Στόχος του συγγραφέα στους “Άγιους Έρωτες”, είναι να περιγράψει το ιστορικό και ανθρώπινο δράμα του τόπου μας, με πολλές υπαρξιακές αναφορές. Ο πόλεμος είναι πηγή σύνθεσης και αποσύνθεσης του κακού. Καταστρέφει, αλλά μ’έναν περίεργο τρόπο δένει τις ζωές διαφορετικών ανθρώπων. Ακόμη και μέσα στις στάχτες υπάρχει χώρος για φως και δημιουργία…κι αυτό είναι κάτι που πάντα θα συμβαίνει.
Πολεμικές σελίδες, περιγραφές από σκηνές μαχών, η ίδια η αγριότητα του πολέμου, αλλά και σελίδες ειρηνικής ζωής και έρωτα…άλλωστε η ίδια η εποχή το απαιτεί. Είναι η σκληρή αλλά και θριαμβευτική εποχή των Βαλκανικών πολέμων. Η εποχή που με το αίμα και την θυσία χιλιάδων νέων ανθρώπων και μη, ελευθερώνονται εδάφη, η Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα ξαναγίνονται ελληνικά…
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης μας δίνει στοιχεία του τραυματικού και τραγικού πεδίου της ελληνικής κι ανθρώπινης συνείδησης. Οι ήρωές του ζουν μέσα στα γεγονότα της ιστορίας και μεταφέρουν το κλίμα και το αίσθημα του να ζει κανείς εκείνα τα χρόνια…και να μπορεί να παραμένει ακέραιος παρά τα όσα συμβαίνουν. Στιγμές αυτοθυσίας και ανθρωπιάς περιγράφονται απλόχερα από την πένα του συγγραφέα και είναι τόσο έντονα δοσμένες που σε κρατάν απορροφημένο εκεί, σαν να ζεις κι εσύ την ζωή των ηρώων.
Έργο πολυπρόσωπο, γοητευτικό, που παρόλο που μιλούν πολλοί ήρωες δεν είναι κάτι που δυσκολεύει την ανάγνωση, όμως θέλει και την προσοχή μας. Οι γενιές μπλέκονται, ο χωροχρόνος πηγαινοέρχεται. Η ιστορία ξεκινά από ένα μικρό χωριό στα Τζουμέρκα, μεταφέρεται στη Μακεδονία και στις επιθέσεις των Βουλγάρων, στην Οδησσό με τον Ελληνισμό που ανθεί, στη μάχη της Αετοράχης για την κατάληψη των Ιωαννίνων, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα. Στη φρίκη του πολέμου, στα χειρουργεία του μετώπου, στα ακρωτηριασμένα -συχνά χωρίς αναισθητικό- σώματα, αλλά και στα σαλόνια και τα κουτσομπολιά της τότε Αθήνας…παρακολουθούμε δηλαδή την πορεία του Ελληνισμού από την πρωτογενή αγροτική οικονομία στην εμπορική ανάπτυξη που είχε η Ελλάδα στις Παραδουνάβιες χώρες, τον Καύκασο, την Οδησσό.
Ένας μεγάλος έρωτας γίνεται ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται πρόσωπα και γεγονότα. Ένα πάθος για τα βιβλία που ξεκίνησε χρόνια πριν σαν έμφυτη ορμή σ’ένα μικρό κορίτσι από τα Τζουμέρκα, δημιουργεί μια βιβλιοθήκη 360 χιλιάδων τόμων…Ο Μιχαηλίδης φωτίζει κάθε χαρακτήρα, ακόμα και πρόσωπα που ίσως θα συναντήσουμε για λίγο, μία μόνο φορά. Μέσα στα έργα διακρίνεται η καθαρότητα του αγνού έρωτα ακόμη και στα χαρακώματα. Οι ήρωες θα ζήσουν “άγιους” έρωτες…γιατί “άγιος” είναι ο έρωτας των ανθρώπων για την πατρίδα, για τη γνώση, για την αξιοπρέπεια και τους άλλους ανθρώπους. Μέσα από τον πόλεμο μιλά για πολιτική, για προδοσία, για συμφέροντα -στοιχεία που πάντα θα υπάρχουν και πάντα δυστυχώς θα’ναι επίκαιρα- και φυσικά για την αλήθεια που η ιστορία, πολλά χρόνια μετά, μας έχει αποκαλύψει. Και η αλήθεια όπως την αφηγείται ο συγγραφέας, είναι ότι οι άνθρωποι δεν σωπαίνουν. Οι άνθρωποι που έχουν ελπίδα και πείσμα μέσα τους δεν σωπαίνουν, συνεχίζουν να πολεμούν, να χαίρονται, να πονάνε και να ερωτεύονται.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τα έργα :
« Ένας λυγμός ανέβηκε από μέσα της κι ανάσανε βαθιά για να τον συγκρατήσει. Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Έτσι, από την μεσημβρίαν της εκδρομής, αυτός ο λυγμός δεν έλεγε να σωπάσει και ήταν μονίμως εγκατεστημένος στην ψυχή της. Ήταν οι θάνατοι τόσων ανθρώπων; Ήταν το αίμα; Το δίχως άλλο! Ταυτοχρόνως όμως ήταν και κάτι άλλο εντελώς δικό της που την αναστάτωνε. Αυτό την έκανε να αγρυπνά κι όμως ήταν αδύνατον να το προσδιορίσει και απλώς είχε παραδοθεί στους ασφυκτικούς πλοκάμους του…»(βιβλίο 1ο)
«Πλάι τους ήταν μια οικογένεια Ελλήνων. Έδειχναν αστοί , ίσως και κάτι παραπάνω, αν τα ρούχα τους δεν ήταν μέσα στις λάσπες και τις ακαθαρσίες. Πατέρας, μητέρα, και τρεις κόρες. Η μεγαλύτερη δεκαοχτώ, η μεσαία δεκάξι και η μικρότερη δέκα. Αγκαλιασμένοι και οι πέντε να κοιτάνε το άθλιο πλακόστρωτο. Γονάτισαν. Πιάστηκαν από τα χέρια. Προσευχήθηκαν. Σηκώθηκαν. Φιλήθηκαν. Κάτωχροι. Δίχως κραυγές και θρήνους. Έτσι πιασμένοι από τα χέρια προχώρησαν ως την άκρη της προκυμαίας. Κοιτάχτηκαν. Πήδησαν στη θάλασσα. Πνίγηκαν. Κανείς δεν έδωσε σημασία σ’αυτό το μεγαλείο, σ’αυτή την τραγωδία –ο καθένας ζούσε τη δική του.» (βιβλίο 2ο)