Πολλές φορές ακούμε ανθρώπους γύρω μας να λένε πως αντιμετωπίζουν τροφικές αλλεργίες. Κάτι που επίσης ακούμε συχνά είναι πως κάποιος έχει δυσανεξία, συνήθως στη λακτόζη. Πώς προκύπτουν όμως αυτά τα δύο και τι μπορεί να μας προκαλέσουν;
Τροφικές αλλεργίες: Το ανοσοποιητικό μας σύστημα λαμβάνοντας συγκεκριμένες πρωτεΐνες (αλλεργιογόνα) αντιδρά απελευθερώνοντας μεγάλες ποσότητες ουσιών (π.χ. ισταμίνη, λευκοτριένια), οι οποίες με τη σειρά τους ευθύνονται για την εκδήλωση των αλλεργικών συμπτωμάτων. Παρότι οι ουσίες αυτές δεν είναι επικίνδυνες, ο οργανισμός κάποιων ανθρώπων τις αντιλαμβάνεται ως απειλή και αντιδρά.
Οι τροφές που θεωρούνται συνήθως ”πηγές” αλλεργιών είναι το γάλα, τα αυγά, τα ψάρια και τα οστρακόδερμα, τα δημητριακά ολικής άλεσης, η σόγια και οι σπόροι σουσαμιού, καθώς και οι ξηροί καρποί (κυρίως τα αράπικα φιστίκια, τα αμύγδαλα, τα καρύδια και τα φουντούκια). Δεν είναι απίθανο, ωστόσο, κάποιος να εμφανίσει αλλεργία στο κοτόπουλο και το χοιρινό κρέας ή σε ορισμένα φρούτα εποχής, όπως τα ροδάκινα, τα ακτινίδια και τα σταφύλια.
Συμπτώματα: ο οργανισμός που αντιδρά σε κάποιο αλλεργιογόνο μπορεί να εμφανίσει συμπτώματα στο δέρμα, το γαστρεντερικό, αναπνευστικό, καρδιαγγειακό ή νευρολογικό του σύστημα. Στα βασικά περιλαμβάνονται: ο κνησμός, το κοκκίνισμα, πρήξιμο, κοιλιακό άλγος, εμετός, διάρροια. Συμπτώματα όπως το φτέρνισμα, το μπούκωμα μύτης, η δυσκολία στην κατάποση και η δύσπνοια είναι επίσης χαρακτηριστικά μίας αλλεργίας.
Κάποιοι άνθρωποι είναι επίσης πιθανό να εμφανίσουν κατάπτωση, αρρυθμίες, ζάλη, επείγουσα αίσθηση ούρησης.
Η πιο βαριά εμφάνιση ενός συμπτώματος είναι το αναφυλακτικό σοκ. O χρόνος που χρειάζεται για να εκδηλωθεί το αναφυλακτικό σοκ από τη στιγμή της εισβολής του αλλεργιογόνου στον οργανισμό κυμαίνεται ανάλογα με την ταχύτητα απορρόφησης του αλλεργιογόνου. H αντίδραση, π.χ., στο τσίμπημα εντόμου είναι άμεση, ενώ, όταν πρόκειται για τρόφιμο, συνήθως θέλει πάνω από μία ώρα για να εκδηλωθεί (δηλαδή κατά τη χώνεψη).
Αντιμετώπιση: Καταρχάς θα πρέπει να βεβαιωθούμε σε ποια τροφή έχουμε αλλεργία. Οι τροφικές αλλεργίες μπορούν να διαγνωστούν με τα ειδικά αλλεργικά τεστ (δερμοαντιδράσεις και RAST) και να επιβεβαιωθούν με τροφικές προκλήσεις, που γίνονται μόνο σε οργανωμένα αλλεργικά ιατρεία από αλλεργιολόγο. Από εκεί και πέρα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να αποφεύγουμε την κατανάλωση αυτής.
Στην περίπτωση που έρθουμε σε επαφή με αυτό που μας προκαλεί αλλεργία, πρέπει να χορηγηθούν άμεσα μία δόση αντιισταμινικού (σιρόπι, σταγόνες ή χάπι) και αν υπάρχει δύσπνοια μία δόση βρογχοδιασταλτικού (σιρόπι, εισπνεόμενο σπρέι). Eάν εμφανίσετε έντονο πρήξιμο στο πρόσωπο και το λαιμό ή δυσκολία στην αναπνοή, πρέπει να μεταβείτε επειγόντως στο πλησιέστερο νοσοκομείο για να σας χορηγηθεί ένεση αδρεναλίνης και οξυγόνο, καθώς υπάρχει η πιθανότητα το οίδημα να επεκταθεί στο λάρυγγα και να προκληθεί ασφυξία.
Τροφική δυσανεξία: Από την άλλη, στην τροφική δυσανεξία ο οργανισμός αντιδρά αρνητικά σε ορισμένες τροφές. Αιτίες μπορεί να βρίσκονται σε κάποια συστατικά τροφίμων ή σε κάποια δυσλειτουργία του οργανισμού (π.χ. να αδυνατεί να απορροφήσει τα θρεπτικά συστατικά κάποιων τροφών). Τροφές όπως το γάλα, η λακτόζη, η γλουτένη των σιτηρών, τα συντηρητικά και τα πρόσθετα είναι τα συχνότερα συστατικά που προκαλούν τροφικές δυσανεξίες.
Για παράδειγμα η δυσανεξία στη λακτόζη, που περιέχεται στο γάλα και σε ορισμένα άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, προκαλείται από την ανεπάρκεια του ενζύμου λακτάση, το οποίο παράγεται από το λεπτό έντερο και διασπά τη λακτόζη. Ενώ, η δυσανεξία στη γλουτένη συμβαίνει εξαιτίας μιας πρωτεΐνης που βρίσκεται στο σιτάρι, τη σίκαλη, τη βρώμη και το κριθάρι και οδηγεί σε καταστροφή του βλεννογόνου του εντέρου, η οποία με τη σειρά της εμποδίζει τη σωστή πέψη και απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών στον οργανισμό.
Συμπτώματα: Η δυσανεξία παρουσιάζει πόνο στο στομάχι, φούσκωμα, δυσπεψία, διάρροια, πονοκεφάλους, ημικρανίες, φαγούρα και ένα γενικό αίσθημα αδιαθεσίας. Ειδικότερα, στην δυσανεξία στη γλουτένη τα συμπτώματα που εμφανίζονται είναι τυμπανισμός, διάρροια και απώλεια βάρους. Τα συμπτώματα αυτά δεν εμφανίζονται αμέσως μετά την κατανάλωση της τροφής, αλλά σταδιακά κάποιες ώρες αργότερα και αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις δυσανεξίας, όπως στη λακτόζη, μπορούμε να φάμε μικρές ποσότητες από τις τροφές που μας πειράζουν (π.χ. μπορούμε να πιούμε ένα ποτήρι γάλα) χωρίς να έχουμε κάποιο δυσάρεστο σύμπτωμα.
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσέχουμε τα συστατικά των τροφών που καταναλώνουμε, τα οποία αναγράφονται στις ετικέτες των προιόντων.