Έφτασαν και φέτος τα Χριστούγεννα. 6 αγαπημένοι συγγραφείς μοιράστηκαν και φέτος μαζί μας μια χριστουγεννιάτικη ανάμνησή τους και μας βάζουν στο κλίμα. Διαβάζοντάς τες θα χαμογελάσετε, θα συγκινηθείτε και θα αναπολήσετε κάποια δική σας χριστουγεννιάτικη ανάμνηση. Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα σε όλους, με ηρεμία και αγάπη.
Η ευχή | Φρόσω Αποστόλου
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα. Το κορίτσι αγουροξυπνημένο καθόταν κατάχαμα στη φλοκάτη μπροστά στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στα μικρά του χέρια κρατούσε μια κούπα με ζεστό γάλα. Το σιγόπινε με το βλέμμα να ταξιδεύει έξω από το παράθυρο. Η μητέρα του το κρυφοκοίταζε. Το μικροσκοπικό όμορφο κοριτσάκι της με τα ίσια μαύρα μαλλιά και τα καφετιά μάτια ήταν μέρες τώρα μελαγχολικό. Του έλειπε ο πατέρας του που δούλευε μακριά από ‘κεινες. Ποτέ δεν είχαν κάνει μαζί γιορτές και πάντοτε τέτοιες μέρες το κορίτσι ήταν θλιμμένο.
Εκείνα όμως τα Χριστούγεννα αποφάσισε να ζητήσει από τον Άγιο Βασίλη να της φέρει τον πατέρα της αντί για κάποιο δώρο. Τι αξία είχαν άραγε οι κούκλες και τα επιτραπέζια παιχνίδια αν δεν είχε κοντά της τους ανθρώπους που αγαπούσε; Με ποιον θα έπαιζε; Ποιος θα τη φιλούσε για καληνύχτα; Ποιος θα τη σήκωνε αγκαλιά να δουν τα πυροτεχνήματα την Πρωτοχρονιά; Όλ’ αυτά σκέφτηκε το κορίτσι, έκλεισε τα μάτια και ψιθύρισε: «Άγιε μου Βασίλη, εσύ που όλους μας ακούς φέρε μου φέτος το μπαμπά μου να κάνουμε μαζί γιορτές».
Οι μέρες περνούσαν κι ο πατέρας της δεν έλεγε να φανεί. Με ξέχασαν και οι δύο. Και ο Άγιος Βασίλης και ο πατέρας μου, σκεφτόταν θυμωμένη. Η Πρωτοχρονιά έφτασε. Στις δώδεκα ακριβώς τη σήκωσε αγκαλιά και είδαν μαζί τα πυροτεχνήματα. Έκοψαν τη βασιλόπιτα και προσευχήθηκαν ο νέος χρόνος να φέρει μόνο χαρές στο σπιτικό τους. Χαμογελούσε για να μη στενοχωρεί τη μητέρα της μα μέσα της πονούσε με την απουσία του. Αποκοιμήθηκαν με τα χέρια τους δεμένα σφιχτά.
Ένα χάδι απαλό και μια ανάσα ζεστή στο προσκεφάλι της την ξύπνησαν. Άνοιξε τα μάτια κι αντίκρισε τον πατέρα της. Αμέσως ανασηκώθηκε και τύλιξε τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του. Εκείνος την πήρε αγκαλιά και την πήγε στην τραπεζαρία που ήταν γεμάτη δώρα. «Μου τα έδωσε ο Άγιος Βασίλης για ‘σενα!».
Χρόνια μετά το κορίτσι έφερνε πάντα στο μυαλό του εκείνη την Πρωτοχρονιά και φρόντιζε πάντα να περνά τις άγιες μέρες με τους αγαπημένους της. Γιατί κατάλαβε πως μόνο με την παρουσία τους θα ήταν ευτυχισμένη.
