Ο τόπος έδειχνε έρημος, σχεδόν ακατοίκητος. Η ώρα έντεκα το βράδυ, μια ημέρα μετά την Ανάσταση. Όσοι είχαν απολαύσει το πασχαλινό γεύμα μετά από μια μακρά περίοδο νηστείας, ξεκουράζονταν τώρα ήσυχοι και αναπαμένοι πως είχαν κάνει το χρέος τους. Είχαν καθαρίσει τις ψυχές τους από τους ρύπους της αμαρτίας αυτομάτως με την εγκράτεια και την αποχή από τις «απαγορευμένες» τροφές. Αυτές που προσφέρουν τη μεγαλύτερη απόλαυση στο σώμα τη στιγμή που μπορεί να το βλάπτουν, όπως και ορισμένα πάθη που ταλαιπωρούν ηδονικά την ψυχή. Η απληστία, ο φθόνος και μόνο με την υποψία της ευτυχίας του άλλου, η ύπουλη χαρά που τρυπώνει μέσα από τα λαγούμια της ψυχής, αυτή που εντέχνως έχουμε μάθει να κρύβουμε στην αποτυχία ακόμη και τη δυστυχία του άλλου και την προσφέρουμε ανιδιοτελώς ως συμπαράσταση.
Μια συντροφιά φίλων αντάμωσε κι απόψε μέσα σε ένα από τα καφέ-μπαρ του λιμανιού. Η συζήτηση περιστρέφεται και αναμασά τα θέματα που ταλανίζουν το έθνος, ανεργία, φορολογικό, συνταξιοδοτικό, προσφυγικό και πως θα αντιμετωπίσουμε το ρατσιστικό μίσος που ενέσκηψε σαν τη πανούκλα στο φιλάνθρωπο και φιλόστοργο νησί μας. Την ίδια στιγμή που ένα μέρος του ντόπιου πληθυσμού, από τη μια μαίνεται ενάντια στους αλλόθρησκους που φτάνουν μέσα από τα ματωμένα χώματα της πατρίδας τους και απειλούν να αλλοτριώσουν το γένος, και από την άλλη υποκλίνεται, όπως ο γνήσιος ραγιάς, όταν προσαράζουν με πολυτελή γιοτ από τη γείτονα χώρα και συμβάλλουν τα μέγιστα στην οικονομική ανόρθωση του τόπου.
Όσα τελευταία διαδίδονται έχουν επηρεάσει ακόμη και αυτούς που συμπλέουν στο «βοηθάμε όσο μπορούμε». Το τοπικά μέσα κάνουν λόγο για εκτροχιασμό της κατάστασης στο νησί. Μεταξύ των κατατρεγμένων που απολαμβάνουν ελευθερία κινήσεων έξω από τον οριοθετημένο χώρο που τους έχει παραχωρηθεί, είναι και αρκετοί με παραβατική συμπεριφορά. Λέγεται πως η τοπική κοινωνία στενάζει. Υπάρχουν μαρτυρίες για κλοπές σε σπίτια μέρα-μεσημέρι. Παιδιά που βρέθηκαν χωρίς γονείς επαιτούν στους δρόμους. Κάτι ακούστηκε για βιασμούς. Η αλήθεια κονταροχτυπιέται με τη διαστρέβλωση της. Στις καρδιές η συμπόνια παραμερίζει για να περάσει ο φόβος. Το στόμα γίνεται κρατήρας ηφαιστείου και ξερνάει τη χολή που σιγόβραζε ως τα χθες. Το μίσος βρίσκει πρόσφορο έδαφος και θρέφει το σπόρο που θα τρανέψει τα άνθη του κακού. Η τοπική κοινωνία είναι διχασμένη, ολόκληρο το έθνος είναι διχασμένο, στα μεγάλα γεγονότα πάντα ήταν.
«Είναι διαδόσεις. Τίποτα δεν αποδεικνύεται. Τα τοπικά μέσα παραχωρούν βήμα σε ακραίους που διαδίδουν ψέματα. Οι διαβολές πιάνουν τόπο και έχουν στρέψει την κοινή γνώμη ενάντια τους». «Τι θέλεις να σου κάνει ο άλλος που έχει ένα μαγαζί και το βλέπει να πηγαίνει για φούντο, γιατί στηρίζεται στον τουρισμό, και από πέρσι που έφταναν οι καραβιές δεν πατάει ψυχή;» «Αντίθετα με τις φήμες που κυκλοφορούν, οι απρόκλητες επιθέσεις εναντίον προσφύγων είναι γεγονός. Οι υπαίτιοι παραπέμφθηκαν σε δίκη». «Τι θα γίνει αν μείνουν; Πόσο θα αντέξουν στις σκηνές; Ζουν σε άθλιες συνθήκες». «Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ τους νοικιάζει διαμερίσματα, τρία μηνιάτικα μπροστά και εγγυήσεις. Αλλιώς πως ο άλλος να δώσει το σπίτι του. Άμα το ‘χεις άδειο, συμφέρει». «Η Ευρώπη έκλεισε τα σύνορα και εγκλωβίστηκαν εδώ. Το λιγότερο που είχε να κάνει είναι να βρει χώρους να μείνουν οι άνθρωποι αξιοπρεπώς. Για μερικούς μήνες…» «Και μετά τι; Θα ανοίξουν τα σύνορα και θα τους καλωσορίσουν;» «Η Τουρκία κινεί τα νήματα στο προσφυγικό. Για την ώρα, αφήνουν ανενόχλητους τους Τούρκους λαθρέμπορους να σπέρνουν το βυθό με κουφάρια».
