Στρίβοντας στην γωνιά του δρόμου, το θέαμα με παραξένευσε. Είδα παντού μικροπωλητές να διαλαλούν την πραμάτεια τους.
Δεν θυμόμουν ποτέ τόσα χρόνια να γινόταν κάποιου είδους λαϊκή αγορά στο συγκεκριμένο σημείο και για αυτό τον λόγο πλησίασα να δω τι συμβαίνει. Πλησιάζοντας παρατήρησα έκπληκτη, πως όλοι οι πάγκοι ειχαν πάνω μικρα μπουκαλάκια. Καθένας είχε διαφορετικό χρώμα και από μια επιγραφή. Ο πρώτος πάγκος ήταν κόκκινος κι έγραφε «ΕΡΩΤΑΣ».
-Τι συμβαίνει εδώ; Ρώτησα τον μικροπωλητήσαν χαμένη.
«-Α! Μάλιστα! Μου απάντησε. Δεν μας έχετε ξαναδεί…. Καθίστε και θα σας εξηγήσω.
Εμείς εδώ χαρίζουμε σε δόσεις τον έρωτα, την αγάπη, την ευτυχία, την συγκίνηση, την γαλήνη, την στοργή κ την ελπίδα. Αυτοί που μας βλέπουν είναι άνθρωποι που το έχουν πραγματική ανάγκη. Τώρα θα με ρωτήσεις κ με το δίκιο σου, που τα βρίσκουμε εμείς αυτά; Ο καθένας είναι στο πόστο του. Εγώ απ ́’ότι βλέπεις χαρίζω τον έρωτα. Το βράδυ λοιπόν που κοιμούνται οι άνθρωποι που είναι ερωτευμένοι πάω εγώ και γεμίζω αυτά τα μπουκαλάκια. Σε καμία περίπτωση δεν τους το στερώ. Απλά το μοιράζομαι μαζί τους. Αυτοί συνεχίζουν και είναι ερωτευμένοι με την ίδια ένταση κι εγώ αντλώ αυτό το συναίσθημα και το χαρίζω σε αυτούς που το έχουν ανάγκη. Αλλά τον τελευταίο καιρό οι άνθρωποι δεν ερωτεύονται πια. Μου τελείωσε το τελευταίο μπουκαλάκι μου πριν ώρα γιαυτό θα πρέπει να μαζέψω τον Πάγκο μου κ να αποχωρήσω. Πρέπει να πάω να ψάξω για την πραμάτεια μου να μπορώ να βοηθήσω τον κόσμο. Να έχω λόγο ύπαρξης… Με συγχωρείς εγω δεν μπορώ να σε εξυπηρετήσω. Πήγαινε στους υπόλοιπους συναδέλφους. Ίσως έχουν κάτι να σου δώσουν εκείνοι.»
Κοίταζα τον μικροπωλητή να μαζεύει τον κόκκινο πάγκο του βουρκωμένος. Δεν μπορούσα να πιστέψω όλα όσα είχα ακούσει προηγουμένως. Τσιμπήθηκα να δω αν βρισκόμουν σε όνειρο. Μα όχι ήμουν ξύπνια. Ο μικροπωλητής ξεμάκραινε κ μόνο όταν χάθηκε τελείως από τα μάτια μου κατάφερα να ξεκολλήσω τα πόδια μου από το έδαφος και να προχωρήσω στον δεύτερο πάγκο. Αυτός ήταν πορτοκαλί κ η επιγραφή του έλεγε «ΑΓΑΠΗ». Ο ιδιοκτήτης του με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
-«Θέλεις αγάπη γλυκιά μου έτσι δεν είναι;» Έγνεψα καταφατικά. Μου έδειξε τα μπουκαλάκια του…«Είναι άδεια εδώ και καιρό, μου είπε, οι άνθρωποι πλέον δεν αγαπάνε. Έχουν ξεχάσει πως είναι αυτό το συναίσθημα. Ψάχνω, ψάχνω κάθε βράδυ και το μόνο που βρίσκω είναι μίσος. Με γεμίζει με θλίψη.. Οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να νιώσουν πλέον το αίσθημα της αγάπης. Τα ζευγάρια απλά συμβιώνουν, οι φίλοι απλά συνυπάρχουν……. Τώρα με συγχωρείς… Πρέπει να μαζέψω τον πάγκο μου και να φύγω. Πρέπει να πάω να ψάξω μήπως κάποιος αγαπήσει και μπορέσω κ εγώ να το μοιραστώ μαζί του και να το χαρίσω σε κάποιον που το έχει ανάγκη. Και πίστεψε με είναι πολλοί οι άνθρωποι που με έχουν ανάγκη. Που θέλουν στη ζωή τους την αγάπη. Μην απογοητεύεσαι συνέχισε παρακάτω. Κάτι θα βρεις στους άλλους πάγκους σίγουρα.»
