Ξημέρωνε ένας Σεπτέμβρης ανάμεσα στην εκκλησία της Θεοτόκου και την παραλία.
Ο δρόμος γεμάτος με πολύχρωμες παράγκες μικροπωλητών κι ένα πρωινό αεράκι αλατισμένο απ τα πρώτα ήρεμα κύματα του πελάγους σκούπιζε τα απομεινάρια της προηγούμενης νύχτας απ την άσφαλτο.
Τον είδα να έχει σηκωθεί πρώτος απ το ράντζο πίσω απ το παράπηγμα. Πέρασε ανάμεσα απ τους πάγκους με τα εμπορεύματα με τα δυο χεριά πίσω σταυρωμένα κι ένα ύφος σκεπτικό, συνοφρυωμένο. Στάθηκε μπροστά στο άνοιγμα που έβλεπε την θάλασσα στο βάθος πήρε το ένα χέρι και το έφερε στο μέτωπο σαν να μετρούσε πυρετό. Μετά πέρασε ένα χάδι λες, στα λίγα γκριζαρισμένα μαλλιά του μέχρι πίσω. Μέχρι τον σβέρκο.
Σαν χτένα που χτενίζει σκέψεις και μαλλιά μαζί.
Ανασηκώθηκα. Έτριξαν τα πόδια του ετοιμόρροπου ράντζου και γύρισε προς το μέρος μου. Άπλωσε ένα χαμόγελο τεράστιο και είπε καλημέρα με μια στάλα σάλιο να απλώνεται στο χείλος του.
-ξύπνιος είσαι ε?
-ε ναι.
-σήκω έλα… Μέχρι να σηκωθούν οι άλλοι θα έχουμε επιστρέψει.
Έτρωγε λίγο τα λάμδα απ τις λέξεις μερικές φορές
Πετάχτηκα πάνω. Στάθηκα διπλά του έτοιμος. Καμάρωνα. . Μου έριχνε ακόμα ένα κεφάλι . Κι αν δεν έγερνε, επειδή καμπούριαζε -απ τα χρόνια απ τα βάσανα? ποιος να ήξερε πια? – θα μου έριχνε και δυο.
Βγήκε αποφασιστικά απ την παράγκα και μου έκανε νόημα να ακολουθήσω. Τι κι αν ρώτησα που πάμε η απάντηση ήταν «θα δεις… έααα» Κι έτρεχα να προλάβω το βήμα του.
Δρασκέλισμα λέμε .. και με τα χέρια πίσω. Σταυρωμένα. Πλησίαζε τα εξήντα.
Ο δρόμος μου έμοιαζε μακρύς κι ο πρωινός ήλιος που είχε σηκωθεί πάνω απ το κάστρο της Κυπαρισσίας έκαιγε.
Λαχάνιαζα να προλάβω το βήμα του, ρωτώντας που πάμε.
«θα δεις, έλα …» και περπατούσε σκυφτός χαμογελαστός με το ζόρι μου.
Φτάσαμε στη πλατεία. Λίγος κόσμος. Παππούδες με τραγιάσκες.
Κομπολόγια μετράνε με χάντρες τον χρόνο.
Καφέδες σε φλιτζάνι χοντρό. Καφενεία ανοιχτά.
Καρέκλες μαζεμένες από το προηγούμενο βράδυ. Ντανιασμένες. Κάποιος ασβέστωνε πεζοδρόμια. Γεύση μούχλας. Πρωινή εφημερίδα. Μουριές θροίζουσες.
Άφιλτρες γόπες πατημένες. Ταμ ταμ, γκαζόζες, τσιγκάκια μισοστραβομένα.
Πατσάς καθ εκάστην. Ανοιχτό.
Μπήκαμε. Τραπεζομάντιλα λευκά. Ταβάνι μπλε. Ταβερνιάρης ψηλός, εύσωμος, θεριό. Λευκή ποδιά και υγρά χέρια. Δάπεδο με ρόμβους. Ντεκαντάνς. Αγυάλιστο. Πολυέλαιοι μπρούτζινοι.
Καλημέρα καλώς τους, καθίστε έρχομαι.
