Το σπίτι ήταν σαν ξένο, καινούργια έπιπλα, καινούργια σερβίτσια, νέα διαρρύθμιση χώρων, νέα διακόσμηση. Η Ελένη, εξερευνούσε τα πράγματα από την αρχή, σαν να είχε μόλις γεννηθεί. Δεν είχε λείψει παρά μόνο ένα τριήμερο και όλα ήταν διαφορετικά. Αναρωτιόταν μήπως μπήκε σε σπίτι αλλουνού.
“Τάκη, τι έγινε εδώ;”, φώναξε.
“Α, μητέρα ήρθατε; πως ήταν το ταξίδι σας;”, είπε και έκανε μια κίνηση να την αγκαλιάσει για να την φιλήσει. Εκείνη απέκρουσε και σήκωσε το δεξί φρύδι της, όπως έκανε ασυναίσθητα κάθε φορά που ένιωθε απέχθεια
“Τι είναι αυτά; Πού είναι τα έπιπλα μας; Δεν το χωράει ο νους μου ότι τα πετάξατε. Πανάκριβα ήταν. Τα αγόρασε ο πατέρας μου όταν ήμουν κοριτσάκι 3.000 δραχμές. ξέρεις πόσα εκατομμύρια ήταν; Μια περιουσία έδωσε, ένα διαμέρισμα θα έπαιρνε”.
“Μην αγχώνεστε καλέ, σιγά μην τα πετάγαμε, η Φλώρα τα λατρεύει τα έπιπλα αυτά, δεν θα τα πέταγε, το ξέρετε”, την κοίταξε κατάματα, σηκώνοντας και τα δυο φρύδια μαζί.
“Ναι, ναι, καμιά αμφιβολία”, είπε και κούνησε το κεφάλι της,
” Δεν θα ξεχάσω, εγώ την στενοχώρια της, όταν έριξε ασετον στον μπούφε την ώρα που έβαφε τα νύχια της, για τον γάμο του ξαδέρφου σου του Ακη; Πολύ στενοχωρήθηκε η Φλωρίτσα. Τόσο πολύ που της έπεσε και το μανό στο χαλί, που είχα φέρει από το ταξίδι μου στην Τουρκία.”
“Πω,πω ,δεν το θυμόμουν αυτό. Πως είχε στενοχωρηθεί τότε”, είπε και κούνησε το κεφάλι του.
“Και να σου πω κι ε λόγου σου, που είναι τα επιπλάκια μας δηλαδή; Που τα πήγατε;”
“Που να σας τα λέω,μητέρα, δεν θα το πιστέψετε”.
“Πες μου εσύ και γω θα το πιστέψω, μη φοβάσαι”.
“Την Πέμπτη, που λέτε, είχα πάει για μπύρα με τον Σπύρο, τον φίλο μου απ’ τον στρατό. Ξέρετε τον Ευθυμίου, τον δικηγόρο, πολύ καλό παιδί”.
“Ναι, ναι, τον Ευθυμίου, για συνέχισε”.
“Που λέτε, εκεί που λέγαμε για τον γάμο και για τα προικιά και τα έπιπλα της Φλώρας από το σπίτι που της είχανε νοικιάσει και που ήταν όλα του κουτιού, ήρθε η συζήτηση και για τα έπιπλα εδώ, τα κλασσικά, τα διαχρονικά, θα έλεγα έπιπλα, που τόσο πολύ μας άρεσαν, άλλα δεν χωράνε”.
“Σωστά, δεν χώραγαν, για πες”.
“Ε,ναι πού να χωρέσουν τόσα έπιπλα μαζί. Να συνεχίσω, όμως να σας πω. Μου λέει, που λέτε, ο Σπύρος, ο φίλος μου ότι έχει μια αποθήκη”.
“Παναγιά μου, τι αποθήκη; Κλασσική; Με ποντίκια και υγρασία;”
“Όχι, καλέ, παλατάκι σωστό. Ένα παλιό νεοκλασικό στο Θησείο που έχει μείνει ξενοίκιαστο εδώ και χρόνια και έχει τόοοση άπλα.”
“Πολλή άπλα, ε;”
“Μητέρα, άλλο να σας το λέω και άλλο να το βλέπετε. Κάνεις ακόμα και πατίνι εκεί μέσα.”
“Ε όχι και πατίνι στην ηλικία μου. Τα παραλές Τάκη μου. Κόψε κάτι”.