Μα θα ήθελα τόσο πολύ ένα μπουκαλάκι αγάπης συλλογίζομαι καθώς προχωράω Προς τον τρίτο πάγκο. Αυτός είναι πράσινος κ η επιγραφή του γράφει «ΕΥΤΥΧΙΑ». Κι εκεί όμως τα μπουκαλάκια ήταν άδεια.
-Ούτε εσείς έχετε κάτι να μου δώσετε; Ρώτησα με την ψυχή μου να βουλιάζει..
-«Με συγχωρείς, μου απάντησε ο ιδιοκτήτης σαν να ήταν αυτός υπαίτιος για την έλλειψη της πραμάτειας του. Βλέπετε οι άνθρωποι δεν είναι πια ευτυχισμένοι. Πείνα, πόλεμοι, προβλήματα, απογοητεύσεις… Και δεν ψάχνουν να βρουν την ευτυχία ούτε στα μικρά απλά καθημερινά πράγματα. Κυνηγάν τα μεγάλα πράγματα κ κατ ́επέκταση την ευτυχία, αλλά μάντεψε… αυτή είναι η κύρια αιτία της δυστυχίας τους.. Πρέπει να φύγω.. Ίσως κάποιος εκεί έξω έστω για μια στιγμή να νιώσει ευτυχισμένος. Δεν θέλω να το χάσω. Προχωρήστε
Παρακάτω κ καλή τύχη.»
Με βαριά καρδιά συνέχισα για τον επόμενο πάγκο. Ήταν κίτρινος κ έγραφε «ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ» κι εδώ όμως στάθηκα άτυχη. Μα γιατί; Ψέλλισα μόνο.
-«Γιατί κορίτσι μου από την στιγμή που δεν υπάρχει ευτυχία όπως σίγουρα σου είπε ο προηγούμενος κύριος δεν γίνεται να υπάρχει και συγκίνηση. Οι άνθρωποί κλαινε μόνο από λύπη. Κανένας από χαρά. Τίποτα δεν είναι ικανό πλέον να τους συγκινήσει. Πρέπει να φύγω κ εγώ τώρα. Συνέχισε κάτι θα βρεις. Μην τα παρατάς! Ποτέ δεν έχε φύγει κανείς με άδεια χέρια από την δικιά μας αγορά. Μην απελπίζεσαι όλο και κάτι θα βρεις.»
Αμφέβαλλα για τα τελευταία του λόγια αλλά η φωνή του αντήχησε μέσα μου και μου έδωσε κουράγιο, ΣΥΝΕΧΙΣΕ! Τώρα πια βρισκόμουν μπροστά από τον προτελευταίο πάγκο. Ήταν γαλάζιος κ ροζ κ είχε δύο επιγραφές «ΓΑΛΗΝΗ-ΣΤΟΡΓΗ»και είχε επίσης και δύο ιδιοκτήτες. Δεν μπορεί! Σκέφτηκα, εδώ σίγουρα θα έχει κάτι για εμένα. Τους κοίταξα και τουςδύο με προσμονή αλλα και οι δύο μου αντιγύρισαν ένα θλιμμένο βλέμμα. Πρώτος μίλησε ο κύριος με τα γαλάζια ρούχα που πρέσβευε την γαλήνη.
-«Εγώ χαρίζω την γαλήνη αλλά δεν έχω άλλη πια…Οι άνθρωποι μαλώνουν με το παραμικρό κ διαρκώς. Ο ένας θέλει αυτό που έχει ο άλλος κ ο άλλος ζηλεύει αυτό που έχει ο πρώτος. Η γαλήνη τους έχει πια χαθεί. Κι εδώ που τα λέμε δεν ξέρω αν θα καταφέρουν να την βρουν ξανά. Είναι ένα αγαθό που αν χαθεί, δύσκολα ανακτάται.»