Μια αληθινή Χριστουγεννιάτικη ανάμνηση | Ειρήνη Βαρδάκη
Χριστούγεννα… αρχές της δεκαετίας του 90 κάπου στο Χολαργό. Είμαστε παιδιά… θέλουμε να βγούμε έξω, το σπίτι δεν μας χωρά. «Πού θέλετε να πάτε; Έξω ρίχνει χιονόνερο! Να κρυώσετε θέλετε;» οι γονείς μας διαμαρτύρονται. « Mόνο για λίγο …» λέμε εμείς «μέχρι την παιδική χαρά!» Τέτοια μέρα δεν χαλούν χατίρια. «Σε μία ώρα ακριβώς να είστε πίσω!» Βγαίνω με την αδερφή μου και τα δυο μου ξαδέρφια. Στα χέρια κρατάμε σοκολάτες, και στα μάτια μας αναβοσβήνει η υπέροχη αλητεία των δέκα ετών. Τρέχουμε στα στενά και βαράμε με μανία τα κουδούνια των σπιτιών. Σπρωχνόμαστε, λαχανιάζουμε, ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Κάποια στιγμή τον βλέπουμε μπροστά μας. Είναι ένας ισχνός παππούλης με ολόλευκα μπαμπακένια μαλλιά. «Παιδάκια μπορείτε να με βοηθήσετε;» «Tί θέλετε;» τον ρωτάμε και οι τέσσερις με μια φωνή. «Ψάχνω τη Ρηνούλα μου!» μας λέει. Τον κοιτάζω με απορία. «Eγώ είμαι η Ρηνούλα!» του απαντώ. «Tη δική μου Ρηνούλα!» λέει εκείνος και τον παίρνουν τα κλάματα. Μας εξηγεί πως έχει χαθεί, μας λέει πως δεν βρίσκει το δρόμο για το σπίτι, και πως δεν θυμάται την οδό. «Θα σας βοηθήσουμε εμείς» του λέμε με κωμικά μεγαλοπρεπές ύφος. Ξεκινάμε λοιπόν και οι πέντε ψάχνοντας οδούς και καταστήματα που ίσως του θυμίσουν κάτι. Οι ώρες περνούν, έχει ήδη σκοτεινιάσει και εμείς απογοητευμένοι σκεφτόμαστε προκαταβολικά την τιμωρία των γονιών μας, μέχρι που ξαφνικά αναγνωρίζει μια οδό. «Ναι την ξέρω! Σίγουρα την ξέρω! Κάπου εδώ μένω!» Στα διακόσια περίπου μέτρα αναγνωρίζει το σπίτι του. Χτυπάμε το κουδούνι, μια ολόλευκη σχεδόν διάφανη γριούλα μας ανοίγει την πόρτα. Ο παππούλης πέφτει στην αγκαλιά της και εκείνη κλαίει με αναφιλητά. «Σας ευχαριστώ!» μας λέει η κυρία Ρηνούλα και μας φιλά έναν έναν με ευγνωμοσύνη. Ύστερα μας δίνει κουραμπιέδες -που τελικά δεν φάγαμε- και χίλιες ευχές που ποτέ δεν μάθαμε πόσες από αυτές βγήκαν αληθινές.
Έχουν περάσει κοντά εικοσιπέντε χρόνια μα δεν υπήρξαν Χριστούγεννα που να μην σας θυμηθώ. Ίσως δεν ζείτε πια… μάλλον καλέ μου ξεχασιάρη παππούλη είσαι αγκαλιά με την κυρία Ρηνούλα κάπου ψηλά στον ουρανό. Κι αν σήμερα Χριστούγεννα -σαν τότε- μπορώ να σας ζητήσω κάτι… μια τόση δα μικρούλα χάρη, είναι να στείλετε ακριβοχαιρετίσματα στον δικό μου παππούλη που μου ‘φυγε φέτος, και να του πείτε πως δεν υπάρχει μέρα που με δάκρυα λατρείας να μην τον θυμηθώ.