Έρχεται, σκουπίζει τις παλάμες ανάστροφα στη ποδιά. Μολύβι στο αυτί, σκύβει. Θα πει κάτι μυστικό, όχι για πάσα όλους, για ολίγους, για κατέχοντες.
Αρχίζει ένα ποίημα. Τον κόβει ο θειος σπαρτιάτικα. Δυο πατσάδες και μισό κρασί.
Κοιτάζω αποσβολωμένος. Αμίλητος. Τι να ναι αυτό? Και κρασί? Μου μοιάζει δυσοίωνο… έχει και μια μυρωδιά εκεί μέσα…
-να φάμε και κάτι ανιψιέ, να στυλωθούμε.
Και χαμογελά. Απλώνεται στη καρέκλα κόβει μια μπουκιά απ το ψωμί το φέρνει στο στόμα του.
Δείχνει με γελαστά μάτια «φάε!»
Λέω .. δεν τρώω το πρωί. Σκάει σε γέλια. Πνιχτά. Άκου δεν τρώει το πρωί!. Του μοιάζει παράξενο. Αλλά δεν ξέρω εγώ από πείνα. Που να ξέρω. Κουνάει το κεφάλι. Υπογραμμίζει με κινήσεις όσα λέει. Το χαμόγελο αγκιστρωμένο στο στόμα του
-Μεγάοο πράμα η πείνα ανιψιέ.
Έτρωγε το λάμδα μαζί με το ψωμί. Κι αυτό καμιά φορά γινόταν γρίφος. Τι να έλεγε κάθε φορά.? Έπρεπε να προσθέσεις ένα λάμδα για να βγάλεις νόημα. Αλλά και να μην πρόσθετες και νόημα να μην έβγαζες, ότι έλεγε είχαν έναν αυτοσαρκασμό.
Ήρθαν δυο πιάτα γεμάτα. Αχνιστά. Μια κανάτα κρασί. Δυο καθαρά. Δυο κουτάλια αγάνωτα. Σκορδίλα παντού. Μουσική από κάπου. Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων.
« τι τα θέλεις τα στολίδια και με τρων τα μαύρα φίδια»
Γέλασε το μικρό μουστάκι του, σήκωσε το ποτήρι και με μαζεμένα μάτια και γέρνοντας προς το μέρος μου είπε ψιθυριστά… «στο διάολο και η χούντα». Έσκασε ένα πνιχτό γέλιο πάλι. Σαν βήχας. Αλλά γελούσε. Με την καρδιά του. Μισοάδιαζαν τα πιάτα και η κανάτα.
Παιδί … φώναξε . Παιδίίί .. κοιτάζοντας τον ταβερνιάρη. Μισό κιοό ακόμα.
Γέλασε σκύβοντας το κεφάλι. Μου έγνεφε ότι κάνει αστεία. Όχι και παιδί ο ταβερνιάρης. Ολόκληρος άντρας. Χαμήλωσε την φωνή. Έβαλε την χούφτα μπροστά στο στόμα να κρύψει τα λόγια του.
«Χούντα είναι κι αυτός… Μούτζω τα.»
Τον τυραννούσε ένα άσθμα. Το πάλευε. Το έχανε μόνο όταν έλεγε κάτι αστείο. Γελούσε μ ένα βήχα μικρό. Τραβούσε ένα λευκό μαντήλι απ την τσέπη, σκούπιζε το στόμα και συνέχιζε, πότε σοβαρά πότε αστεία. Μόνο όταν σοβάρευε περνούσε την ανοιχτή παλάμη από το μέτωπο αργά αργά μέχρι τον αυχένα του. Σαν να έβαζε τις σκέψεις του σε φάλαγγα κατ άνδρα.
«Αν έστριβε απ την γωνιά ο Άρης τώρα…»
Μου έδειχνε την γωνιά του δρόμου. Κοιτούσα κι΄ εγώ. Με μπέρδευε.
Ήρθε και το δεύτερο μισόκιλο. Γέμισε.
Έδειχνα χαμένος, αργούσα να καταλάβω. Το’ πιασε αμέσως.
