το νήμα με το παιδί που έχει μέσα του.
Αν τώρα θα έπρεπε να διαλέξω και σούπερ ηρωίδα, θα διάλεγα την Λάρα Κροφτ. Γιατί αγαπάει, όπως και η Λυδία τόσο την ιστορία και μάλιστα την αρχαιολογία και τους αρχαίους πολιτισμούς, γιατί συγκρούεται με τους γονείς της, γιατί στρέφεται τελικά στο γράψιμο και βέβαια γιατί έχει ενσαρκωθεί στην Μεγάλη Οθόνη από την Αντζελίνα Τζολί!
– Αν επέλεγες δύο από τα γράμματα της αλφαβήτα, ποια θα ήταν και τι θα «μας έλεγαν» στο κείμενό σου;
Δυσκολεύομαι να επιλέξω. Και ειλικρινά θα ήθελα πολύ όποιος κρατήσει τον «Άνεμο Ωραίο» στα χέρια του, να μπορεί τυχαία να διαβάσει ένα κεφάλαιο, σε όποιο γράμμα κι αν αντιστοιχεί, και κάτι να του πει. Θα μου έδινε πολύ μεγάλη χαρά αυτό.
– Το πρώτο βιβλίο σου, λοιπόν, είναι ήδη στα ράφια. Επόμενη κίνησή σου;
Η επόμενη κίνηση είναι αυτή που περιέγραψα στην αρχή: μια «αταξίδευτη» ιδέα για το επόμενο βιβλίο που ακόμα κοιτάζεται στον καθρέφτη, και που ελπίζω σύντομα να βρει το θάρρος να βουτήξει στην θάλασσα της λευκής σελίδας, της λευκής οθόνης για να ακριβολογούμε…
Ισορροπία: Η κατάσταση κατά την οποία ένα σώμα υπό την επίδραση ίσων και αντίθετων δυνάμεων που αλληλοεξουδετερώνονται, βρίσκεται σε σταθερή ή στην κανονική του θέση, χωρίς να ταλαντεύεται ή να κλίνει προς την μία ή την άλλη πλευρά.
Ποτέ δεν κατάλαβε πώς γίνεται αυτό: το να μην ταλαντεύεται κάποιος.
― Αγαπώ καθετί ζωντανό σ’ αυτόν τον κόσμο.
― Και τους πεθαμένους, δεν τους αγαπάς; Τους νεκρούς, τους άδικα νεκρούς όλου του κόσμου;
― Υπάρχει δίκαιος θάνατος;
Ωραίο, είναι αυτό που έρχεται στην ώρα του.
Φυσάει.
Ωραίος, ωραίος άνεμος!
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