Καρυδόπιτα με σαντιγί και αναμνήσεις από το μικρό δωμάτιο της γιαγιάς! | Μίλτος Γήτας
Τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων ήταν πάντα λιτά, χωρίς υπερβολές αλλά ζεστά. Σχεδόν ποτέ στη ζωή μου δεν ταξίδεψα μέσα στις γιορτές. Η οικογένεια μαζευόταν την ημέρα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς γύρω από το γιορτινό τραπέζι και με πειράγματα και γέλια τιμούσαμε το φαγητό της γιαγιάς και της προγιαγιάς. Παραδοσιακές Ηπειρώτικες συνταγές και Ζαγορίσιες πίτες προκαλούσαν τις αισθήσεις μας και στο τέλος πάντα το αγαπημένο μου γλυκό, καρυδόπιτα με σαντιγί. Με υλικά φυσικά από το χωριό μας, αγνά και παρθένα. Οι γιορτές του 1999-2000 ίσως ήταν οι καλύτερες διότι θέλοντας να υποδεχθούμε σαν οικογένεια το νέο αιώνα καταφέραμε την πρώτη μέρα του χρόνου, για τελευταία φορά, να μαζευτούμε όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι της γιαγιάς. Ένα τραπέζι που ξεκίνησε όπως τα προηγούμενα χρόνια με τον ίδιο τρόπο στις 14:00 το μεσημέρι στο ίδιο μικρό δωμάτιο που υπήρχε η παλιά ξύλινη τραπεζαρία και τελείωσε για πρώτη και τελευταία χρονιά κοντά στα μεσάνυχτα. Γύρω από αυτό το τραπέζι, στο σπίτι της γιαγιάς, στην παλιά μου γειτονιά στήθηκε ένα απίστευτο γλέντι με παραδοσιακή μουσική, όλη την οικογένεια να χορεύει στο μικρό δωμάτιο σχεδόν διονυσιακά και το κουδούνι να χτυπά συνεχώς από γείτονες που θέλανε με τη σειρά τους να ευχηθούν και να συμμετέχουν στο οικογενειακό αυτό γλέντι. Αγκαλιές, φιλιά, φωτογραφίες ακανόνιστες, η προγιαγιά στα 90 της να σέρνει το χορό, λόγια του αλκοόλ και πολλή αγάπη. Οικογενειακή θαλπωρή και ξεγνοιασιά. Οι μέρες πέρασαν. Τα χρόνια μας έφθειραν. Άνθρωποι έφυγαν. Τώρα πια ξέρω, είμαι σίγουρος πως τα Χριστούγεννα εκείνα θα τα έχω για πάντα χαραγμένα μέσα στην καρδιά μου και τη γεύση της καρυδόπιτας από τα χέρια της γιαγιάς ακόμη στον ουρανίσκο μου!
Το μπλε αυτοκινητάκι | Νατασσα Λούππου
Ήμουν τριών ή τεσσάρων χρονών όταν πείστηκα για τα καλά ότι πράγματι υπάρχει Άγιος Βασίλης. Μέχρι τότε ήμουνα πολύ καχύποπτη με αυτό τον κύριο με την κόκκινη στολή και τα μακριά λευκά μούσια. Το ίδιο στραβά κοίταζα και τους παπάδες βέβαια. Κι εδώ που τα λέμε μεταξύ μας, ο Άγιος Βασίλης μοιάζει λίγο σαν παπάς με κόκκινη στολή… Πιθανώς να μου φταίγανε τα μούσια τελικά, ποιος ξέρει!
Από μικρή μου άρεσαν πάρα πολύ τα αυτοκίνητα. Και επειδή προφανώς δε μπορούσα να οδηγήσω σε αυτή την ηλικία, αρκούμουν στο να έχω πολλά αυτοκινητάκια στο δωμάτιό μου και να παίζω… Συγκεκριμένα είχα ένα μεγάλο πορτοκαλί καλάθι γεμάτο μέχρι πάνω με αυτοκινητάκια. Κόκκινα, πράσινα, ροζ, κίτρινα, μαύρα, πυροσβεστικά. αστυνομικά, φορτηγά….τα πάντα! Τα πάντα εκτός από ένα μπλε αυτοκινητάκι….Είχα όλα τα χρώματα εκτός από μπλε! Έτσι αποφάσισα πως πρέπει να πάρω οπωσδήποτε και ένα μπλε αυτοκίνητο. Και μάλιστα έβαλα μέσα στο μυαλό μου την εικόνα ενός μπλε σκαραβαίου…Δεν θυμάμαι πως και γιατί, το σίγουρο είναι ότι ήθελα πολύ να το αποκτήσω, ώσπου ένα απόγευμα εκεί γύρω στην Πρωτοχρονιά με φώναξε ο μπαμπάς μου στο γραφείο του για να μου πει κάτι. Έτρεξα γεμάτη απορία να δω τί έχει να μου πει και προς μεγάλη μου έκπληξη τον άκουσα να μου λέει πως ο Άγιος Βασίλης περιμένει τώρα τηλεφώνημα από μένα.
«Τώρα αμέσως;» τον ρώτησα
«Ναι, ναι τώρα αμέσως» μου είπε «Παρ’ τον γρήγορα, σε περιμένει»
«Μα ποιο είναι το τηλέφωνο του Aη Βασίλη;»
«Είναι το μηδέν!»
Σήκωσα λοιπόν παραξενεμένη το ακουστικό και πάτησα μηδέν. Πράγματι μόλις το πάτησα σταμάτησε να κάνει τουτ-τουτ και στην άλλη άκρη της γραμμής επικράτησε απόλυτη ησυχία.
«Παρακαλώ;Ναι;»
«Είναι εκεί, σε ακούει…ζήτα του το δώρο που θέλεις να σου φέρει» μου είπε ο μπαμπάς μου συνωμοτικά.
