Μέσα σ’ εκείνο το στενό, μαύρο φόρεμα με την αποκαλυπτική πλάτη, έδειχνε τόσο κομψή, που ήταν σχεδόν αδύνατο να μη μαγνητίσει κάθε βλέμμα.
Τα μαλλιά της, στο ίδιο χρωματικό μοτίβο μ’ εκείνο του φορέματος, μαζεμένα ψηλά, τόνιζαν τα ζυγωματικά του προσώπου της που απέπνεε φρεσκάδα, πίσω από μερικές ανεπαίσθητες πινελιές μακιγιάζ.
Βρισκόταν στην αίθουσα κάποιας γκαλερί καλλιτεχνικών έργων, όχι μόνο για την κάλυψη του καλλιτεχνικού γεγονότος ως κριτικός έργων τέχνης αλλά, κυρίως, επειδή τέτοιες εκδηλώσεις γέμιζαν το μυαλό της με ταξίδια στα οποία την οδηγούσε η φαντασία του εκάστοτε δημιουργού.
Η αίθουσα ήταν τεράστια και τα έργα που φιλοξενούσε, πολυάριθμα.
Προχώρησε προς τον μπουφέ για να αντικαταστήσει το άδειο της ποτήρι – το οποίο λίγο πριν της προσέφερε ένας ευγενικός σερβιτόρος – με ένα δεύτερο.
Εκείνη τη στιγμή, αναγνώρισε στο επίμονο βλέμμα ενός άντρα, κάποιον παλιό της φίλο και συμφοιτητή από τη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου φοιτούσαν πριν από τουλάχιστον μια δεκαετία.
Κάποια από τα έργα που εκτίθονταν τώρα, ανήκαν στην προσωπική του συλλογή.
Όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, εκείνος έκανε την κίνηση να την πλησιάσει τείνοντάς της το χέρι του. Τον μιμήθηκε μηχανικά συνοδεύοντας την κίνηση αυτή με ένα χαμόγελο έκπληξης! Αφού συζήτησαν για λίγο οι δυο τους, εκείνος έσπευσε να τη συστήσει σε κάποιο καλό του φίλο ο οποίος τύγχανε να είναι και συνάδελφός της.
Με μια χειραψία ξεκίνησαν όλα, δυο “χαίρω πολύ” που είπαν κι οι δυο τους με τα μάτια…
Σιωπή επικράτησε αμήχανα. Έπειτα εκείνος, γλίστρησε και πάλι κάπου μες στο πλήθος – αφήνοντας τους δυο φίλους να συνεχίσουν την κουβέντα – με την αύρα του όμως να έχει ήδη κυριεύσει το κορμί της.
Με κλεφτές ματιές, την πλάνευε όλη νύχτα…
Ξαφνικά, ένιωσε ένα άγγιγμα που της προκάλεσε ρίγος, έμοιαζε με θανατηφόρο τσίμπημα σκορπιού. Ήταν εκείνος…
Κρατώντας της το χέρι τρυφερά, ζήτησε σιωπηλά, να τον ακολουθήσει σε μια απόμερη γωνιά – έξω από την αίθουσα – με μοναδικό φως, εκείνο απ’ τ’ αστέρια.
Έμειναν να κοιτάζονται περιεργάζοντας ο ένας τον άλλο για μερικά λεπτά.
Δειλά οι ανάσες τους μπερδεύονταν βυθίζοντας τους σε μεθύσι γλυκό.
Βουλιάζοντας τους σε καυτή, κινούμενη άμμο, δεν είπαν τίποτα …
Τους βρήκε η αυγή κρυμμένους σε ένα δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου.
Αποκαΐδια μιας συνουσίας μυστικής, στης φλόγες της οποίας αφέθηκαν παραδομένοι ως το ξημέρωμα…
-Καλημέρα- της είπε με φωνή που ηχούσε στ’ αυτιά της σαν μεταξένιο άγγιγμα.