-Άκου μου λέει.. είχαμε μέρες να φάμε και έκανε και κρύο. Έχει πάντα κρύο στη Τρίπολη. Και μας είχαν ζώσει οι αντάρτες. Είχαμε ένα τρόμο μέσα μας.
Έσφιξε τιε ρυτίδες στο μέτωπο του.
-Πείνα, μεγάλη πείνα. Τρώγαμε χορτάρια τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε . Για το 44 σου εξηγώ. Φαντάρος ήμουν. Σκατά φαντάρος!. Πεινασμένος κι άπλυτος. Φαντάρος πεινασμένος πολεμάει?
Έτρωγε και τα μάτια του καρφώθηκαν έξω από ένα παράθυρο που έβλεπες τις μανούβρες των τρένων στον σταθμό. Μπρος, πίσω. Αλλαγή γραμμής.
– «Και μας μαζεύουν ένα απόγευμα σ’ ένα γήπεδο. Φαντάροι ένα σωρό. Και ψου ψου κάποιος άκουσε, ότι θα έρθει ο Βελουχιώτης».
Γούρλωσε το μάτι και με κοιτούσε λες και έβλεπε αυτά που έλεγε. Σαν να τα ξαναζούσε.
Σήκωσε το ποτήρι ξανά. Χάιδεψε τα μαλλιά μέχρι πίσω. Το βλέμμα στα τρένα.
-«Ο Άρης παρακαλώ. Άκου ο Άρης. Θα μας αφαλόκοβε».
-Τι θειε?
-Θα μας αφαλόκοβε …θα μας έσφαζε Κι έκανε με το χέρι, σαν να περνά μαχαίρι απ τον λαιμό του.
Πήρε μια ανάσα, μια γουλιά τίναξε το λαρύγγι του.
«…και αρχίζει να κοιτάζει πέρα δώθε σαν να μας μετράει και βάζει μια φωνή…. δεν ήταν φωνή αυτό… Βουή ήταν. Πατριώτες, εμείς εδώ πολεμάμε, έχουμε πόλεμο. Γι αυτό όποιος θέλει να μείνει μαζί μας, να μείνει. Όποιος δεν θέλει, να πάει σπίτι του. Απείραχτος. Να αφήσει όμως άρβυλα και αμπέχονα σ’ όσους πολεμάνε. Ακούσατε?»
Είχε αφήσει το ποτήρι και περνούσε και τα δυο χέρια απ το κεφάλι σαν χτένα.
Κοιτούσε τους ρόμβους στο πάτωμα.
-«Σκιάχτηκα …. Και τα αφήσαμε εκεί όλα. Ξυπόλητοι και χωρίς αμπέχονα στο κρύο. Και φύγαμε κοιτώντας πίσω μπας και μας ρίξουν. Όμως δεν έπεσε ούτε ντουφεκιά.
Και βρήκα κι ένα κοντοχωριανό μου φαντάρο και πήραμε το δρόμο σκυφτοί να γυρίσουμε ποδαράτα στο χωριό. Δέσαμε κάτι σκουτιά στα ποδάρια να μην πονάν και ματώνουν απ τα κοτρόνια και τα τριβόλια. Περάσαμε νύχτα απ του Μελιγαλά, κρυφά μην και μας δουν. Φοβισμένοι. Νηστικοί.
Έλεγα δεν θα φτάσω στο χωριό. Δυο μέρες και δυο νύχτες. Φτάσαμε όμως. Και τρόμαξε η γριά Βασανίνα που με είδε με δεμένα πόδια, μπασμένο και κοκκαλιάρικο.
Και μετά μάθαμε ότι τελείωσαν οι πόλεμοι. Είχαμε κάτι φακές, φασόλια, κάτι χορτάρια κάτι κοτούλες. Περάσαμε. Παντρεύτηκα και τη θεία σου είπαμε να κάνουμε μια δουλειά.. τι να κάνουμε τι να κάνουμε… να αγοράζουμε σκουτιά να τα πουλάμε εδώ κι εκεί.
Εμπόριο ανιψιέ. Εμπόριο. Πολλά λεφτά!.