«Άγιε μου Βασίλη θέλω να μου φέρεις ένα αυτοκινητάκι μπλε!» του είπα αποφασιστικά και έκλεισα το τηλέφωνο πεπεισμένη πως ο μπαμπάς μου με δουλεύει…
«Σςςς άκουσες ένα θόρυβο από το καθιστικό;» μου λέει τότε ο πατέρας μου τρομαγμένος.
«Όχι, τί θόρυβο;»
«Κάποιος είναι στο καθιστικό. Πήγαινε να δεις!»
Έτρεξα να δω ποιος μπήκε μες το σπίτι μας και τότε αντίκρισα κάτω από το δέντρο μας ένα δώρο. Λίγο πιο πριν ήμουν στο σαλόνι και δεν είχε τίποτα εκεί….
«Βρε μπας και ήταν ο Άγιος Βασίλης και σου έφερε το αυτοκινητάκι που του ζήτησες; Για άνοιξε να δούμε!» μου είπε ο μπαμπάς μου εκστασιασμένος.
Το άνοιξα και μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου εμφανίστηκε ένα μπλε αυτοκινητάκι. Και συγκεκριμένα ένας μπλε σκαραβαίος… και ήταν έτσι ακριβώς όπως τον είχα φανταστεί!
«Ναι! Τελικά υπάρχει Άγιος Βασίλης!» αναφώνησα. « Μα πότε πρόλαβε να μου το φέρει;» Toν φαντάστηκα με το έλκηθρό του να σκίζει τους ουρανούς ,να μπαίνει στα κλεφτά στα σπίτια να αφήσει τα δώρα στα παιδιά και φεύγει πάλι γρήγορα-γρήγορα προτού προλάβει να τον αντιληφθεί κάποιος. Από εκείνη τη στιγμή το μπλε μου αυτοκινητάκι έγινε το αγαπημένο μου παιχνίδι. Βλέπετε είχε μια μαγεία που κανένα άλλο παιχνίδι δεν είχε. Ήταν δια χειρός Άγιου Βασίλη!
Ποτέ δεν κατάλαβα πως ο μπαμπάς μου ήξερε με τόση σιγουριά τί θα ζητήσω από τον Άγιο Βασίλη. Θα ορκιζόμουν πως δεν του είχα πει τίποτα για το μπλε αυτοκινητάκι. Μπορεί να παρατήρησε πως λείπει ένα μπλε αυτοκίνητο από τη συλλογή μου ή να με άκουσε να το λέω σε κάποιον σε ανυποψίαστη στιγμή ή ακόμα και να διάβασε τη σκέψη μου ….ποιος ξέρει;
Ίσως τελικά να μας επισκέφθηκε όντως ο Άγιος Βασίλης εκείνη την ημέρα. Ίσως πάλι να έχουν σούπερ δυνάμεις οι μπαμπάδες και να γίνονται Άγιοι Βασίληδες για τα παιδιά τους όταν χρειαστεί!
Το μαγικό κουτί | Μαρία Μουστοπούλου
Στο υπόγειο του σπιτιού μου υπάρχει ένα μεγάλο μαγικό κουτί. Μέσα του κρύβει ένα εξίσου μεγάλο και ταλαιπωρημένο δέντρο, ένα σωρό από στολίδια και χρώματα, φως, χαρά, ευχές και όνειρα. Η μαγεία του είναι τόσο δυνατή που ξεχύνεται στους δρόμους της πόλης, ανακατεύεται με τον άνεμο, φτάνει στα πέρατα της γης, τρυπώνει στα σπίτια και φωλιάζει μέσα στους ανθρώπους. Με τον καιρό όμως η μαγεία εξασθενεί, για αυτό σοφά η μητέρα μου την απελευθερώνει μία φορά τον χρόνο. Την αφήνουμε κάμποσες μέρες, ώστε να εξαντλήσει τα αποθέματά της. Έπειτα τη μαζεύουμε πίσω στο κουτί της, όπου μπορεί να ξεκουραστεί, να ανακτήσει δυνάμεις, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα την απελευθερώσουμε ξανά.
Τις μαγικές εκείνες μέρες το ταλαιπωρημένο δέντρο ζωντανεύει. Δώρα μαζεύονται κάτω από τα κλαδιά του. Το σπίτι γεμίζει αρώματα: γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο και πορτοκάλι. Τα μπαλκόνια φωτίζουν τη νύχτα, οι φωνές μοιράζουν ευχές, τα πρόσωπα ζωγραφίζουν χαμόγελα. Είναι οι μέρες που ο κόσμος αποκαλεί Χριστούγεννα και όλοι μαζί γιορτάζουμε και υμνούμε το μυστικό του μαγικού κουτιού, αυτό το μικρό, πανίσχυρο ξόρκι που μεταμορφώνει τους ανθρώπους. Συνωμοτικά το αποκαλούμε Πνεύμα των Χριστουγέννων, για να προστατέψουμε την αληθινή του φύση από όσους θέλουν να το βλάψουν.