“Μητέρα σας λέω αλάνα ολάκερη”.
“Και που ακριβώς είναι η αλάνα αυτή, η αποθήκη ήθελα να πω”.
“Α, στο Θησείο, πολύ ωραίο νεοκλασικό”.
“Ναι, αλλά που είναι”.
“Σε ποια οδό εννοείτε; Γιατί ρωτάτε;”
“Αι γεια σου, Τάκη μου. Σε ποια οδό, σε ποιον δρόμο. Σε ρωτάω γιατί αν μου λείψουνε μπορεί να θέλω να πάω να τα δω τα επιπλάκια μας, τα κλασσικά, τα διαχρονικά, που λες κι εσύ”.
“Κι εγώ και η Φλώρα το λέμε”
“Εμ βέβαια, πως την ξέχασα τη Φλώρα. Κι εσύ και η Φλώρα. Πού βρίσκεται λοιπόν, το αποθηκάκι;”
“Ε, όχι κι αποθηκάκι. Ολόκληρο νεοκλασσικό. 300 τ.μ.”.
“Έλα Χριστέ και κύριε. Θα έχουν και τζάκι και πισίνα δηλαδή τα επιπλάκια μας;”
“Για πισίνα δεν ξέρω, αλλά 3 τζάκια θα έχουνε, αν θέλετε να ξέρετε”.
“Μάλιστα. Την οδό δεν μου είπες, όμως.”
“Ληστών, νομίζω”
“Καλά και τα επιπλάκια μας, τα πήγες στων Ληστών; Μια περιουσία ολάκερη;”, είπε και έκανε τον σταυρό της.
*
Η Ελένη ήταν πολύ αναστατωμένη, είχε μόλις ανέβει στο σπίτι της και περίμενε την φίλη της, τη Σοφία, που κατέφθασε αγκομαχώντας.
Σίγα Σοφάκι μου, σιγά, 3 μετρα ολάκερα από το ασανσέρ μέχρι την πόρτα μου. Μαραθωνοδρόμος έγινες”.
“Μην το λες, Ελένη μου, ξέρεις τι ζέστη έχει έξω; Και γω τα έχω τα χρονάκια μου”.
“Και τα χρονάκια σου και τα κιλάκια σου τα έχεις Σοφάκι μου, άντε πάμε στην κουζίνα να σου κάνω καφέ γιατί έχουμε πολλά να πούμε”, είπε η Ελένη και κατευθυνθήκαν εις τα ενδότερα.
“Πολλά έχουμε να πούμε, ναι, Ελένη μου και μένα με ξέρεις τι άνθρωπος είμαι, αλλά πολύ έχω στενοχωρηθεί”.
“Τι έγινε πάλι και στενοχωρήθηκες;”
“Ε, εντάξει, εγώ ξέρεις ότι δεν κουτσομπολεύω πότε, αλλά λένε πολλά για την Φλώρα στη γειτονιά”.
“Σαν τι λένε για την Φλώρα δηλαδή;”
“Να , ότι βρακί δεν είχε να φορέσει και ήρθε εδώ στην γειτονιά μας και το παίζει κυρία και άλλα πολλά”.
“Τι δηλαδή κι άλλα πολλά; Ποια είναι αυτά τα πολλά!”
“Δεν θέλω να μεταδίδω κουβέντες, με ξέρεις”.
“Αν σε ξέρω λέει, για πες τώρα”.
“Να η Μισέλ η κομμώτρια από το Ζόναρς, έλεγε ότι όταν είχε πάει η Φλώρα να χτενιστεί έλεγε διάφορα για σένα”.
“Για μένα; Σαν τι δηλαδή;”
“Για το γούστο σου και για το ότι είσαι πολύ δύσκολη και άλλα”.
“Σοφάκι μου, αν ήρθες εδώ για να στα βγάλω με το τσιγκέλι, έχεις γελαστεί. Τι ελεγε δηλαδή; Όλοι ξέρουν για το εκλεπτυσμένο γούστο μου και το φίνο ντύσιμο μου”.
“Αμ, δεν έλεγε γι’ αυτά. Έλεγε ότι το ξέρει ότι ντύνεσαι ακριβά, αλλά άλλο το ωραίο, άλλο το ακριβό”.
