Ο πρωινός ήλιος τρύπωσε μέσα από τις ξεχαρβαλωμένες γρίλιες και αντανακλούσε στον καθρέφτη. Το ρολόι έδειχνε 6 το πρωί. Τώρα που καλοκαίριασε, ο ήλιος βγαίνει νωρίς. Απ’ έξω ακουγόταν η βοή του φρεσκοξυπνημένου κόσμου που πήγαινε βαριεστημένα στις δουλειές τους. Όσοι είχαν ακόμη δουλειά. Η Μαίρη στεκόταν βαμμένη από το προηγούμενο βράδυ. Το ρίμελ γύρω απ’ τα μάτια της είχε σχεδόν ξεθωριάσει και το φθηνό πορτοκαλί κραγιόν της είχε στεγνώσει στα ξεραμένα χείλη. Περίμενε με αμηχανία τον επόμενο πελάτη. Ήταν ο τελευταίος της ημέρας. Χτύπησε την πόρτα και εκείνη απάντησε:
– Πέρασε μέσα, του είπε.
– Γεια, είπε αυτός μπαίνοντας. Ένα στα γρήγορα, δεν έχω πολύ χρόνο.
Η Μαίρη ικανοποίησε την επιθυμία του πελάτη και μετά από περίπου δέκα λεπτά, εκείνος έφυγε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Μετά από λίγο, εκείνη βγήκε από το δωμάτιο και πήγε στο μπάνιο. Της ήρθε μια αναγούλα μόλις άνοιξε την πόρτα. Ένα διάχυτα βαρύ άρωμα φαγητού αναδύθηκε στον αέρα. Ήταν μελιτζάνα γιαχνί. Θα την είχε βάλει η μάνα της νωρίς για να ξεπορτίσει πάλι. Αυτό γίνονταν κάθε μέρα. Την είδε να κάθεται στο τραπέζι με την τηλεόραση ανοιχτή. Μπροστά της είχε τις εισπράξεις της ημέρας.
– Καλά τα πήγες σήμερα, είπε. Καλύτερα από ‘χθες.
Εκείνη δεν απάντησε. Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και πήγε αμέσως στο ντούζ. Άφησε το ζεστό νερό να τρέχει ώσπου να ξεντυθεί. Το νερό, καυτό πια, έπεφτε με δύναμη πάνω στο κορμί της. Της άρεσε αυτό. Πήρε ένα σκληρό σφουγγάρι και άρχισε να το τρίβει με δύναμη πάνω της. Έτριβε μέχρι το δέρμα της να γίνει κόκκινο. Ήθελε να διώξει οποιοδήποτε ίχνος από τη σημερινή βραδιά. Θυμήθηκε ένα πελάτη που την υποχρέωσε να πιει τα ούρα του και της ήρθε να κάνει εμετό. Που είχε μπλέξει. Δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση κάθε βράδυ, κάθε βράδυ. Δάκρυα κύλισαν στο πρόσωπό της όταν θυμήθηκε τον πατέρα της. Πριν από τέσσερα χρόνια τον είχε χάσει. Ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος που την αγαπούσε πολύ. Απεναντίας με τη μητέρα της που από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι δεν την χώνευε. Είναι σαν να μην ήθελε να τη γεννήσει. Σαν να μην ήθελε να γεννήσει αυτή την κόρη. Ήταν πολύ χειριστική απέναντι της και από τη στιγμή που πέθανε ο πατέρας, την έκανε ό,τι ήθελε. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, υποχρέωνε την κόρη της να δέχεται πελάτες επί πληρωμής γιατί δεν είχαν να πάρουν από πουθενά χρήματα.
– Θα πάω να δουλέψω τηλεφωνήτρια, μάνα. Σε παρακαλώ μην με βάζεις να κάνω αυτό το πράγμα, της είπε την μέρα που της το ανακοίνωσε.
Ήταν ανένδοτη όμως . Δεν μπόρεσε να της αλλάξει γνώμη.
Αυτά σκεφτόταν την ώρα του μπάνιου και έκλαιγε συνεχώς. Ντύθηκε και βγήκε έξω. Πήγε στην κουζίνα να βάλει λίγο καφέ. Είχε μέρες να κοιμηθεί. Απλώς φρόντιζε να βάφεται πολύ καλά ώστε να μην φαίνονται οι μαύροι κύκλοι της. Κάθισε στην πουπουλένια πολυθρόνα κάπως σκεφτική.
– Σήμερα είχαμε πιο καλό κόσμο, είπε η μάνα της. Με τα λεφτά που βγάλαμε σήμερα, θα αγοράσω ένα καινούργιο πλυντήριο. Βαρέθηκα να πλένω στο χέρι επειδή το παλιό είναι χαλασμένο.
Όσο την άκουγε να μιλά, άλλο τόσο μεγάλωνε ο θυμός μέσα της. Γι΄αυτό την έβαλε να κάνει αυτή τη δουλειά, για να τα σκορπάει σε άχρηστα πράγματα. Ποτέ της δεν της είχε δώσει μερικά χρήματα για να αγοράσει καινούργια ρούχα. Της αγόραζε από την λαϊκή τα πιο ευτελή. Ενώ για την ίδια, διέθετε μεγάλα ποσά για επώνυμα ρούχα.