-Καλημέρα- του ψιθύρισε χαμογελώντας…
Έτσι ξεκίνησαν όλα…
Ένιωθε μια ευτυχία πρωτόγνωρη να δεσμεύει τυφλά τις αισθήσεις της κι αφέθηκε πρώτη φορά έρμαιο σε ορμητικούς χείμαρρους συναισθημάτων.
Αυτή τη φορά είναι διαφορετικά, σκεφτόταν, δίχως να διστάζει να κάνει όνειρα για εκείνον. Ήταν πεπεισμένη πως βρήκε το άλλο της μισό που καιρό τώρα είχε πάψει να αναζητά. Όσα αισθήματα είχε φυλαγμένα μέσα της ξεπήδησαν σαν πουλιά που ελευθερώθηκαν από χρυσό κλουβί κι άρχιζαν να φτερουγίζουν μέσα στην καρδιά της. Ζούσε για εκείνα τα βράδια που βρισκόταν στην αγκαλιά του, ζαλισμένη από τα μεθυστικά του φιλιά κι εκείνα τα χάδια που της χάριζε, δίχως ανταλλάγματα.
Άρχισε να σουρουπώνει, γνώριμη ώρα στο γνωστό τους ραντεβού δίχως δευτερόλεπτο καθυστέρησης, κατρακύλησε βιαστικά και χώθηκε στο στενό που βρισκόταν το ξενοδοχείο. Γύρισε το κλειδί με λαχτάρα ψάχνοντας τον ανυπόμονα στο δωμάτιο… Το βλέμμα της πάγωσε μπροστά σ’ ένα σημείωμα αφημένο προσεγμένα στο κρεβάτι. “Λυπάμαι” της έγραφε…
Ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται, δάγκωσε τα χείλη μην ουρλιάξει καθώς πάσχιζε να συγκρατήσει τα ανεξέλεγκτα δάκρυα που μούσκευαν το πρόσωπό της κι ένιωθε το μυαλό της να γίνεται σκόνη μες στο κεφάλι…
Περπάτησε ώρα δίχως να ξέρει πού πηγαίνει, ώσπου τελικά επέστρεψε σπίτι.
Κλεισμένη στον εαυτό της, παρατηρούσε τώρα τους δείκτες στο ρολόι του τοίχου να τρέχουν, σαν παιδιά ζαβολιάρικα που το ‘βαλαν στα πόδια.
Μάταια περίμενε, εκείνος πουθενά…
Σωρός τα αποτσίγαρα στο γυάλινο τασάκι και σκόρπια “Σ’ αγαπώ” που του γράφει στο χαρτί. Όσο βαθαίνει η νύχτα, η ανάγκη της μεγαλώνει, εδώ και ώρα φλερτάρει με τ’ ακουστικό. Το πλησιάζει δειλά παλεύοντας να διώξει τη θολούρα του μυαλού της, μήπως και βρει τον αριθμό του κάπου εκεί μέσα.
-Όχι, είμαι δειλή- σκέφτεται και τα παρατάει ανάβοντας άλλο τσιγάρο…
Στον καπνό σχηματίζει τη μορφή του και προσποιείται πως είναι εκεί, απέναντί της…
-Μίλα μου- του λέει με θυμό κι εκείνος απαντά με τη σιωπή του…
Ήταν λίγο πριν τα μεσάνυχτα όταν έφτασε. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο, ενώ λίγο πριν, έψαξε στο μικρό ντουλαπάκι να βρει τη βέρα του.
Αυτό το επαγγελματικό ταξίδι, θα του ‘μενε αλησμόνητο. Δεν είχε ζήσει ποτέ κάτι παρόμοιο, ποτέ πριν δεν είχε προδώσει την οικογένειά του, ούτε είχε σκοπό να το κάνει.
Μια κομψή γυναίκα, η δική του, περίμενε στην πόρτα, μόλις τον άκουσε να μπαίνει στο γκαράζ.