“Είπε τέτοιο πράγμα, η ξεβράκωτη; Γι’ αυτο δεν ήθελε τα επιπλάκια μας. Η άτιμη, δεν χώραγαν Τακούλη, ε;”, κούναγε κεφάλι, χέρια και πόδια ταυτόχρονα. Το τραπέζι κουνιόταν ολόκληρο, έπεφταν νερά, καφέδες ,αλλά και κάτι κουλουράκια που κύλησαν απέναντι και η Σοφία, τα σήκωσε και τα καταβρόχθισε ευλαβικά.
*
Το απόγευμα ήταν γλυκό, αν και κατακαλόκαιρο, είχε μια δροσιά που απάλυνε τις κακουχίες της ημέρας. Δυο φίλοι καθισμένοι στο καφέ, πίναν μπυρίτσα και έτρωγαν μια ποικιλία κρεατικών.
“Σπύρο, δεν αντέχω άλλο, μια η μάνα μου, μια η Φλώρα, θα με τρελάνουνε”.
“Τάκη, ολόκληρος μαντράχαλος, δεν έχεις καταλάβει ότι δεν πρέπει ν’ ακούς όταν μιλάνε οι γυναίκες; Να τις βλέπεις και να κουνάς το κεφάλι δείχνοντας ότι καταλαβαίνεις κι άστες να λένε ο,τι θέλουνε”.
“Έτσι όπως το πάνε, δεν βλέπω να γίνεται γάμος. Μια η μια για τις “παλιατζουρίες της κυρίας Ελένης” και μια η άλλη για τα τραπέζια και τους συγγενείς της “βλάχας της Φλώρας” που θα πρέπει, αν τους καλέσουμε στον γάμο, να είναι απομακρυσμένοι. Μια η Φλώρα με απειλεί πως αν δεν φέρουμε τα έπιπλα της στο σπίτι πριν το γάμο, θα ακυρώσει το μυστήριο. Μια η κυρά Ελένη με κατηγορεί ότι από τις τόσες νύφες που μου έφερε, πήγα και βρήκα τη χειρότερη που υπήρχε”.
“Κούκλα η Φλώρα,να της πεις, όχι σαν τις άλλες. Δεν ήταν αυτές νύφες, νυφίτσες ήταν. Σαν να τις πέρναγε από κακιστεία ήταν όλες τους. Η μια χειρότερη από την άλλη”.
“Και κούκλα και καλή. Αλλά, αν δεν κάνω κάτι με τα έπιπλα, δεν βλέπω να γίνεται γάμος”.
“Εντάξει, φίλε απόψε θα κεράσεις, έχω ιδέα”.
“Για πες και γω κερνάω και ποτάκι άφτερ”.
“Ένας φίλος μου, πριν κάτι χρόνια, όταν ο αδερφός μου είχε κατσικωθεί στο σπίτι κι αυτός και τα πράγματα του, με είχε συμβουλεύσει να πετάξω τα χαζοεπιπλάκια του και να του πω ψέματα. Έτσι, λοιπόν, ξεφορτώθηκα την πραμάτεια του Αλέκου, του αδερφού μου και του είπα ότι τα είχα πάει στην αποθήκη του φίλου μου. Κι επειδή του Αλέκου του άρεσε το μπιλιάρδο, του είχα πει ότι η αποθήκη ήταν παλιό μπιλιαρδάδικο. Δεν μπορείς να φανταστείς χαρά ο Αλέκος, μόνο που δεν με φίλησε. Και όχι μόνο αυτό, ξεκουμπίστηκε και στα τσακίδια”.
“Εντάξει, δεν υπάρχεις. Μεγάλος απατεώνας είσαι”, είπε ο Τάκης, γελώντας τόσο δυνατά που στο τέλος πνίγηκε και έβηξε στην ποικιλία κρεατικών ρίχνοντας κάτι λουκάνικα κάτω από την πιατέλα.
“Και αυτό δεν είναι τίποτα. Αν με ρωτήσει ποτέ η μητέρα σου, να ξέρεις θα της δώσω και τα κλειδιά και θα προσφερθώ να την ξεναγήσω κιόλας”, είπε και έκλεισε το μάτι του.
“Α να χαθείς, παλιοζιγκολό”.
“Η κυρία Ελένη είναι πολύ ωραίο κομμάτι, φίνα και αεράτη, ακόμα και στα 60 της, γιατί να το κρύψομεν άλλωστε”.
“Έχε χάρη που ξέρω ότι είσαι χωρατατζής,αλλιώς θα σου φερνα την πιατέλα στο κεφάλι αλιτήριε”, είπε ο Τάκης και δώσανε τα χέρια.-