Περπάτησα κατά μήκος του λιμανιού, λίγο πριν μπω στο καφέ. Την είδα να περνάει από μπροστά μου σε μια απόσταση ικανή να διακρίνω πως ζωγράφισε ο καημός σε καμβά φιλντισένιο. Στο πρόσωπο της άγριες κορυφογραμμές. Στο σκούρο βλέμμα της δεξιά-αριστερά δυο σταυροί. Το σώμα της λεπτό, κάπως γερτό, σφικτά ζωσμένο στο μαύρο. Πιο μαύρα ακόμη τα μαλλιά έπεφταν λιτή μαντήλα στους ώμους. Προσπέρασε χωρίς να κοιτάξει το μοναχικό περιπατητή, λες και η παραλία ήταν άδεια, λες και ο κόσμος άδειασε. Έχω να έλθω τρία χρόνια, μα τα νέα τα μαθαίνω. Πέρσι έθαψε νέο άντρα, λίγα χρόνια πριν το παιδί της από την ίδια αρρώστια. Κάθε μέρα γέρνει και πλένει δύο μνήματα. Χώρο δεν έχει για άλλον δικό της εκεί. Όταν έλθει η ώρα, θα βρει μια άκρη να πλαγιάσει παράμερα να τους κοιτάζει. Της έμεινε ένα κορίτσι και φοβάται. Ο κόσμος λέει… πάντα λέει, πως κάθε τόσο παίρνει το πρωινό λεωφορείο, φορτωμένη τσάντες με τρόφιμα αγορασμένα, κέικ και τυρόπιτα που φτιάχνει στο σπίτι, ρούχα του άντρα της τον πρώτο καιρό. Του αγοριού δεν τα δίνει, τα ‘χει για προσκεφάλι. Μια μέρα βροχερή μπήκε στον καταυλισμό. Η λάσπη μέχρι τον αστράγαλο. Τουρτούριζαν τα αδέσποτα παιδιά. Μπήκε στις σκηνές, μοίρασε τα ρούχα και τα τρόφιμα. Αμίλητη. Ξαναπήγε την επομένη. Μια μέρα που δεν πήγε, την περίμεναν. Δεν άργησε να έλθει και έφερε μαζί και το κορίτσι. Κοντοστάθηκε σε μια σκηνή με μια μάνα και τρία παιδιά. Ο άντρας της έμεινε να φυλάει τα ερείπια του σπιτιού. Δεν χρειάστηκε τάφος. Εκεί τα σπίτια είναι οι τάφοι. Σπασμένες κολώνες και πέτρες στολίζουν το σώμα του νεκρού, το σκεπάζουν καλά να μην το φάνε τα σκυλιά. Τα αδέσποτα παιδιά μαθαίνουν το «γύρω – γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης… κι όλοι κάθονται στη γη». «Εγώ μέσα στη γη έχω τον αδελφό μου», λέει το κορίτσι. Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν αλλά ξέρουν. Έπιασε να μαγειρεύει μαζί με τις γυναίκες μέσα σε μεγάλα τσουκάλια. Τους τα είχαν φέρει οι εθελόντριες. Τα κομμένα λαχανικά ανακατεμένα με σπασμένες κουβέντες και άγνωστους ήχους λέξεων κόχλαζαν τραγουδιστά μέσα στο βραστό νερό. Αυτή ήταν η κοινή τους γλώσσα. Χαμογελούσαν η μια στη άλλη και αντάλλασσαν ακαταλαβίστικες συνταγές. Τότε άνθιζαν στα χείλη της ανάμεσα στις άγονες γραμμές του προσώπου της μια σειρά λευκοί κρίνοι.
