Ἧταν μια ἀπλὴ σημερινὴ μέρα, στάθηκε στὴν πλατεία και τους κοιτοῦσε τους διαβάτες, ἕνας κάποιος, ἀπλός σαν ὅλους τους ἄλλους, ἀξεχώριστος. Νέος ἤ γέρος δεν ἔχει σημασία, φερμένος ἤ ὄχι ἀπὸ πρώτερο ἀρχαίο χρόνο, ἄλλωστε τι ἄλλαξε μόνο τὰ ρούχα, τὰ κτίρια. Και οἱ ἐξουσίες πάντα τυρρανιές μα κι οἱ προδοσίες, λίγοι ἐκ τῶν ὑστέρων ὅπως πάντοτε οἱ ἀληθινοί. Στον αὐτὸ τόπο, Ἕλλην πολίτης φιλόσοφος, ποιητής, τεχνίτης τῶν χεριῶν, τῶν λόγων. Κι εἶδε, σαν πῶς το ἔνιωθε, πῶς τούτη ἡ ἐποχὴ κουβαλᾶ ὅλες τις ἀλήθειες τῶν αἰώνων τ’ ἀνθρώπου και τις ξεβγάζει ὅλες μαζί σε κοινὴ θέα. Κι ὅποιος ξέρει κι ἀληθινός λογιέται, καθάρη τὴν σκέψη ἔχει καὶ διακρίνει μεσ’ την πολύ μᾶς πλάνη τὴν τρομερή μᾶς ἀλήθειας. Κι εἶδε, τους γέρους νὰ παλεύουν, ὅρθια πτώματα, στην οὐρὰ τῆς ἀπόγνωσης στην τράπεζα για ἕνα λειψὸ ξεροκόματο, για μιὰ σύνταξη πείνας. Τους μυριάδες νέους, μεσήλικες νηστικοί ὁδοιπόροι σ’ ἀλλότριους δρόμους, νὰ στήνονται ὁλημερίς ἐμπρός ἀπὸ ψυχρές ὁθόνες τὴν ψευδαίσθηση εὐτυχία, τὴν πλάνη εἰκόνα τοῦ κόσμου, ζωνταμοὶ νεκροί, ἀδιάφοροι διαβαίνουν ἐνώ ἡ βία περισεύει δίπλα τους. Νὰ ρωτοῦν τις κολόνες μέχρι ποῦ φτάνει ἡ κούραση τους, για νὰ φτάσουν ἐπιτέλους στὸν τόπο τῆς ἀθέλητης ὑπομονῆς τους.
Κι εἶδε, τον ἀρχαίο ἐχθρό στις ἐφημερίδες τῆς προπαγάνδας νὰ κάνει βόλτες στις προαίώνιες θάλασσες μας, κι μεῖς χαρούμενοι αὐτόχειρες, νὰ σφυρίζουμε τὸν σκοπὸ τοῦ μεθυσμένου τραγουδιοῦ. Ἐνώ οἱ πρόδοτες κάθε ἐποχῆς μᾶς δίνουν τον δεύτε τελυταίο ἀσπασμό. Τον ἀρχαίο ἐχθρό τ’ ἀνθρώπου, παράμερα να τρίβει τὰ χέρια του στο πλάνο κόσμο του, κι να ἐκπληρώνει κατὰ γράμματα τὰ χιλοετεί σχέδια του, ξολοθρεμό μας. Νὰ μᾶς ροκανίζει λίγο λίγο την ζωή, μέχρι νὰ μᾶς ἀρπάξει μὲ μιᾶς τον σκόπο του την ψυχή μας, σφραγισμένοι δούλοι, σὲ γκρίζες πολιτείες. Ἐν ὅσω μολύνουν θάλασσα κι οὐρανό τῆς ἀποχαύνωσης τὸ δηλητήριο, νὰ μη ξεχωρίζεις πια ποῦ ἄνδρας κι που γυναίκα. Ἐν συνεχεί βομβαρδισμό ψεύτικα λόγια, κι νοθευμένη σκέψη βία και θάνατο. Κι ὁ ἤλιος νὰ στέκει παράμερα, νὰ κλαίει. Την φωτιά ν’ ἀνάβει σ’ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς γῆς. Νὰ θέλουν νὰ κρυφτοῦν οἱ μέρες ἄλλο νὰ μη βλέπουν. Και ἦταν τότε ποῦ σήκωσες τὰ χέρια ψηλά κι εἶπες μὲ στεντόρια φωνή «Θεέ μου, Χριστέ μου, το ἑλέος σου. Σώσον ἡμᾶς». Κάποιο χέρι παιδικό, σὲ ταρακούνησε, σὲ ξύπνησε μὲ μιᾶς, ἐκεῖ στὴν πλατεία που ἐπαίζαν καὶ γελούσαν παιδιά. Ὅνειρο ἤταν, ἐφιάλτης τόσο μα τόσο ἀληθινός. Εἶπε, κι ξεκίνησε για το σπίτι του.
Οδυσσέας Νασιόπουλος