Πάρε δώσε σεντόνια, είδη προικός, σκουτιά ρε παιδί μου, σκουτιά να πάρει ο κόσμος να ντυθεί. Σκουτιά στους ξεβράκωτους. Ανέβα κατέβα στην Νέα Ιωνία στα εργοστάσια να φέρνεις εμπόρευμα να το απλώνεις στα πανηγύρια. Στη Τεγέα στη Κυπαρίσσια., στη Σπάρτη… Ολούθε.
-Παιδί… μισό ακόμα και τι χρωστάμε.
«…είχα κι΄ εγώ όνειρα. Τα σκουτιά εντάξει, αλλά καρτέραγα να πιάσω δυο δραχμές να αρχίσω άλλο εμπόριο.
Μάζεψε όλες τις ρυτίδες στο μέτωπο. Πήρε ανάσα να μου πει κάτι σημαντικό λες. Μου έκλεισε το μάτι.
Το δικό μου πρέπει να είχε γουρλώσει απ ότι άκουγε.
-Τι άλλο θειε?
Σήκωσε το δεξί χέρι και το άπλωσε μπροστά σαν να έγραφε σένα φανταστικό πίνακα. Τραβούσε το χέρι σιγά σιγά προς τα δεξιά, λες και έγραφε. Σχημάτιζε λέξεις στον αέρα. Συλλαβιστά. Ευλαβικά. Με έντονο βλέμμα και λόγο.
Κι ας έλειπε το λάμδα πάλι. Έλειπε απ τον λόγο του όχι απ όσα έγραφε στον αέρα μπροστά μας… Ούτε απ τα’ όνειρό του.
«Εεέαι έεεα. Κααμών. Ευάγεοος Θεοδωρακόπουοος.»
«Αυτό ήθελα πάντα. Εμπόριο Κύριε. Πολλά λεφτά!». Και το τόνισε. «Ποοοααααα λεφτααα!!!».
Όλη η ζωή σένα όνειρο. Σε μια επιγραφή στο πλάι ενός μικρού αυτοκίνητου με την περήφανη επιγραφή
«ΕΛΑΙΑΙ – ΕΛΑΙΑ ΚΑΛΑΜΩΝ»
Που δεν το έκανε ποτέ. Αλλά το πίστεψε τόσο, σαν να το έζησε
Βγήκαμε έξω. Η πλατεία είχε γεμίσει ζωή.
Χαρτοφύλακες σε χέρια. Βήματα βιαστικών. Κατοστάρικα, δεκάρικα, ρέστα. Το σιντριβάνι πότιζε σπουργίτια. Τραπεζάκια στη σκιά, χαλαρωμένες γραβάτες. Ζάρια χοροπηδούσαν ανάμεσα σε χρωματιστά πούλια. Πορτοκαλάδα με ανθρακικό.
Ένα τρένο έμπαινε στον σταθμό. Κατηφορίσαμε.
Σταύρωσε τα χέρια πίσω ξανά σαν μούντζα στα περασμένα. Και το βήμα σαν άλμα προς τα εμπρός.
Σε λίγο θα άρχιζαν οι προετοιμασίες για την βραδινή περατζάδα της πελατείας ανάμεσα στις παράγκες με τα εμπορεύματα. Θα άναβαν τα φώτα, στραμμένα σε κάθε λογής σκουτί. Θα άρχιζαν τα τεχνάσματα της πώλησης.
Τα «κόψε μου να το πάρω». Τα παζάρια.
Και ο Ευάγγελος θα ενσαρκωνόταν τον ρόλο του ηγέτη της επιχείρησης και του υπολογισμού, τι πήραμε, τι δώσαμε. Πόσα πουλήσαμε πόσα έμειναν.
Αν μπαίνουν τα σεντόνια στο πλύσιμο, αν ξεβάφουν οι μαξιλαροθήκες, αν η «ποιότης» των σκουτιών του είναι «Αρίστη».
Είδη προικός. Λευκά είδη.
Σεντονάκια με νταντιλίτσες έχουτε?
Δυο ζευγάρια μόνον 50 δραχμάς κυρία μου.