Τελείωσε τον καφέ της και πήγε στο δωμάτιό της. Άνοιξε τις μπαλκονόπορτες αφήνοντας το αέρα να μπει διώχνοντας την μυρουδιά από ιδρώτα και φθηνά αντρικά αρώματα. Ξέστρωσε τα βρώμικα σεντόνια και τα πέταξε στο καλάθι με τ’ άπλυτα. Κοιτάχθηκε στον καθρέφτη. Έβλεπε μια κοπέλα με κουρασμένο πρόσωπο και μαύρους κύκλους, αν και μόλις είκοσι ετών. Ξέσπασε σε κλάματα. Έκλαιγε τόσο έντονα, που τα δάκρυα της έτρεχαν από το πρόσωπο της και έπεφταν κάτω στο γυμνό πάτωμα. Δεν ήταν η ζωή που είχε επιλέξει. Από μικρή, φανταζόταν τον εαυτό της φοιτήτρια στην Καλών Τεχνών. Είχε ταλέντο στη γλυπτική. Από τα δέκα μέχρι τα δεκαέξι της έκανε μαθήματα σε εργαστήρι. Μέχρι που πέθαινε ο πατέρας της και τα σταμάτησε. Κατέπνιξε την επιθυμία της και έγινε υποχείριο της μάνας της. Πόσο θα ήθελε να ήταν στην Καλών Τεχνών! Αλλά, πάνε τώρα αυτά, σκέφτηκε. Άνοιξε το συρτάρι για να πάρει καθαρά σεντόνια και τυχαία είδε ένα κεφάλι από ένα αγαλματάκι. Ήταν το πρώτο που είχε κάνει. Πόσο όμορφο ήταν!
Έβαλε σε μια τσάντα δύο τρία ρούχα και άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα του δωματίου. Η μάνα της είχε ήδη φύγει. Πήγε στο συρτάρι που είχαν τα χρήματα και πήρε ένα πακέτο. Φόρεσε τα γυαλιά ηλίου της και έφυγε. Έφυγε για πάντα. Πήρε απόφαση να πάει στο Άμστερνταμ, στη ξαδέρφη της, από τη μεριά του μπαμπά της. Εκεί θα έκανε ένα νέο ξεκίνημα. Θα μπορούσε να πάει και στην Καλών Τεχνών. Δεν είχε πρόβλημα με τη γλώσσα. Όταν ήταν μικρή η μάνα τής είχε φέρει μια νταντά για να την προσέχει όσο αυτή δούλευε και αυτή ήταν από την Ολλανδία. Όλη την μέρα της μιλούσε κι ήταν αναπόφευκτο γι’ αυτήν να τα μάθει σαν δεύτερη μητρική.
Πήρε το μετρό και μέσα σε μισή ώρα ήταν στο αεροδρόμιο. Πρόλαβε μια τελευταία θέση για Άμστερνταμ. Πλήρωσε όσο όσο. Μπήκε μέσα και ένιωσε να απομακρύνεται από τα βάσανά της.
Η ώρα είχε πάει δώδεκα, όταν η μανά της επέστρεψε στο σπίτι. Δεν βρήκε κανέναν. Και τα λεφτά έλλειπαν από το συρτάρι. Το μόνο που βρήκε ήταν ένα αγαλματένιο κεφάλι πάνω στον καναπέ. Ξέσπασε σε γοερό θρήνο. Ήξερε ότι εξαιτίας της είχε συμβεί όλο αυτό, αλλά δεν είχε επιλογή, το έκανε για να μην της λείψει τίποτα. Και τώρα θα της λείψει η κόρη της. Έκλαιγε τόσο πολύ που δεν άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά. Χτύπησε πολλές φορές ώσπου την τελευταία το σήκωσε. Ήταν η ανιψιά της που ζούσε στο Άμστερνταμ. Της είπε ότι η κόρη της ήταν εκεί.
– Θα κάνουμε εδώ μια νέα αρχή, θεία. Θα σου στείλει και λεφτά η Μαίρη όταν βρει δουλειά. Θα μπορέσει να πάει και στην Καλών Τεχνών, είπε εκείνη.
– Να είστε καλά κορίτσια μου αλλά δεν χρειάζεται. Θα τα καταφέρω εδώ. Να μου φιλήσεις την κόρη μου και να της πεις ένα συγγνώμη γι’ όλα τα κακά που της έχω κάνει.
Η μάνα κατέβασε συγκινημένη το ακουστικό του τηλεφώνου και έπεσε στον καναπέ. Αναλογίστηκε πόσα λάθη είχε κάνει και πως με δικό της φταίξιμο οδήγησε την κόρη της εκεί που την οδήγησε. Πήρε το κεφάλι του αγάλματος και το κοίταξε γύρω τριγύρω. Πράγματι, έχει ταλέντο, σκέφτηκε.
Την επόμενη χρονιά, η Μαίρη αποφάσισε να έρθει για τις διακοπές των Χριστουγέννων στη μητέρα της, μιας και είχε να ακούσει νέα απ’ αυτήν περίπου από τότε που είχε φύγει. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και άνοιξε Μια βαριά μυρουδιά διαχύθηκε στον αέρα. Σαν κλεισούρα και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει αλλά που μύριζε πολύ άσχημα. Φώναξε τη μανά της αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Περπάτησε στο σαλόνι και ξαφνικά άσπρισε. Πάνω στον καναπέ βρισκόταν ένας σκελετός που κρατούσε ένα αγαλματένιο κεφάλι στα χέρια του. Ξέσπασε σε κλάματα. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αυτό που είχε συμβεί. Αισθανόταν αναγούλα και δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Είχε βαφτεί το προηγούμενο βράδυ. Το ρίμελ στα μάτια της είχε σχεδόν ξεθωριάσει και το φθηνό πορτοκαλί κραγιόν είχε στεγνώσει στα ξεραμένα χείλη της. Ήταν η μάνα της. Ή μάλλον η αγαπημένη της μητέρα.