-«Κι η στοργή που χαρίζω εγώ έχει χαθεί είπε ο διπλανός του. Οι άνθρωποι δεν νοιάζονται πια ο ένας για τον άλλον κι έτσι το βράδυ στον ύπνο τους δεν έχουν ούτε μια σταγόνα στοργής να μοιραστούν μαζί μου»Μάζεψαν κι αυτοί τον πάγκο τους και απομακρύνθηκαν. Πλέον είχε μείνει ένας και μοναδικός πάγκος. Πεπεισμένη ότι δεν θα βρω τίποτα ούτε εκεί έσυρα τα βήματα μου μέχρι την άκρη του δρόμου στην όποια βρισκόταν ο πιο όμορφος πάγκος της συγκεκριμένης υπαίθριας αγοράς. Ήταν πολύχρωμος!!! Είχε όλα τα χρώματα που είχα δει στους προηγούμενους, κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο, κίτρινο, γαλάζιο και ροζ δημιουργώντας μια πανδαισία. Η επιγραφή του έλεγε «ΕΛΠΙΔΑ». Κοίταξα τον ιδιοκτήτη κ του είπα μελαγχολικά-Φαντάζομαι σας έχει τελειώσει κι εσάς η πραμάτεια σας….
-«Όχι βέβαια, μου είπε χαμογελώντας. Η ελπίδα γλυκιά μου δεν χάνεται ποτέ. Είμαι ο μόνος από τους συναδέλφους μου που μπορώ να βρω τα πραμάτεια μου παντού. Σε ένα τραγούδι, σε ένα ποίημα, στο βλέμμα ενός μικρού παιδιού, στο γέλιο μιας έφηβης, στο πρώτο φιλί Ενός ζευγαριού, στην γέννηση ενός μωρού, στο αντίκρισμα της πανσέληνου και σε πολλές ακόμα μικρές όμορφες στιγμές….. Ορίστε πάρε αυτό το μπουκαλάκι. Μια σταγόνα αρκεί. Έχοντας αυτό μπορείς να αποκτήσεις κι όλα τα υπόλοιπα. Αν έχεις ελπίδα κ την διαχειριστείς σωστά θα βρεις κ όλα τα υπόλοιπα που είδες στους προηγούμενους πάγκους. Κ να θυμάσαι η ελπίδα δεν χάνεται ποτέ!»
Έσφιξα το μπουκαλάκι με το πολύχρωμο υγρό στην παλάμη μου. Μια περίεργη ζεστασιά απλώθηκε μέσα μου. Είχαν δίκαιο τελικά οι προηγούμενοι κύριοι που με προέτρεπαν να συνεχίσω. Έπρεπε να φτάσω στο τέλος για να βρω κάτι για μένα κ τελικά βρήκα το πιο όμορφο. Αυτό που τα περιείχε όλα, αυτό που είναι η κινητήριος δύναμη κατά την διάρκεια της ζωής μας.
Και αυτό που με έκανε να φτάσω μέχρι την άκρη του , μέχρι κ τον τελευταίο πάγκο…. Η ΕΛΠΙΔΑ!! Τώρα πια που είχα φτάσει στο τέλος το κατάλαβα. Αν δεν έλπιζα θα τα παρατούσα στον τρίτο ή στον τέταρτο πάγκο κ δεν θα έπαιρνα ποτέ αυτό το «μαγικό φίλτρο»στα χέρια μου. Συνειδητοποίησα πως είχα χαθεί για ώρα σε αυτές τις σκέψεις με το βλέμμα μου κολλημένο στο φιαλίδιο. Το σήκωσα να τον γλυκύτατο κύριο μα είχε εξαφανιστεί. Είχα μείνει μόνη κ ένα γλυκό αεράκι μου χάιδευε το πρόσωπο. Χαμογέλασα μετά από πολύ καιρό… Βγήκα από το στενό κ ξεκίνησα για μια καινούρια ζωή.