Δεν μπορούμε να το δούμε ή να το αγγίξουμε, όμως το νιώθουμε να ξυπνά μέσα μας, να τραγουδά στους δρόμους, να χαμογελά στους περαστικούς, να απλώνει το χέρι στον διπλανό μας. Είναι η εποχή που αφήνουμε τα άσχημα να μας προσπεράσουν, που μοιράζουμε καλοσύνη και πιστεύουμε πως όλοι έχουν δικαίωμα στην ευτυχία. Είναι η περίοδος που παλεύουμε μαζί για έναν σκοπό: για να αποδείξουμε στην ανθρωπότητα πως υπάρχει ελπίδα και ομορφιά στον κόσμο, πως το εμείς είναι ισχυρότερο από το εγώ και πως η αγάπη πάντα θα νικά το μίσος.
Ακόμη και όταν το κουτί κλείνει το Πνεύμα των Χριστουγέννων στο σκοτάδι, το μαγικό του χάδι δεν εγκαταλείπει εκείνους που του άνοιξαν την καρδιά τους. Είναι αυτή η ζεστασιά που δεν μπορείς να περιγράψεις, για αυτό την ντύνεις με εικόνες, γεύσεις και αρώματα, για να τη θυμάσαι. Την κρύβεις κάτω από μελομακάρονα και κουραμπιέδες, σε χρωματιστά περιτυλίγματα, σε ένα οικογενειακό τραπέζι, σε μια έξοδο με φίλους, σε μια αγκαλιά, σε ένα φιλί, στα κλαδιά ενός δέντρου, στο χιόνι ή στη φωτιά από το τζάκι. Και κάθε μία από αυτές τις εικόνες θα είναι αρκετή, για να κρατήσει την καρδιά σου ζεστή για άλλον έναν χρόνο.
Μέχρι το κουτί να ανοίξει ξανά.
Το άνοιγμα |Γιώργος Σπυράκης
— Μη με διακόπτεις! Θυμάμαι. Και μάλιστα το θυμάμαι σαν τώρα. Δεν είχες έρθει, μα πώς άλλωστε θα μπορούσε αυτό. Ποτέ δεν έφυγες. Υπήρχες και όλα ήταν πιο ήρεμα. Βρέθηκα σε κόσμους δίχως μονοπάτια και βρήκα σπηλιές να θαφτώ. Άλλαξα τη σκέψη και τελικά μίλησε μόνο με λέξεις. Αυτό άκουσα, λέξεις υπόρρητες και μια ιστορία που με έζησε. Κι εκείνο το φως να στάζει στα κεφάλια μας, να πνίγει ξέχειλα βουή και σαν από βροχή ν’ αλλάζει χρώμα στη συννεφιά.
»Κι εσύ εκεί. Να σπρώχνεις και να γελάς. Δάσος τα μαλλιά σου και μάλιστα τόσο δάσος σαν ξέφωτα αγκάθια. Κι εσύ εδώ. Υγρό που στάζει απ’ τα μάτια σου και να απλώνεις να με πιάσεις… όχι! Δίχως χέρια ήσουν. Μια γλώσσα μόνο σκόρπισε και βρήκα χαλί να φύγω. Εκεί απάνω στη γονυκλισία τέλειωσαν όλα· και το φως κι οι στάλες κι οι άκανθες, ακόμα και οι πέτρες και τα βράχια.
»Ένα δίπλωμά σου ήταν όλα, ένα ύπουλο μάζεμα και στον σιαλισμό σου άφησα φωνές· μία κατάρα κι έναν ψαλμό δικό μου. Σου ανήκα όμως και βρήκα θέση πάνω απ’ τα πλεμόνια σου. Γονυπετής βρόντηξα τη γύμνια μου στους παλμούς της. «Σ’ αγάπησα», βγήκε σαν φτύμα και ήταν όλα ένα άνοιγμα καρδιάς. Κάτι που μοιάζει με ρωγμή, σαν έλκος. Δεν βρήκα, όμως, παρά μια ριξιά στον κόσμο τον μέσα μας.
»Θυμάμαι σου λέω σ’ αγάπησα.