Σε μια ασπρόμαυρη πλατφόρμα, πλάι σε μία ασπρόμαυρη θάλασσα, με ασπρόμαυρους περαστικούς και κίτρινα φώτα. Λιμάνι σε μια βόρεια χώρα. Κύματα και νυχτοπούλια. Κινηματογραφική διάθεση και σκηνικό που βγήκε από την κατάψυξη. Μπροστά από μια κολόνα μία υπέροχη ψηλή με ανδρόγυνο σακάκι, oversized και φόρεμα μαζί, με μια ζώνη στη μέση, καπνίζει και μοιάζει να μη ανήκει πουθενά. Είναι vintage φιγούρα που καπνίζει ατέλειωτα σαν συμμορίτης που το σκάσε από κάπου. Κάνει τσιγάρο αληθινό, με ασπρόμαυρο καπνό που παίρνει ψηλά στον αέρα μαζί λίγο από το άρωμά της. Έχει έκφυλες γραμμές και ρομαντική στάση. Μελαγχολικές τούφες ανεμίζουν, σκληρά χέρια τσακίζουν την ελπίδα για έρωτα και ο γυμνός λαιμός με τις γυμνές γάμπες παρέα καλούν σε φτηνό σεξ. Όλα αυτά μια ασπρόμαυρη οφθαλμαπάτη γιατί θαρρώ πως τούτη τη στιγμή όλος ο κόσμος γύρω μας ,βλέπει ασπρόμαυρα.
Το κορίτσι είναι πράγματι μια υπέροχη ψηλή που το σακάκι της αν δεις καλά είναι μάλλινο μπλε με λεπτή λευκή ριγά, μάλλινα μπλε κουμπιά, πολύ στενή σιλουέτα και μόνο στους μηρούς υπάρχει ελάχιστο γυμνό δέρμα. Παρακάτω πάνω από το γόνατο κάλτσες, από μάλλινο μεταξωτό μπλε και ραφή πίσω από μικρές λευκές πέρλες όλα να καταλήγουν σε υπέροχες σουέτ μπλε γόβες. Δεν καπνίζει, κρυώνει. Αχνίζει παθιασμένες ανάσες και είναι στ’ αλήθεια μια πλατωνική παρουσία με αριστοτελική ουσία. Διανόηση και λαγνεία μαζί προκαλούν αριστοτεχνικά το ασπρόμαυρο τοπίο. Αν κοιτάξεις καλά μέσα στο γκρι θα δεις πως όλα τα χρώματα που δίνουν το άσπρο, μαζί με μαύρο, δίνουν για αποτέλεσμα στεγνή πραγματικότητα. Όμως τα χρώματα είναι εκεί φτάνει να κοιτάξεις λίγο πιο προσεκτικά και θα δεις πως όλα προκαλούν την αλήθεια με λυγερόκορμες οπτασίες.
Μια σειρά από τζαμαρίες, η μια δίπλα στην άλλη, κρύα στοιχεία ακουμπισμένα σε κρύα μωσαϊκά. Διάφανα αριστουργήματα της άυλης αισθητικής του Βορειοευρωπαίου καλλιτέχνη που το μίνιμαλ φτάνει μέχρι το τραχύ τίποτα. Μακρόστενα μαγαζιά σα βαγόνια ενός υπερσιβηρικού, αποτέλεσμα ενός μοντελιστή ναυτεργάτη, μεροκαματιάρη εκφόρτωσης ή συντηρητή ψυκτικού. Ίχνος καλλιτεχνικής αβρότητας και προσιτότητας. Νωθρή δημιουργικότητα και καλλιτεχνικός σουρεαλισμός στοιβαγμένα σε γυάλινα ορθογώνια, αδύνατα να φιλοξενήσουν τη ζωή. Ψυγεία ογκόλιθοι, αλουμινένια άψυχα παγόβουνα σε οριζόντια κατάταξη, ξανά και ξανά σε επανάληψη και συντεταγμένα ετοιμοπόλεμα να εξυπηρετήσουν το σκοπό τους. Φαΐ ζωικό, μαζικής κατανάλωσης για πολύ κόσμο που δεν υπάρχει πουθενά. Μαύρη η νύχτα πίσω, λευκοί αμμοβολή οι υδρατμοί στα τζάμια, ασπρόμαυρη φωτογραφία η θέα μπροστά στα μάτια μας.