-Είμαι πολύ κουρασμένος- της είπε αγκαλιάζοντας τη νωχελικά, σχεδόν απρόθυμα. Του χάιδεψε λιγάκι τα μαλλιά κι επέστρεψε στο κρεβάτι μετά το καλωσόρισμα.
Στάθηκε ώρα κάτω από το ντους με το καυτό νερό να του ξεπλένει τα δάκρυα. Έκλεινε τα μάτια προσπαθώντας να τη φέρει πίσω και να παγώσει την εικόνα της στο νου του, κλειδώνοντάς την εκεί μια για πάντα.
Οι μέρες περνούσαν μ’ εκείνον να κλείνεται στο γραφείο, προφασιζόμενος δουλειά που προέκυψε τυχαία. Η αλήθεια ήταν άλλη μα δεν μπορούσε να την πει πουθενά, ούτε στον εαυτό του καλά καλά.
Θυμήθηκε τώρα, ύστερα από πολύ καιρό, πόσο του άρεσε η ποίηση και βάλθηκε να ψάχνει στη βιβλιοθήκη να βρει εκείνο το Μονόγραμμα του Ελύτη. Εκείνους τους στίχους που του άρεσε παλιά να απαγγέλλει, μα τώρα πια τους ένιωθε στο πετσί του.
Πήρε να γράψει μερικούς σ’ ένα γράμμα…
“Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει, ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς”
Κι αν αυτοί οι στίχοι σου λένε πώς νιώθω, είναι άλλα τόσα που θα ‘ θελα να πω… Συγχώρα με που δεν τολμώ. Κάποιοι έρωτες αγάπη μου, μοιάζουν με πυροτέχνημα. Αρκεί μια σπίθα μόνο, να τους απογειώσει, να λάμψουν, να κάνουν κρότο ώσπου να σβήσουν τελικά.
Κοιτάζω τ’ αστέρια τις νύχτες να θυμηθώ λίγο το φως σου και σου στέλνω καληνύχτες μέσα σε ψιθύρους…
Δίπλωσε το γράμμα προσεκτικά και το ‘βαλε στην τσέπη του, έπειτα ανάβοντας τσιγάρο, κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το ηλιοβασίλεμα ήταν τόσο προκλητικό που δεν άντεξε. Μπήκε στ’ αμάξι, σε μια διαδρομή που δεν ήξερε αν βγάζει κάπου, ήξερε ότι είχε ανάγκη να ξεφύγει.
Συνοδηγό είχε το βαθυκόκκινο χρώμα του ουρανού, μέχρι που εκείνο τον πρόδωσε, παραχωρώντας τη θέση του στη νύχτα. Βγήκε τελικά από το αυτοκίνητο παραδομένος στην ομορφιά των φώτων της πόλης την οποία είχε πιάτο από κει ψηλά.
Έβγαλε το γράμμα με την ίδια ευλάβεια που λίγο νωρίτερα το ‘ χε κρύψει στην τσέπη κι άναψε τον αναπτήρα για να μπορέσει να διαβάσει. Ξαφνικά, ένα τυφλό αεράκι λύγισε τη φλόγα που τώρα έκαιγε σιωπηλά. Άφησε να γίνει στάχτη και να σκορπίσει μέσα στη νύχτα ό,τι δεν τόλμησε ποτέ να της πει.
Έβαλε μπρος και πήρε το δρόμο της επιστροφής, τίποτα δεν είχε νόημα πια για εκείνον.
Όσα δεν τόλμησε εκείνη να πει, θα τη στοιχειώνουν για καιρό σαν απωθημένα σε θάλασσα με φουρτούνα.
Στο τέλος όμως η σκιά του, όλο θα ξεμακραίνει κι εκείνα τα στοιβαγμένα “σ’ αγαπώ” που της πλήγωσε, θα μένουν παρατημένα σε κάποιο σκοτεινό και υγρό υπόγειο, αλλοιωμένα από την υγρασία και το χρόνο…
Πηγή εικόνας:
https://pixabay.com/p-166421/?no_redirect