Επέστρεφε το απόγευμα στο σπίτι λυτρωμένη. Άφηνε το κορίτσι στη γιαγιά του και τράβαγε να πει τα νέα και στους άλλους που περίμεναν πάντα ακίνητοι. Το πρωί την πρόσμεναν αυτοί που γλίτωσαν το θάνατο και το βράδυ αυτοί που αντάμωσαν μαζί του. Προτιμούσε εκείνο το τραγούδισμα του βραστού νερού στους καταυλισμούς ή τη σιωπή του κοιμητηρίου. Κουράστηκε να ακούει λόγια παρηγορητικά και συμβουλές από τους οικείους και απ’ αυτούς που προσποιούνταν ότι είναι. «Να κοιτάξεις τον εαυτό σου και το παιδί σου και άμα περάσει ο καιρός να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου. Μια γυναίκα δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη». Κι όταν έμαθαν το καθημερινό της δρομολόγιο της ψιθύριζαν συνωμοτικά «δεν είναι και σωστό που πας εκεί. Τους πάνε φαΐ οι εθελοντές. Κρίμα είναι, δε λέω, αλλά τι να κάνουμε εμείς; Εδώ πεινούν οι δικοί μας». Και άλλοι πιο συμπονετικοί «Κλέβουν. Δεν τολμάει ο άλλος να βγει από το σπίτι του. Ας τους κάνουν καλά οι οργανώσεις που τους θέλουν. Να τους πάρουν στα σπίτια τους. Γύρευε εσύ τη δουλειά σου». Μιλούσαν σα να φτύνουν. Και ήταν οι λέξεις οι γνωστές που την έκαναν να νιώθει πως βουλιάζει πιο βαθιά και από τα λασπόνερα των καταυλισμών. Με τον καιρό τους απέφευγε, όπως αποφεύγει κανείς τα χωράφια με τα φίδια κατακαλόκαιρο.
Η ζωή της απέκτησε νόημα. Η ζωή πάντα έχει νόημα εκεί που η απελπισία σμίγει με τη βροχή και χτυπά με δύναμη στις τσίγκινες στέγες μιας παραγκούπολης και στα αντίσκηνα της προσφυγιάς. «Αν φύγετε, πως θα γινόταν να έλθω μαζί σας. Κι εγώ ξεριζωμένη είμαι. Ο θάνατος μου ξερίζωσε δυο φορές την καρδιά». Και όταν το είπε, από το καλυμμένο πρόσωπο της άλλης γυναίκας φτερούγισαν δυο μουσκεμένα βλέφαρα. «Μια ωραία πεταλούδα…» Τα παιδιά κοιτούσαν το κορίτσι πάντα με απορία. Δεν είχαν δει πεταλούδα ούτε ωραία, ούτε άσχημη. «Πάει η πεταλούδα στα καμένα, μαμά;» «Στα καμένα… ποια καμένα»; «Στα καμένα λουλούδια».
Οι πεταλούδες δεν πάνε εκεί που οι άνθρωποι κυνηγημένοι άφησαν το σώμα του φίλου, του γείτονα, του αδελφού λίπασμα στο χώμα χαμένων πατρίδων. Οι πεταλούδες πάνε εκεί που το μπράτσο ενός άλλου φίλου, γείτονα, αδελφού γίνεται ανάχωμα στο φόβο του θανάτου.
Η πόρτα του καφέ άνοιξε απότομα ξοπίσω μου. Μόλις είχα μπει. «Τα μάθατε; Έγιναν πάλι επεισόδια στον καταυλισμό. Από τις 11 η ώρα είπαν πως ξεκίνησαν και τώρα γίνεται ο κακός χαμός». «Πως έγινε;» «Κάποιοι ακραίοι πέταξαν βροχή τις πέτρες πάνω στις σκηνές. Στην αρχή πρόσφυγες και μετανάστες έφτιαξαν μια ανθρώπινη αλυσίδα. Μετά, δεν ξέρω πως, η ένταση επεκτάθηκε μέσα στον καταυλισμό». «Υπήρξαν τραυματίες;» «Αρκετοί. Μια γυναίκα χτύπησε σοβαρά στο κεφάλι και πιο ελαφρά το ένα από τα τρία παιδιά της. Τους πάνε στο νοσοκομείο». «Από δω και στο εξής αυτά θα γίνονται». «Οι ακραίοι δεν εκφράζουν το σύνολο της κοινωνίας». «Όχι, αλλά τα κρούσματα ολοένα και πληθαίνουν». «Τους ξέρουν ποιοι είναι;» «Τους ξέρουν βέβαια, αλλά χαίρουν της προστασίας του ντόπιου βουλευτή…»
Ξημέρωσε μια θαμπή μέρα. Τα σύννεφα βαρύθυμα πύκνωναν και ο ήλιος δειλός βαριέστησε να ξεμυτίσει. Μπήκε ξημερώματα στον καταυλισμό. Στα πέλματα των παπουτσιών της έτριζαν θρυμματισμένα γυαλιά. Πρόσφυγες και εθελοντές μάζευαν τριγύρω μισοκαμμένα καδρόνια, σπασμένα μπουκάλια, γκαζάκια, ξηλωμένα σύρματα από την περίφραξη και πέτρες κομμένες ακανόνιστα ανάκατες με χώματα, σαν αυτές των ερειπίων. Τράβηξε τη σχισμένη πόρτα της σκηνής. Τα δυο αγόρια κάθονταν μέσα ζαρωμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Μόλις είδαν τη γυναίκα, το βλέμμα τους κρεμάστηκε απ’ τον κόρφο της. Που είναι σήμερα το κορίτσι να παίξουμε; Κι αμέσως άρχισαν την παντομίμα. «Κι όλοι μπαίνουν μες τη γη… η μάνα τούτη τη φορά για η αδελφή»;