Τολμώ και αγγίζω την παλάμη σε μία από τις ολόσωμες βιτρίνες. Σα υαλοκαθαριστήρας καθαρίζω τη θολή εικόνα και γαλανά στοιχεία αναδεικνύονται και ολοένα πολλαπλασιάζονται. Μέχρι που ο χώρος γεμίζει, ενώ εγώ στέκομαι καχύποπτη και αμφισβητώ τα ίδια μου τα μάτια. Δεν μπορεί να έχει τόσο κόσμο μέσα στα άπνοα αυτά κουτιά. Πως είναι δυνατόν και τόσοι ευκίνητοι τύποι τρώνε, πίνουν και κουβεντιάζουν. Μου μοιάζουν κάπως ίδιοι και μονόχρωμοι αλλά αν μπω μέσα μπορεί και να μου φανούν διαφορετικοί. Τολμώ και περνώ την πόρτα, τραβώ σε ένα ψηλό τραπέζι με ψηλά σκαμπό στη γωνιά και αράζω εκεί. Βρίσκομαι στην αρχή ενός μεγάλου διαδρόμου. Μπροστά μου απλώνεται ποικιλία από ξανθά, λευκά, μαύρα , καστανά ή και καθόλου μαλλιά κεφάλια. Αρχίζω και βλέπω ρούχα σε κίτρινο και μοβ, σε κόκκινο και ροζ. Αρχίζω μάλιστα και βλέπω και τη ζέστη και τη ζεστασιά και την ανθρωπιά και την οικειότητα. Η παλιά κρεαταγορά έγινε σύγχρονα εστιατόρια για ακριβούς ουρανίσκους. Το πάλαι ποτέ κυνήγι της καθημερινής επιβίωσης μετατράπηκε σε χωρίς τέλος γευστική λεηλασία. Ο χώρος έχει για θερμοκρασία θερμότητα και όσο η ώρα περνάει το δέρμα μου γίνεται από ασπρόμαυρο ροδαλό.
Στην επιστροφή για το ξενοδοχείο, διαβαίνω την ασπρόμαυρη διάβαση πεζών και καταλήγω σε μια περίπου γωνία. Σχηματίζεται ένα οβάλ στην άκρη του πεζοδρομίου και στην ακτίνα του μπροστά ξεκινούν 3-4 οβάλ σκαλοπάτια. Σκούρο, ταλαιπωρημένο από νέφος και ανεβοκατεβάσματα τσιμέντο, σκοτεινή είσοδος και τριγύρω φωτεινοί δρόμοι, πλημμυρισμένοι από φώτα αυτοκινήτων και φανάρια. Ασπρόμαυρο στιγμιότυπο 2 φάσεων: λίγο πριν φτάσεις στο πεζοδρόμιο και αφού σταθείς σε αυτό. Μετά συγκέντρωση και περισυλλογή. Το κρύο δε σε αφήνει ούτε να καταλάβεις τι ακριβώς βλέπεις ούτε τι δεν μπορείς να δεις. Σε κάθε περίπτωση ένα άδειο μπουκάλι ροζ σαμπάνια, ένα λερωμένο, βελούδινο, χρυσό πουγκί και ένα σκισμένο καλσόν παραπέμπουν σε ευκαιριακό πορνείο, ολάκερο πάνω σε 3 μόλις σκαλοπάτια. Με κούρασε σκέφτηκα αυτός o περίπατος απόψε, όλους τους άλλους, πρωταγωνιστές της μιζέριας και των τυχαίων περιστάσεων, όχι; Μισό βήμα μπροστά και φωτίζονται αυτόματα οι βιτρίνες δέξια και αριστερά.
Μια εκρού μοκέτα πάνω σε λευκό καλογυαλισμένο μάρμαρο, μία σατέν πετρόλ υπερμεγέθη, αφέντρα πολυθρόνα, υψηλή ραπτική να καμαρώνει περήφανα την ηγεμονία της και όλοι εμείς διαβάτες, εφήμερα, τυχαία είδωλα, οπαδοί της λάμψης να καθρεφτιζόμαστε και έπειτα να εξατμιζόμαστε. Αρκεί που ταϊζόμαστε λίγη επιθυμία, που ξεδιψάμε τις προσδοκίες μας, νανουρίζουμε τα άπληστα ένστικτά μας και αμέσως χρωματίζονται οι αισθήσεις μας. Τα ρούχα καλοραμμένα, τα υφάσματα σπάνια, τα χρώματα από άλλον κόσμο, έξω απ’ τον δικό μας, αστράφτουν σαν πυροτεχνήματα που σύντομα διεγείρουν τα οπτικά μας νεύρα και μας ανεβάζουν μερικούς πόντους πάνω από το έδαφος. Ίπτανται τα σώματα, αγοράζουν μερικά δεύτερα αθανασίας οι ψυχές μας και ζωηρεύουν οι μύες. Μόλις το μυαλό ξυπνά από το λήθαργο της παιδικής αφέλειας που μας ταλανίζει όταν δοθεί ευκαιρία για απόδραση ξαναμπαίνει στο ασπρόμαυρο μοτίβο του αλλά γνωρίζει καλά πως το μοτίβο αλλάζει σε έγχρωμο αρκεί να τη δεις αλλιώς.